aixmi-news.gr

Βάβα, Βαβούλα, Γιαγιούλα και Γιαγιά

Μακριά, στα πρώτα παιδικά μου χρόνια κείται…

Διαβάστηκε 4354 φορές
14/02/2021 - 08:30

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 11/02/2021

Της Μάγδας Βελτσίστα

Στο Αιτωλικό, τη δεκαετία του 60! Από τότε που μπορώ να θυμάμαι. Και που τα πιο πολλά παιδιά της ηλικίας μου είχαν μία ή και δύο γιαγιάδες, μια απ’ τη μαμά και μια απ’ τον μπαμπά. Και που τα περισσότερα παιδιά φωνάζανε τους γονείς τους μάνα και πατέρα. Και τη γιαγιά «βάβα», τον παππού «παππούλ’ ή πάππου». Σε ονομαστική πτώση, άκουγες «η βάβα μ’, ου παππούλιζ’μ.»

Στο Αιτωλικό, τη δεκαετία του 60! Από τότε που μπορώ να θυμάμαι. Και που τα πιο πολλά  παιδιά της ηλικίας μου είχαν μία ή και δύο γιαγιάδες, μια απ’ τη μαμά και μια απ’ τον μπαμπά. Και που τα περισσότερα παιδιά   φωνάζανε τους γονείς τους μάνα και πατέρα. Και τη γιαγιά «βάβα», τον παππού «παππούλ’ ή πάππου». Σε ονομαστική πτώση, άκουγες « η βάβα μ’, ου παππούλιζ’μ.»

Εμείς, τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, τη γιαγιά μας, από την πλευρά της μάνας μου,(τη μόνη που γνωρίσαμε, η άλλη γιαγιά και οι δυο παππούδες είχαν πεθάνει πριν εμείς γεννηθούμε), τη φωνάζαμε «νόννα», επίδραση  από τα ξαδέρφια μας στην Πάτρα, που έχει την επτανησιακή/ιταλική επίδραση και αποκαλεί τη γιαγιά νόννα. Φυσικά,  ποτέ δεν αισθανθήκαμε καμιά ιδιαίτερη υπερηφάνεια γι’αυτό.

Αυτές, λοιπόν, οι βάβες  και γιαγιούλες  της γειτονιάς,( η θεια-Νίκα, η θεια-Γιαννούλα, η θεια-Ρήν’, η θεια-Βέφα, η θεια-Μαριγώ κ.ά.), τα χειμωνιάτικα απομεσήμερα, κυρίως σε Κυριακές ή σχόλες, όταν είχε λιακάδα, μαζευόντανε στην πλατωσιά, κάτω από το μεσημβρινό μπαλκόνι του σπιτιού μας και ξεκουραζόντανε, κοινώς χαζεύανε. Άλλες πλέκανε (μπλούζα για τη μικρή εγγονή, σκαλτσούνια για τα αγόρια, μικρά- μεγάλα, καμιά κουβέρτα στο βελονάκι για την προίκα της ανεψιάς), άλλες ράβανε ή μπαλώνανε ευρήματα από την μπουγάδα της εβδομάδας, άλλες κεντούσαν ή έκαναν πως κεντούσαν:(Αυτό το είδος της ενασχόλησης δεν ήταν πολύ δημοφιλές). Συχνά-πυκνά, οι βάβες φέρνανε στη μάζωξη (ή τους φέρνανε στη μάζωξη ) και κάποιο από τα εγγόνια τους, να το ταϊσει και να το ταχταρίσει. Εμένα, μου άρεσε πολύ ν’ακούω τα νανουρίσματα.

Ωστόσο, αυτό που ανέφερα προ ολίγου «μαζευόντανε και ξεκουραζόντανε» δεν ίσχυε πάντα. Η ζωή των γυναικών εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολη (πολλά παιδιά, πλύσιμο στη σκάφη, σίδερο με κάρβουνα, να μπαλώσουν -οπωσδήποτε- τα τρύπια ρούχα και τα «σκαλτσούνια», να φτιάξουνε ντομάτα πάστα, τραχανά, χυλοπίτες και σαπούνι, ήταν 40 χρονών και είχαν γίνει κάτασπρες. Και κάτι άλλο, που μου φανερώθηκε εκείνο το καυτό χειμωνιάτικο απομεσήμερο: Ζάχαρη άχνη.

Κάποια Κυριακή, ήρθε και προστέθηκε στη συντροφιά μια συμπαθητική γυναίκα. Δεν έφερε το πλεκτό της μαζί, αλλά μισό τσουβάλι ζάχαρη για να την κοπανίσει.  Ήθελε να φτιάξει κουραμπιέδες για το γιο της, που είχε τη γιορτή του εκείνη τη βδομάδα, των Αγ. Θεοδώρων. Εκείνη την εποχή, τα μπακάλικα δεν πωλούσαν ζάχαρη άχνη, μόνο κρυσταλλιζέ σε μεγάλα τσουβάλια, με την οκά στην αρχή, με το κιλό αργότερα. Ήρθε, λοιπόν, η συμπαθητική γυναίκα, με την καρέκλα της, το τσουβάλι τη ζάχαρη κι ένα τεράστιο σιδερένιο γουδί – χαβάνι το λέγανε τότε – και το γουδοχέρι. Το ακούμπησε πάνω στα πόδια της, μπροστά στην κοιλιά της, κι άρχισε να χτυπάει μ ’όλη της τη δύναμη .Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, μέσα  στο χειμώνα, κι εκείνη χτυπούσε, χτυπούσε και δεν είχε τελειωμό.  Μια μεγάλη ταλαιπωρία για την οποία κανένας, ποτέ, δεν θα  αναγνώριζε και κανένας, ποτέ, δεν θα της έλεγε ευχαριστώ.

Φυσικά, οι συγκεντρωμένες κατέβαζαν κάτω όλα τα νέα  Αιτωλικού και Περιχώρων και δεν  αφήνανε κανένα άνθρωπο  να αγιάσει. Δε συγχωρούσαν την παραμικρή αμαρτία,  την παραμικρή ατασθαλία, είτε εκούσια, είτε ακούσια. Κατηγορούσαν και κατέκριναν με μεγάλη ηδονή, απέραντη ευχαρίστηση. «Η Μαρία η … έφτιασε καινούργια ρόμπα, ακούς εκεί, ψωμί δεν έχουνε να φάνε σπίτι τους, η ρόμπα τη μάρανε.»

Βέβαια, ανάμεσα  σ’ αυτές τις συντροφιές των γιαγιάδων ή και των μαμάδων, συχνά -πυκνά, πολλά εγγόνια κυκλοφορούσαν περιστασιακά  κι ακάλεστα και πάλευαν να ξεκολλήσουν απ’ τη γιαγιά τους κανένα πενηνταράκι και να πάνε τρέχοντας στο μπακάλικο του Πάνου ν’ αγοράσουν  καραμέλες.

Στην ίδια πλατωσιά, αλλά από την απέναντι πλευρά, για να μην μπερδεύονται τα παιδιά με τα δίχτυα, δυο νεαρές γυναίκες, όμορφες και φρεσκοπαντρεμένες, η Ντίνα και η Γιαννούλα, ξεμπέρδευαν παραγάδι, η μια για τον άνδρα της, η άλλη για τη δουλειά της, 14 δραχμές το παραγάδι, εκείνη την εποχή .Η Ντίνα είχε πολύ ωραία φωνή και της άρεσε να τραγουδάει ρεμπέτικα, ό,τι καινούργιο τραγούδι έβγαζε ο Τιτσάνης από τη Ντίνα το μαθαίναμε πρώτα. Έχω ακόμα τη φωνή της στα αυτιά μου «Ξημερώνει και βραδιάζει, πάντα στον ίδιο το σκοπό..»

Έγραψα πιο πάνω ότι οι γιαγιάδες,  γλυκιές ή ξινές, μέσα στον ήλιο του χειμώνα, έραβαν τα διάφορα.  Αυτό δεν ήταν εύκολο για όλες, δεν έβλεπαν. Να, η θεια-Λούλα, που δεν έβλεπε καλά ούτε μακριά, ούτε κοντά, ερχότανε συχνά και  χτυπούσε την πόρτα μας,« Έλα, κορίτσι μου καλό, να μου μπελονιάσεις», μου φώναξε μια φορά κάτω από το μπαλκόνι, κι εγώ κατέβηκα τρέχοντας, τη συμπαθούσα, γιατί ήταν πολύ  γλυκομίλητη. Της πέρασα την κλωστή στο βελόνι κι εκείνη μ’ευχαρίστησε.

- Όταν ήμουν νέα, μας είπε, έβλεπα από δω μέχρι πέρα στο σταθμό. Τώρα…

- Πολλά έκανες όταν ήσουν νέα, πετάχτηκε το καρφί της παρέας. Να σκεφθεί κανείς πως πήρες τρεις άντρες…

- Με παπά και με κουμπάρο, είπε η θεια-Ρήνη. Και μ’είχανε κι οι τρεις στα όπα-όπα… Εσύ μπορούσες; Έναν πήρες, κι αυτόν με το ζόρι…Κι έτρωγες και ξύλο!

- Όποτε θέλετε να σας βοηθήσω σε κάτι, φωνάξτε με, είπα εγώ.

Ούτε κατά διάνοια δεν άντεχε ο οικογενειακός προϋπολογισμός τα γυαλιά μυωπίας. Ούτε και τα αποδεχόντουσαν. «Γέρος είναι, γριά είναι, δε βλέπει. Τί θέλει τώρα;» Τίποτα τέτοιο δεν  ήθελαν  ο γέρος κι η γριά. Ήθελαν μόνο να ζήσουν κι άλλο, κι άλλο, πολύ!

Χαιρέτησα άλλη μια φορά τις βάβες και γιαγιούλες, γλυκιές και ξινές, καλοσυνάτες και κουτσομπόλες, όλες λίγο απ’ όλα, κι ανέβηκα στο σπίτι μου. Εκεί, άρχισα να σκέπτομαι το πράγμα από… γλωσσολογικής απόψεως: «Αφού το ουσιαστικό είναι βελόνι, γιατί κυκλοφορεί το ρήμα μπελονιάζω (πέρα από το βελονιάζω);  Μήπως έρχεται από τα αρχαία χρόνια; Κάπου διάβασα ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι το β το προφέρανε μπ και το γ το προφέρανε γκ.

Μου άρεσε πολύ αυτή η σκέψη και καμάρωνα για την υψηλή μας καταγωγή. Νύχτωσε κι εγώ ακόμα αυτό  σκεπτόμουνα. Μ’αυτό το καμάρι πήγα για ύπνο!

Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού

18/02/2021 - 13:41 Εκτύπωση