Του Γ.Η. Ορφανού
Πολύς λόγος γίνεται για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα και το ρόλο του στα κοινωνικά δρώμενα. Όλα ξεκινούν στη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου, αλλά και στα αμέσως κατοπινά χρόνια.
Να σημειωθεί, πρώτα απ’ όλα, και το ότι όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα http://www.okde.gr/archives/1890 , «[...] Η οικονομία αλλάζει μ’ επιταχυμένους ρυθμούς στο γύρισμα του 20ου αιώνα, όταν αυξάνει ο αριθμός των εργατών (59.614 εργάτες στην απογραφή του 1909 και 154.133 το 1920, μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας) και η ιπποδύναμη της βιομηχανίας (0,20 ίπποι ισχύος ανά εργαζόμενο το 1909, 0,72 το 1920). Το πρωτεία κρατούν ακόμα οι βιομηχανίες επεξεργασίας γεωργικών προϊόντων (55,3% της εγκατεστημένης ισχύος το 1920) και οι μεταλλευτικές δραστηριότητες (το 1906, περίπου 12.000 εργάτες σε 35 μεταλλεία σ’ όλη τη χώρα). Έτσι, μαζί με την προσάρτηση της Μακεδονίας και των καπνεργατών της, δομείται μια πιο συμπαγής εργατική τάξη […]».
Αυξάνονται, λοιπόν, αλματωδώς τα εργατικά σωματεία κι ο αριθμός των μελών τους. Από 51 σωματεία το 1911, ξεπερνούν τα 200 το 1917 με γύρω στα 44.500 μέλη συνολικά. Τα συνδικάτα συνενώνονται σε Εργατικά Κέντρα και σε ομοιοεπαγγελματικές συντεχνίες. Παρολαυτά, από το Εργατικό Κέντρο Πειραιά στα 1917 επιχειρείται πρωτοβουλία για πανελλήνια ένωση όλων των Εργατικών Κέντρων, αποτυχαίνει, επειδή οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες δεν ήσαν ακόμη ώριμες για κάτι τέτοιο.
Οι μεγάλες απεργίες
Όσο, όμως, αναπτύσσεται ο συνδικαλισμός, έχουμε προσπάθειες για προώθηση των εργατικών διεκδικήσεων και εντονότερη ταξική συνειδητοποίηση των εργατών. Έτσι, το 1914 έχουμε απεργία των καπνεργατών, που ξεκινά από την Καβάλα, επεκτείνεται στη Θεσσαλονίκη και όλη τη Μακεδονία και γίνεται παγκαπνεργατική. Βαστάει οχτώ μέρες. Οι απεργοί χτυπιούνται με τους έφιππους χωροφύλακες μέσα στους δρόμους κι απέξω από τις καπναποθήκες. Τα όργανα της εξουσίας τρίβουν τα μάτια τους από τη συνοχή και τη μαχητικότητα των απεργών. Και οι καπνέμποροι, θέλοντας και μη, υποχωρούν και δέχονται όλα τα αιτήματα των καπνεργατών. Ταυτόχρονα, απεργούν κι οι σιδηροδρομικοί στην Αθήνα, με κύριο αίτημα την αυστηρή εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, ενώ δυο χρόνια μετά (1916) στη Σέριφο σε μια απεργία έχουμε νεκρούς και τραυματίες.
Όπως διαβάζουμε στο «Ριζοσπάστη» της 3/4/2011, μεγάλες απεργίες στη δεκαετία του 1910 – ’20 είναι εκείνη των γαιανθρακεργατών του Πειραιά (1913), η γενική απεργία των τυπογράφων (20 του Γενάρη 1914), που προκάλεσε τόσο θόρυβο, η απεργία των εργατών φωταερίου (10 του Απρίλη 1914), η μεγάλη απεργία των ηλεκτροτεχνιτών (13-14 του Μάρτη 1917), η απεργία των σιδηροδρομικών Λαρισαϊκού (14 του Οχτώβρη 1916), των ναυτεργατών (20 του Οχτώβρη 1916), η απεργία των τσιγαράδων της Θεσσαλονίκης (1916), η απεργία των ραφτεργατών της Αθήνας (1 του Νοέμβρη 1916) κι άλλες που γίνανε στο Βόλο, στη Σύρα, στην Πάτρα κ.α.
Η δύναμη των συνδικάτων επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα και διάφορα κόμματα προσπαθούν να την «καπελώσουν».
Η ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε.
Όμως, έπειτα από τον «Εθνικό Διχασμό», μετά το 1917 δηλαδή με την επάνοδο του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία, η ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος κι η δημιουργία ευνοϊκού κλίματος προς κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού των κρατικών θεσμών συντελούν αποφασιστικά στην ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.). Συγκεκριμένα, το 1918 με πρωτοβουλία της Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης και των Εργατικών Κέντρων Αθήνας και Πειραιά συγκαλείται πανελλαδική συνδιάσκεψη των συνδικαλιστικών οργανώσεων για τη δημιουργία εθνικού κέντρου. Το Α' Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, άρχισε στις 21 Οκτώβρη 1918 στην Αθήνα και τελείωσε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Συμμετείχαν 182 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν τα 214 από τα 320 εργατικά σωματεία, με 65.000 μέλη από το συνολικό αριθμό των 80.000 οργανωμένων εργατών. Τον κύριο ρόλο στη διοργάνωση του Συνεδρίου έπαιξε το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Να τονιστεί, όμως, εδώ ότι, όπως σημειώνει ο "Ριζοσπάστης" (14.4.2012), «Τα Εργατικά Κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά βρίσκονταν κάτω από την επιρροή του κόμματος των Φιλελευθέρων. Επιδίωξή τους ήταν να παρασύρουν το εργατικό κίνημα στο δρόμο του ρεφορμισμού και της ταξικής συνεργασίας. Ύστερα από έντονη και σκληρή ιδεολογική αντιπαράθεση, το Συνέδριο, με ψήφους 158 (σε σύνολο 180), 21 κατά και 1 λευκό, υιοθέτησε την αρχή της πάλης των τάξεων και του μαχητικού αγώνα των εργατών και υπαλλήλων - μακριά από κάθε αστική κηδεμονία - και τις δίκαιες διεκδικήσεις του».
Οι διεκδικήσεις πάνω - κάτω, που ωθούν σε απεργίες και κινητοποιήσεις εκείνα τα χρόνια, ήσαν κοινές για όλη την εργατική τάξη και αφορούσαν τα μεροκάματα, τις συνθήκες και το ωράριο εργασίας κόντρα σε μιαν άτεγκτη εργοδοσία.
Στα πρώτα της βήματα, λοιπόν, η Γ.Σ.Ε.Ε. κυριαρχείται από διάφορες σοσιαλιστικές ομάδες, που αναζητούν τρόπο να συγκροτήσουν έναν ενιαίο πολιτικό οργανισμό, μέχρι το 1918 που ιδρύεται το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Σ.Ε.Κ.Ε.). Το Σ.Ε.Κ.Ε. θα προσχωρήσει στα 1920 στη Γ' Διεθνή κι αργότερα μετονομάζεται σε Κ.Κ.Ε. (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας), ενώ η έλευση -μετά το 1922- των Μικρασιατών προσφύγων κι η σε μεγάλο βαθμό απορρόφησή τους στα εργατικά επαγγέλματα βοηθούν να αυξηθεί η δύναμη των εργατικών σωματείων όσο γίνεται πιο πολύ και συνάμα να ενταθούν και να πάρουν μαζικότερο χαρακτήρα τα χρόνια 1924-36 οι εργατικές κινητοποιήσεις.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1. Κορδάτος Γιάννης, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», εκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972.
2. «Ιστορία Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών», τόμοι ΙΔ & ΙΕ, Αθήνα, 2000 και 2008, αντίστοιχα.