Με αυτή την ορμή και αγανάκτηση πολεμούσε ο Σολωμός τους σοφολογιότατους, οι οποίοι προσπαθούσαν να τυφλώσουν το Γένος με την καθαρεύουσα τους, τους τόνους και τα πνεύματα της. Αγωνιζόμενος για τη γλώσσα καθαγιάζοντας ταυτόχρονα ένα μέρος της πνευματικής ελευθερίας. Η βαθύτερη ιδέα που κρύβει ο «Διάλογος» βρίσκεται στην περίφημη φράση του ποιητή: «Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού κι αν είσαι αρκετός (άξιος), κυρίεψε την»…
Μια γλώσσα που δεν πληγώνει, παρά την πληγώνουμε με το να την αποστρεφόμαστε, με το να την αρνούμαστε, μα το να την υποβαθμίζουμε, εμείς που θα έπρεπε να την τιμούμε, περισσότερο από όσο την τιμούν όσοι την εκτίμησαν στους αιώνες πραγματικά, την δανείστηκαν με σεβασμό, την αξιοποίησαν δημιουργικά προς όφελός τους και την χρησιμοποιούν στον κόσμο όλο ως το όργανο έκφρασης των πιο λεπτών πτυχών της ανθρώπινης ψυχής, σκέψης και ανάγκης. «Ελευθερία και γλώσσα», ένα δίπτυχο που θα έπρεπε να εκτιμάμε δεόντως ως Έλληνες μην αρκούμενοι στην επετειακή αναγνώριση κάθε 9 Φεβρουαρίου, μια φορά τον χρόνο και μετά το χάος, το σκοτάδι, αδιαφορία…
Και δεν θεωρώ απειλή για τη γλώσσα την εισροή ξενικών λέξεων, δεν απειλεί τη γλώσσα η ένδυσή της με ιμάτια αλλότρια, η περιδιάβασή της στην απέραντη οικουμένη. Δεν είναι αδυναμία η συνεχής αλλαγή, οι μεταμορφώσεις, οι διαφοροποιήσεις από τόπο σε τόπο από περιοχή σε περιοχή, από στόμα σε στόμα. Αυτή ίσα ίσα μαρτυρά τη δυναμική της, τη ζωντάνια της, την αξία της, το μεγαλείο της. Διαγράφοντας μια αέναη πορεία μέσα στον χρόνο, εργαλείο έκφρασης και αποτύπωσης της ίδιας της ζωής, πάλλον κύμβαλο της εσωτερικής μας ζωής και υπόστασης, εργαλείο συνεννόησης, επικοινωνίας, ένα σύνολο λεκτικών ψηφίδων για να αποτυπωθεί παντοίως και πανταχόθεν η τέχνη, η Ελληνική Γλώσσα ανέδειξε τον άνθρωπο και αναδείχθηκε ατή της δικαιώνοντας τη μεγαλοσύνη μιας γλώσσας που δεν πλάστηκε από ειδικούς, δεν συντάχθηκε σε ανήλιαγα γραφεία, δεν αποτέλεσε μουσειακό είδος σε καλαίσθητο σαλόνι, παρά ζωντανό οργανισμό, που ακολούθησε κατά πόδας τη ζωή, περνώντας από Συμπληγάδες, από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και άμε γύρευε από πόσα αθέατα στους πολλούς σκοτεινά μονοπάτια για να αναβλύσει προς έκπληξη όλων ως γάργαρο νερό, μουρμουρητό τρεχαλητό κι άλλοτε πάλι σιωπηλό ρυάκι με φερτές ύλες που κατάφερε σύγκαιρα να αποστραγγίσει μουσκεύοντας τα ιαματικά με τη δροσιά της αξιοσύνης της. Κι αυτή η αξιοσύνη της οφείλεται στο ότι μιλήθηκε και γράφτηκε από ανθρώπινα χείλη, προσαρμόστηκε στις ανθρώπινες ανάγκες, υπηρέτησε τους φυσικούς ομιλητές της και τους όπου γης χρήστες της με αυταπάρνηση αποδεικνύοντας περίτρανα στους αιώνες ότι τα γνήσια και αυθεντικά δημιουργήματα δεν απειλούνται από κανέναν κι από τίποτα παρά από την αναίτια άρνηση και την παράλογη αδρανοποίηση που προέρχεται από μια άλογη στενομυαλιά και μια ξιπασιά που ελπίζω και θέλω να πιστεύω δεν θα αποβεί μοιραία για τη συνέχειά της.
Το άφθαρτο, θεϊκό μεγαλείο της Ελληνικής Γλώσσας υμνεί ο σπουδαίος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Το μοιράζομαι μαζί σας ευχόμενος να αποτιμήσουμε θετικά αυτόν τον θησαυρό αναδεικνύοντας και πλουταίνοντας τον καθημερινά με τις λεκτικές μας επιλογές και χρήσεις:
Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως/θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως ένα/ρυακάκι που μουρμουρίζει./Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα/στους γαλάζιους διαδρόμους/συναντήσω αγγέλους, θα τους/μιλήσω ελληνικά, επειδή/δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε/μεταξύ τους με μουσική (Νικηφόρος Βρεττάκος, «Η ελληνική γλώσσα»).
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού