Την ίδια στιγμή που έγραφα το προηγούμενο σημείωμα με τις απόψεις του Αριστοτέλη για την ορθή Δημοκρατία και τη μεσαία τάξη, που κακοποιούνται υποκριτικά από όλους σήμερα, όλη σχεδόν η ενημέρωση γύρω από τα καυτά προβλήματα της επικαιρότητας περιοριζόταν κυρίως στα επιφαινόμενα με καταγγελίες, κραυγές, κλαυθμούς, οδυρμούς για την ακρίβεια (επί δεκαετίες αποτελεί τον βασικό πολιορκητικό κριό για την άλωση της εκάστοτε κυβέρνησης από την εκάστοτε αντιπολίτευση) για την αύξηση των πολυποίκιλων επιδομάτων (δις. ευρώ μοιράζονται τήδε κακείσε!) για πολιτικά ή κομματικά οφέλη ή για κομματικό ή πολιτικό κόστος και όχι στα αίτια που έχουν προκαλέσει τη λεηλασία όλης της χώρας και των κατοίκων της. Διότι, όπως προκύπτει από τις αντιδράσεις μερικών φίλων μου για τα δικά μου ταπεινά οικονομικοκοινωνικά σημειώματα, όλα αυτά είναι ενοχλητικά διότι, ενώ από τη μια μεριά μάς αρέσει η διαπίστωση του Αριστοτέλη ότι ο άνθρωπος είναι πολιτικόν όν, από τεην άλλη ενοχλούμεθα, όταν, από επίσημα στοιχεία, προκύπτει ότι και το «ημέτερον» κόμμα ευθύνεται για την ακρίβεια, για το χρέος, για το έλλειμμα, για την ανεργία, για τη φτώχεια κλπ. Αυτό που γοητεύει έκαστον είναι η διαπίστωση του Ζαν – Πωλ Σάρτρ ότι «η κόλαση είναι οι … άλλοι» ή «φταίνε μόνον οι άλλοι»!
Την ίδια στιγμή διάβαζα ότι η χώρα οδεύει προς νέες εκλογές με νέα πόλωση, σαν να μην έφθαναν όλες οι προηγούμενες, όχι για το καλό μας, όπως θα έλεγες ο Δίκαιος Αριστείδης, αλλά για την «καρέκλα». Υπενθυμίζω ότι σε σημείωμά που δημοσιεύθηκε στην «Αχμή» (30 Σεπτεμβρίου του 2002) με την ευκαιρία της επετείου της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας, είχα επισημάνει ότι, όπως, αναφέρει ο Ηρόδοτος, αφανής πρωταγωνιστής της νίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος, εξοστρακισμένος από τον πολιτικό αντίπαλο Θεμιστοκλή, έσπευσε, με κίνδυνο της ζωής του, να τον συμβουλεύσει να μείνει ο ελληνικός στόλος στα στενά της Σαλαμίνας λέγοντας ότι «εμείς πρέπει να μαλώνουμε και σε άλλες περιπτώσεις και μάλιστα τώρα για το ποιος από μας τους δύο θα κάμει στην πατρίδα του το περισσότερο καλό», αλλά αυτό σήμερα δεν … «πουλάει» κομματικά…
Όλη αυτή η περιρρέουσα πολιτικοκοινωνική επικαιρότητα με την ακρίβεια για την οποία φταίνε μόνο οι άλλοι, όπως και τις υποκλοπές, τους βιασμούς, τα σκάνδαλα, θυμήθηκα τη διδασκαλία του αείμνηστου καθηγητή και ακαδημαϊκού Αριστόβουλου Μάνεση για τη λαϊκή κυριαρχία ως λαϊκή εντολή, την οποία παρουσίασε ο ομότιμος καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αντώνης Μανιτάκης στην ημερίδα που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής στις 3 Ιουνίου 2015. Όπως τόνισε τότε ο κ. Μανιτάκης, με βάση τη διδασκαλία του Μάνεση, το δόγμα της λαϊκής εντολής, χωρίς να αντιστρατεύεται το Σύνταγμα, δεν εναρμονίζεται με το κλασικό νόημα της πολιτικής αντιπροσώπευσης του λαού, αλλά συνιστά απλώς μια πολιτική παραφθορά του. Για να μην ακούσω πάλι τα ίδια με αυτά που άκουσα για τον Αριστοτέλη, ότι, δηλαδή, είναι «συντηρητικός», «φασίστας», «νεοφιλελεύθερος» και άλλα σπεύδω να επισημάνω ότι ο φωτισμένος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου διώχθηκε ανελέητα από τη χούντα, ότι τα δημοκρατικά ιδεώδη υπερασπίστηκε με συνέπεια και ανιδιοτέλεια, χωρίς πολιτικά ή επαγγελματικά ανταλλάγματα.
Η διδασκαλία του Αριστόβουλου Μάνεση για τη “δημοκρατική αρχή” και ειδικότερα τη «λαϊκή κυριαρχία» προκαλούσε στη δεκαετία του 1960 ρίγη στους πρωτοετείς φοιτητές που τον άκουγαν σαγηνευμένοι στο Αμφιθέατρο του Χημείου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου να αναλύει με ύφος επιβλητικό τη νομική και πολιτική σημασία της αρχής. Τότε, ως φοιτητής έβλεπα την κυρίαρχη πολιτική σύγκρουση να συγκλονίζει πολιτικά τον τόπο. Τότε, αυτή η πολιτική αντιπαράθεση, που συμπυκνωνόταν στο καυτό πολιτικά ερώτημα, «ποιός κυβερνά τον τόπο, ο βασιλιάς ή ο λαός, αντικατόπτριζε την πραγματική σύγκρουση μεταξύ δύο πολιτικών δυνάμεων, μεταξύ του στέμματος , γύρω από το οποίο είχαν συσπειρωθεί οι συντηρητικές, φιλοβασιλικές, πολιτικές δυνάμεις και των κομμάτων του Κέντρου και της Αριστεράς, που συσπείρωναν τις δημοκρατικές και κεντροαριστερές πολιτικές δυνάμεις, υποστηριζόμενες από τα λαϊκά στρώματα. Αυτόν τον συνταγματικό δημοκρατικό λόγο του Μάνεση, που ήταν συγχρονισμένος με τα δημοκρατικά, λαϊκά, αιτήματα της εποχής του, με το δημοκρατικό κίνημα της δεκαετίας του 1960, όπως τον παρουσίασε ο Αντώνης Μανιτάκης, θα τον προσπεράσω και θα επικεντρώσω το σημείωμά μου αυτό σε μερικές απόψεις του για τη λειτουργία της Δημοκρατίας κυρίως μετά τη μεταπολίτευση μαζί με τους χαρακτηρισμούς που τις συνοδεύει:
Για τη μεταπολιτευτική περίοδο σημειώνει ότι ήταν θρίαμβος μεν της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά, χωρίς εξωτερικούς εχθρούς, η δημοκρατική αρχή και ειδικά η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας βρέθηκε κατά την εφαρμογή της, αντιμέτωπη με τον εαυτόν της, με τις απρόβλεπτες παρενέργειές της ή με τις στρεβλώσεις της ή με τις μετά ή παρά μορφώσεις της και, παράλληλα, με την πολιτική πραγματικότητα του μονοκομματικού πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού και του εθνικο-λαϊκισμού. Σταχυολογώ μερικές διαπιστώσεις:
-Η δημοκρατική αρχή και ειδικά η λαϊκή κυριαρχία γνώρισαν την περίοδο της μεταπολίτευσης δύο χαρακτηριστικές εφαρμογές και αντίστοιχες ερμηνευτικές αναγνώσεις, εκείνη του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού ή εκείνη της αλαζονικής, μονοκομματικής εφαρμογής της, που αποκλήθηκε κάποτε τυραννία της πλειοψηφίας, και εκείνη της λαϊκίστικης κοινωνιολογικής παραφθοράς της. Δηλαδή, τελικά κατέληξε να καλύπτει πολιτικά την λαϊκίστικη επίκληση του λαού, του λαού στην πραγματική, κοινωνιολογική του υπόσταση, ως μάζας ατόμων, συναισθηματικά παρασυρόμενης, χωρίς λογική και κρίση, που αρέσκεται σε πολιτικές θωπείες και κολακείες, όπως κάθε φυσικό πρόσωπο. Ο λαός μετατρέπεται από τους λαϊκιστές, από ένα σύνολο ίσων και έλλογων ατόμων, από ένα δηλαδή συμβατικό και πλασματικό φορέα πολιτικής κυριαρχίας σε ένα κοινωνικό, μαζικό συνονθύλευμα, που τελικά και αυτό εξαερίζεται σε μια πλασματική ενότητα και σε υποκείμενο με μια εικαζόμενη βούληση, που εκλαμβάνεται όμως ως πραγματική, επειδή θεωρείται ότι ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του αρχηγού.
-Τα πρώτα έντονα σημάδια της ταύτισης της λαϊκής κυριαρχίας με τον πολιτικό λαϊκισμό αλλά και με τη μονοκομματική τυραννία της πλειοψηφίας τα γνωρίσαμε η χώρα με τα γνωστά , όπως ο «λαός στην εξουσία», ο «λαός κυρίαρχος», η «Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» ο «λαός είναι θεσμός» και άλλα παρόμοια που ζούμε εν μέρει ως μετεξέλιξη ή μοιραία κατάληξη σήμερα.
-Απέναντι στις δύο αυτές κυρίαρχες αναγνώσεις και εφαρμογές της δημοκρατικής αρχής αντιτάχθηκαν και προτάχθηκαν δύο θεσμικά αντίδοτα: πρώτον, το κράτος δικαίου, με ό, τι αυτό συνεπάγεται (σεβασμό της νομιμότητας και ειδικά της συνταγματικής νομιμότητας, των συνταγματικών ελευθεριών και της συνταγματικής δικαιοσύνης) και δεύτερον, η θεωρία των θεσμικών αντιβάρων, με σκοπό την εξισορρόπηση και ανάσχεση της ροπής για κατάχρηση της πολιτικής εξουσίας. Πάντως, όλα αυτά τυπικά κινήθηκαν εντός της συνταγματικής, δημοκρατικής και κοινοβουλευτική νομιμότητας, την οποία δεν παραβίασαν.
-Από την άλλη όμως μεριά υπογραμμίζεται ότι η επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας με τις δύο εκδοχές που προαναφέρθηκαν νομιμοποίησαν και εξέθρεψαν πολιτικές πρακτικές, νοοτροπίες και συμπεριφορές, που μπορεί μεν να μην έθιξαν την ομαλή και τυπική λειτουργία του πολιτεύματος, επέφεραν όμως σοβαρά πλήγματα και ριζικές παρά ή μεταμορφώσεις στη λειτουργία και στη φυσιογνωμία του πολιτικού μας συστήματος με ό, τι σε αυτό συμπεριλαμβάνεται (δικομματισμός, αθέμιτες σχέσεις μέσων μαζικής ενημέρωσης, πολιτικής εξουσίας και εργολάβων, πελατειακό και φαυλοκρατικό κράτος, σκάνδαλα διαφθοράς, ταύτιση κυβέρνησης και κόμματος, κρατικοδίαιτες συνδικαλιστικό- κομματικές ελίτ, κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής εξουσίας και κ.ά.). Τα ονόματα είναι γνωστά…
-Συνήθως οι πολιτικοί, οι κυβερνήτες και θεωρητικοί στέκονται στη λαϊκή προέλευση όλων των εξουσιών και λησμονούν ή υποτιμούν τους άλλους δύο όρους της συνταγματική προσταγής, ότι οι εξουσίες και πρώτη από όλες η κυβερνητική δεν υπάρχει για τον εαυτό της ούτε για τους οπαδούς της αλλά για τον Λαό και το Έθνος και επί πλέον ότι η άσκηση της εξουσίας τους υπόκειται στο Σύνταγμα και εκδηλώνεται πάντα εντός του Συντάγματος και σύμφωνα με τους ορισμούς του. Το Σύνταγμα επομένως εγκαθιδρύει έναν διαρκή κανονιστικό, ζωντανό, δεσμό μεταξύ λαού, λαϊκής βούλησης και Κυβέρνησης. Αυτό τελευταίο δεν κουραζόταν να το επαναλαμβάνει ο Μάνεσης.
-Όσον αφορά τους βουλευτές και τον Ανδρέα Πάτση, για παράδειγμα, που απετέλεσε την αφορμή για τον φάκελο αυτόν, επισημαίνεται ότι είναι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού και όχι ως εκπρόσωποί του ούτε ως εντολοδόχοι του, όπως εσφαλμένα πιστεύεται, και, συνεπώς, αποφασίζουν και ενεργούν, με βάση την αντιπροσωπευτική αρχή ή την αρχή της ελεύθερης εντολής, ελεύθερα, ανεξάρτητα και κατά συνείδηση, στο όνομα του λαού και για λογαριασμό του. Δηλαδή, σεν εκλέχτηκαν για να εκπροσωπήσουν κάποια συγκεκριμένα ταξικά ή συντεχνιακά ή κομματικά συμφέρονται ούτε κάποια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, αλλά για να αντιπροσωπεύσουν τα γενικότερα συμφέροντα του λαού, του έθνους και της χώρας και να αποφασίζουν στο όνομα του λαού συνολικά και για λογαριασμό του. Το ότι ο βουλευτής είναι ενταγμένος σε κάποιο κόμμα, το ότι ασπάζεται την πολιτική ιδεολογία του και υποσχέθηκε στους ψηφοφόρους να την υπηρετήσει με συνέπεια είναι μεν ένα ζήτημα σημαντικό, πολιτικό- ηθικής τάξεως, που αφορά όμως κυρίως και προεχόντως την προσωπική ή κομματική σχέση που έχει ο ίδιος με το κόμμα του και τους ψηφοφόρους, και δεν συνδέεται ούτε απορρέει από τη συνταγματικό-πολιτική σχέση που συνδέει τον βουλευτή με τον λαό, συνολικά. Είναι ζήτημα του πολιτικού συστήματος, όπως είναι το κομματικό σύστημα, και όχι του πολιτεύματος. Οι ψηφοφόροι τον ανέδειξαν, σύμφωνα με τις διαδικασίες του Συντάγματος και τη λογική του αντιπροσωπευτικού συστήματος, αντιπρόσωπο του λαού και όχι εκπρόσωπο των προσωπικών ή ταξικών ή συντεχνιακών συμφερόντων τους. Θεμελιώδες, συστατικό γνώρισμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η τυπική ανεξαρτησία του βουλευτή από τους εκλογείς του. Αυτό επιβάλει η αντιπροσωπευτική αρχή (οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν έθνος και αποφασίζουν ελεύθερα και κατά συνείδηση).
-Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι αντιπρόσωποι μόνο της εκλογικής τους περιφέρειας, ούτε βέβαια απλώς εντολοδόχοι των ψηφοφόρων τους. Έστω και αν στην πράξη οι βουλευτές φροντίζουν και νοιάζονται για τα τοπικά συμφέρονται της εκλογικής τους περιφέρειας και φροντίζουν για τα αιτήματα ή τα προσωπικά ρουσφέτια των ψηφοφόρων. Αυτό όμως το κάνουν, στο μέτρο που η εξυπηρέτηση των τοπικών συμφερόντων δεν αντιστρατεύεται το γενικό ή εθνικό συμφέρον της χώρας. Μόνον τότε η φιλο-τοπική συμπεριφορά του βουλευτή δεν είναι συνταγματικά αθέμιτη ούτε κατακριτέα. Το πρόβλημα ανακύπτει, όταν τα δύο είδη συμφερόντων, παραταξιακό και γενικότερο, συγκρούονται και πρέπει ο Βουλευτής και η Κυβέρνηση να διαλέξουν ανάμεσα στα δύο και όταν αποφασίζουν να αδιαφορήσουν για τα μακροπρόθεσμα και διαχρονικά, των παρουσών και μελλουσών γενεών συμφέροντα, για χάρη των εφήμερων παραταξιακών, μερικών ή συντεχνιακών συμφερόντων.
-Το θέμα της αντιπροσώπευσης του λαού, όπως επισημαίνεται, έχει, κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, αποκτήσει τεράστια σημασία, καθώς έχει πλήρως υποκατασταθεί σε γενικό επίπεδο από μια καθαρά ψηφοθηρική-πελατειακή σχέση βουλευτή και ψηφοφόρων, έχει καταντήσει σε σχέση ψηφοφόρου- παραγγελιοδότη ή εντολέα και εντολοδόχου ή παραγγελιοδόχου βουλευτή. Η παραγγελία που συνάπτεται είναι απλή: σου παρέχω την ψήφο μου με αντάλλαγμα να ικανοποιήσεις συντεχνιακά ή παραταξιακά ή τα προσωπικά μου συμφέροντα. Μια σχέση πολιτικο-ιδεολογικής, κατ΄όψη, συναλλαγής με ανταλλάγματα όμως ψηφοθηρικά και ρουσφετολογικά ή καθαρά συντεχνιακά και προσωπικά. Αυτή η πλήρης υποκατάσταση της αντιπροσωπευτικής σχέσης από μία σχέση επιτακτικής, πολιτικής, εντολής, που υποκρύπτει όμως και υποστηρίζει μια πελατειακή σχέση πολιτικής συναλλαγής και διαρκούς ψηφοθηρικής εξάρτησης του βουλευτή από τους εν δυνάμει ψηφοφόρους, θεωρείται ως το πλέον σοβαρό σύμπτωμα πολιτικού εκφυλισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μας.
-Και, όπως πάλι επισημαίνεται, το νοσηρό αυτό σύμπτωμα γίνεται ανησυχητικό, όταν υπάρχουν σήμερα υπουργοί ή βουλευτές, που δικαιολογούν και καμαρώνουν ιδεολογικά για τη σχέση αυτή που έχουν ή είχαν με τους ψηφοφόρους πελάτες τους στην επαγγελματική τους ζωή. Όταν προεξοφλούν την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση με μια νομοθετική ρύθμιση, που θεσπίζουν οι ίδιοι στο όνομα της κομματο-ιδεολογικής τους συνέπειας. Τότε, όπως τονίζεται, όχι μόνον αρνούνται να δουν τη στρέβλωση που υφίσταται η αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία από τις πελατειακές σχέσεις, αλλά επί πλέον σπεύδουν να χαρακτηρίσουν τη συμπεριφορά τους ως «κανονική» ως συνταγματική θεμιτή, αφού, όπως ισχυρίζονται, παραμένουν συνεπείς με την ιδεολογία τους και με τις προεκλογικές υποσχέσεις του κόμματός τους! «Αν αυτό δεν είναι στρέβλωση και εκφυλιστικό σύμπτωμα της αντιπροσωπευτικής αρχής και παράδειγμα χαρακτηριστικό περιφρόνησης του γενικού συμφέροντος και του κοινού καλού για χάρη παραταξιακών ή συντεχνιακών συμφερόντων και αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της πελατοκρατίας, η κυριότερη αιτία της πολιτικής αναξιοπιστίας της πολιτικής εξουσίας και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, τότε τι άλλο είναι;», διερωτάται ο Αντώνης Μανιτάκης
Και ο Αντώνης Μανιτάκης ολοκληρώνει την εισήγησή του για τη διδασκαλία του Αριστόβουλου Μάνεση ως εξής:
«Ο Μάνεσης δεν πρόλαβε να δει και ίσως ευτυχώς τον εκφυλισμό και την παρακμή της μεταπολιτευτικής περιόδου. Δεν πρόλαβε να δεί την μετάπτωση της λαϊκής κυριαρχίας σε επιτακτική «κομματο-λαϊκίστικη» εντολή, ούτε την παραφθορά της αντιπροσωπευτικής σχέσης από σχέση αντιπροσώπευσης του λαού, ως συνόλου και ενότητας, σε μια πελατειακή σχέση κομματο-προσωπικής πολιτικής συναλλαγής…»