Τις εποχές που η χώρα σου βρίσκεται σε αναβρασμό με μεταβολές και χειρουργικά εγχειρήματα που «πληγιάζουν» το ασθενικό κορμί της, οι ταξιδιωτικές λύσεις με στόχο την συνειδησιακή πολιτισμική σου επαναφορά είναι δύο: Ή να ταξιδέψεις μέσα σ αυτήν, για να την ανακαλύψεις και να την αγαπήσεις περισσότερο ή ακόμη καλύτερα να βρεθείς έξω απ αυτήν, αλλά όχι οπουδήποτε, όχι σε προορισμούς με σκοπό να σου προσθέσουν διλήμματα για το αν ο τόπος σου είναι καλύτερος ή χειρότερος, αλλά σε τόπους που κάποτε είχαν έντονο το στοιχείο του πολιτισμού σου, που γνώρισαν έστω και πρόσκαιρα το «άγγιγμα» της δικής σου πολιτισμικής κληρονομιάς.
Αξίζει να επισκεφτείς τοποθεσίες που είναι αναμιγμένες με τον πολιτισμό σου και των πολιτισμό των άλλων, να δεις πώς γίνονται όλα κράμα, πώς μετουσιώνονται σε μια φύση, πώς αυτό που κοιτούσες με ματιά μονοδιάστατη και μονόπλευρη έχει κι άλλες οπτικές γωνίες, κι άλλες υποστάσεις ή προεκτάσεις, κι όλα αυτά με θεμιτό σκοπό να σε κάνουν να αποκτήσεις μια πιο βαθιά συνείδηση της προσωπικής πολιτισμικής σου οντότητας, μήπως και αντέξεις το «χειρουργείο».
Κάπως έτσι μοιάζει και η Κάτω Ιταλία. Πασίγνωστη η σχέση του πολιτισμού μας με τον τόπο αυτό απ’ τους αρχαίους ήδη χρόνους, όταν οι αρχαίοι Έλληνες αποφάσισαν να βγουν από τον στενό γεωγραφικό τους χώρο και να επεκταθούν οικονομικά και εμπορικά, όταν για αυτούς η Δύση έγινε χώρος «μετακένωσης» της δικής τους κοσμοθεωρίας, αποκτώντας μια ακόμη «ανοιχτή αγορά» για πολιτιστική και οικονομική αναμέτρηση.
Σήμερα, αποκτά ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον αν θες να κατανοήσεις την πολιτισμική επιρροή της χώρας σου, να κερδίσεις έστω κάτι «δεύτερα» πατριωτικής υπερηφάνειας. Μόλις 12 ώρες μακριά απ’ το λιμάνι της Ηγουμενίτσας και με άφιξη στο λιμάνι του Μπάρι, ανακαλύπτεις ότι η Νότια Ιταλία μοιάζει με την ελληνική γη για τον απλούστατο λόγο ότι θυμίζει «ανθρωπολογικά» την ελληνική κοινωνία, κλιματολογικά και μορφολογικά τη μεσογειακή γη, αμέσως κατανοείς, γιατί οι πρόγονοί σου επέλεξαν να μετοικήσουν και να φυτέψουν σπόρους «πολιτισμικής ένωσης» με το ντόπιο στοιχείο.
Στη διαδρομή απ' το λιμάνι του Μπάρι έως στη «Φλωρεντία του Νότου»,το Λέτσε, τη ματιά σου τραβούν τα χιλιάδες δέντρα ελιών, με κορμούς που μαρτυρούν αρκετά χρόνια ζωής, απλώνονται παντού και επιβάλλονται στο μεσογειακό τοπίο που συμπληρώνει απ την άλλη η θέα της θάλασσας. Κι όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που θα φτάσεις στο Λέτσε, στην πόλη του Μπαρόκ, στην πόλη με τα περίτεχνα κτήρια, τα διώροφα νεοκλασικά και το ιστορικό κέντρο που σε φέρνει αντιμέτωπο με τη ρωμαϊκή εποχή, τις επιβλητικές πύλες που σε οδηγούν στα στενά της ιστορικής πόλης, τις εκκλησίες, όπως αυτή του Τιμίου Σταυρού με τους περίτεχνους ρόδακες που θυμίζουν δαντελένια κεντήματα και της Αγίας Ειρήνης που στο εσωτερικό τους θα βρεις αναγεννησιακούς πίνακες της χριστιανικής πίστης, επιβλητικές οροφές και αγάλματα αγίων λαξευμένα με καλλιτεχνική ευλάβεια. Έντονο το θρησκευτικό παπικό στοιχείο, επιβλητικό μέσα από ναούς που το εσωτερικό τους μοιάζει με μουσείο λατρευτικής τέχνης. Κάπου συναντάς και την αρχαία Ρώμη στο μοναδικό σωσμένο ρωμαίικο θέατρο της Απουλίας και στο κομμάτι του δρόμου που διασώθηκε για να θυμίζει τη ViaAppia, ενώ στο πλάι της ξεδιπλώνεται και ο σύγχρονος τρόπος ζωής με τα καλοστημένα και καλαίσθητα καφέ και τα εστιατόρια, τους εμπορικούς της δρόμους, με τα βιβλιοπωλεία και τα πρωτότυπα εμπορικά με τα έργα χειρονακτικής τέχνης, με τα πλακόστρωτα στενά δρομάκια και τους φανοστάτες που της δίνουν μια άλλη όψη τη νύχτα, με τη μουσική της ταραντέλας να «ξεπετάγεται» μέσα από πνευματικούς πολιτιστικούς χώρους της περιοχής. Πραγματικά η πόλη ζει στο ρυθμό μιας πολιτιστικής αξιοποίησης ενταγμένης στο σύγχρονο τρόπο ζωής.
Κι ύστερα η επίσκεψη στα ελληνόφωνα χωριά της επαρχίας του Λέτσε. Το Οτράντο θυμίζει έντονα σε έναν επισκέπτη ελληνικής καταγωγής τα στενά ενός ελληνικού νησιού. Ο τόπος χαρακτηρίζεται από τα πλακόστρωτα δρομάκια και τα μικρά τουριστικά εμπορικά, το επιβλητικό λευκό των σπιτιών στο πλάι της καταγάλανης ιόνιας θάλασσας, ενώ ο ελληνικός πολιτισμός ξεπηδά στην ελληνική επιγραφή ενός εμπορικού καταστήματος με την ονομασία «τέχνη», σε ένα από τα μεγαλύτερα ψηφιδωτά του κόσμου που ξεδιπλώνει μια ιστορία πολεμικής ενάντια στο βυζαντινό και ορθόδοξο στοιχείο της περιοχής, που δεν καλόβλεπε ο καθολικισμός, στη βυζαντινή ελληνική εκκλησία του Αγίου Νικόλα, στο εκκλησάκι με τις φυτεμένες ελιές και τα λουλούδια στον περίβολο χώρο, όλα τόσο κοντινά σε μας αλλά και τόσο ξένα μαζί.
Κι ύστερα το Σολέτο, το ελληνόφωνο χωριό που τρέπεται σε μια αποκάλυψη θρησκευτικού συγκρητισμού, μέσα στη μεσημεριανή «σιέστα» που ερημοποιούσε και το πιο μικρό στενό δρομάκι του, μέσα στην ησυχία και στο καυτό ήλιο που αποκάλυπτε τη μεσογειακή του φύση, η ανακάλυψη μιας εκκλησίας που οι Άγιοι της απεικονίζονται να ευλογούν με τον καθολικό και ορθόδοξο τρόπο αντίστοιχα σου προκαλούν ένα θρησκευτικό δέος και σκέψεις που ανατρέχουν στη βυζαντινή επιρροή της περιοχής, σκέψεις που επιβεβαιώνονται στο Καρπινιάνο με την διατηρητέα βυζαντινή κρύπτη, λίγα υπόγεια σκαλιά και μερικά βήματα, σου αποκαλύπτουν αγιογραφίες της ελληνικής βυζαντινής τέχνης, αγιογραφίες που σου γνέφουν πώς η πίστη και η τέχνη μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο, πως ο τόπος αυτός στη νότιο Ιταλία δέχτηκε μια ελληνική επιρροή αναλλοίωτη, που ομολογείται στα μνημεία της, στη ξεθωριασμένη χαραγμένη ελληνική γλώσσα.
Και έπειτα η CittaBianca, η «Λευκή Πόλη», το Οστούνι που σε κάθε σου βήμα, σε κατακλύζει το λευκό των σπιτιών, των δρόμων και γύρω σου να σε εντυπωσιάζουν εκκλησίες με περίτεχνους ρόδακες, μουσικούς του δρόμου, ανθρώπους φιλόξενους με εμπορικά και καφέ με αναγεννησιακό ύφος.
Και στο τέλος η Ματέρα, η πόλη με τα χαρακτηριστικά σπίτια sassi, χτισμένα το ένα πλάι στο άλλο, μια μαρτυρία ντροπής και χαμηλού βιοτικού επιπέδου, που μετασχηματίστηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς, χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό ταινιών του Παζολίνι και του Γκίπσον. Τη νύχτα με το πρώτο χαμήλωμα του φωτός, μικροί φανοστάτες την κάνουν να μοιάζει ακόμη πιο μαγευτική. Η Ματέρα είναι μια πόλη που σώθηκε αξιοποιώντας τα ίδια της τα μειονεκτήματα.
Όλα λουσμένα στο μεσογειακό φως, διανθισμένα με το ελληνικό στοιχείο, μια Ιταλία με μνήμες από τη συνάντησή της με την αρχαία, αλλά και με τη βυζαντινή Ελλάδα. Όλα προδίδουν την ελληνική επιρροή, αλλά κι όλα δείχνουν πόσο αφομοιώθηκαν, ώστε να γίνουν ένα νέο σώμα στο ήδη υπάρχον. Ο,τι έζησε ήταν ό,τι βαθιά και ουσιαστικά άξιζε. Οι πολιτισμοί πάντα θα συναντιούνται, θα αλληλοεπηρεάζονται, θα γεννούν το καινούριο. Ο σκοπός είναι να τους διαφυλάττουμε και να αναγνωρίζουμε την αξία τους, ίσως έτσι εκτιμήσουμε και τον δικό μας που τόσο έχουμε ανάγκη σήμερα, για να επιβιώσουμε και να συνεχίσουμε ως παράδοση και κοσμοθεωρία ζωής, με το ταξίδι να είναι πάντα ένας πολύτιμος δίαυλος επικοινωνίας και γόνιμης αυτοαναγνώρισης.
Μαρία Καρατζογιάννη