Ολοκληρώνω τον φάκελο με τις δημογραφικές εξελίξεις με αναφορά, ειδικότερα, στην Ακαρνανία, η οποία περνάει την τρίτη (ίσως και ολοκληρωτική!) «ερημία» της ιστορίας της, η οποία επιταχύνθηκε ή, καλύτερα, ενισχύθηκε από τα ίδια αίτια που προκάλεσαν την πρώτη με την κατάρτιση και εφαρμογή των δύο «μεγάλων» τάχα μεταρρυθμίσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση, δηλαδή του Προγράμματος «Καποδίστριας» και, στη συνέχεια, του Προγράμματος «Καλλικράτης» που απετέλεσαν την ταφόποπλακα της πληθυσμιακής αυτοκτονίας της χώρας μας, όπως θα αναφέρω σε επόμενη έρευνά μου! Διότι, όπως θα αναφέρω πιο κάτω, η πρώτη «ερημία» προκλήθηκε από την τακτική, την οποία, για λόγους ασφαλείας και ελέγχου, εφάρμοσαν από την πρώτη στιγμή οι Ρωμαίοι, δηλαδή τη κατάργηση των αρχαίων πόλεων της περιοχής και, φυσικά, των διοικήσεών τους και τη διασπορά των κατοίκων τους σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς απλώς για να παράγουν αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Έτσι, χωρίς πια κανένα ενδιαφέρον για τη διαχείριση, διοίκηση και συντήρηση των «χωριών» τους (αρχαίες πόλεις) άρχισε η πρώτη «ερημία» άρχισε στην περιοχή μετά την ίδρυση της Νικόπολης το 31 π.Χ. και συνεχίστηκε σε όλη τη ρωμαϊκή περίοδο με την αναγκαστική μετακίνηση των πληθυσμών των έως τότε ισχυρών αρχαίων πόλεων προς την Ήπειρο, όπως επισημαίνει ο Στράβων στο βιβλίο του «Γεωγραφικά» (VII, 8.2), το οποίο έγραψε το 9 ή το 5 π.Χ.
Μάλιστα, όταν διάβασα την εισήγηση του Μιχάλη Πετρόπουλου, εφόρου αρχαιοτήτων, στο Α΄ Αρχαιολογικό και Ιστορικό Συνέδριο, το οποίο διοργανώθηκε στο Αγρίνιο στις 21, 22 και 23 Οκτωβρίου 1988 (Πρακτικά 1991) υπό τον τίτλο «Η Αιτωλοακαρνανία κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο», θυμήθηκα όλα όσα μού διηγούνταν οι υπέργηροι του χωριού μου, της Παλαιομάνινας, κατά τη δεκαετία του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 για τον επί αιώνες νομαδικό βίο των προγόνων μου. Αυτές οι διηγήσεις έμειναν τόσο έντονες στη μνήμη μου, ώστε δημιούργησαν την έμμονη άποψή μου ότι οι νομάδες αυτοί ήταν όπως οι αρχαίοι κάτοικοι της αρχαίας Μητρόπολης (κατά πιθανότητα ταυτίζεται με την Παλαιομάνινα), οι οποίοι ανέρχονταν σε 3.500, όπως αναφέρει ο Πουκεβίλ και οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκατέλειψαν μεν την περιοχή τους μετά την «ερημία» της και την ίδρυση της Νικόπολης, αλλά ουδέποτε λησμόνησαν την προηγούμενη πατρίδα τους.
Έτσι, καθώς δεν ήταν μαθημένοι από το ψυχρό ηπειρώτικο κλίμα κατά την περίοδο του χειμώνα, κατέβαιναν επί αιώνες στην «προτέραν» γνωστή θέση τους, όπου από το 1850 εγκαταστάθηκαν πια μόνιμα στα σημερινά έξι ριμένικα (ελληνοβλάχικα) χωριά!
Η πρώτη «ερημία» μετά το 31 π.Χ. έγινε όπως και η τρίτη σημερινή με τον «Καποδίστρια» και «Καλλικράτη»!!!
Ένα άλλο σημείο της εισήγησης του Μιχάλη Πετρόπουλου για την οικονομία της Αιτωλακαρνανίας επιβεβαιώνει μερικές σχετικές διηγήσεις των υπέργηρων της Παλαιομάνινας. Συγκεκριμένα, ο Πετρόπουλος αναφέρει τα ακόλουθα:
«Η ίδρυση της Νικοπόλεως, λοιπόν, φαίνεται ότι έθεσε τέρμα στην ιστορία των πόλεων ολόκληρης της Ακαρνανίας και της Αιτωλίας, πλην ίσως της Λευκάδας, της Ακαρνανίας και σίγουρα της Ναυπάκτου, όπως καταδεικνύουν οι ανασκαφές. Η εκμετάλλευση της γεωργικής παραγωγής περνάει στα χέρια των ιδιοκτητών των ρωμαϊκών αγροικιών, τμήματα των οποίων αποτελούν οι διάφορες θέρμες που έχουν αποκαλυφθεί…. Με τον ίδιο τρόπο αναπτύσσεται και η αγροτική οικονομία στις γύρω περιοχές… Η παραγωγή, επομένως, γάλακτος και κρέατος ήταν εξασφαλισμένη όχι μόνο από τις αγελάδες και τους χοίρους, αλλά και από τα πρόβατα. Οι βοσκοί το καλοκαίρι τα μετέφεραν στα βουνά, όπως γίνεται ακόμα και σήμερα. Για τον λόγο αυτό δεν είναι απίθανο να αποκαλυφθούν ίχνη κατοίκησης ή ανάλογης χρήσης και στις παλιές εγκααταλελειμμένες πόλεις στα βουνά, τα ερείπια των οποίων οι βοσκοί θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιήσει ως πρόχειρα καταλύματα κατά το καλοκαίρι. Έτσι, όστρακα αγγείων ή ακόμη και νομίσματα της ρωμαϊκής περιόδου που βρίσκονται σ΄ αυτές δεν υποδηλώνουν κατ΄ ανάγκην και μόνιμη κατοίκηση. Μόνιμη κατοίκηση θα μας αποδείκνυαν μόνον οι τάφοι. Και αυτό, διότι, όπως συμβαίνει και σήμερα, οι νομάδες βοσκοί θάβονται στον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους και όχι της προσωρινής…»
Εκπληκτική, λοιπόν, είναι η ανάλυση του Μιχάλη Πετρόπουλου, αλλά, εκπληκτικότερος είναι ο επίλογος της μελέτης του, ο οποίος έχει ως εξής:
«Ο συνδυασμός των γραπτών πηγών και ανασκαφικών δεδομένων ολοκληρώνουν την εικόνα που έχουμε για την Αιτωλοακαρνανία την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Μία σειρά επιγραφών δείχνει ότι ως τα μέσα του 2ου αιώα π.Χ. εξακολουθούν να υπάρχουν το Ανακτόριον, το Άκτιον, το Θύρρειον, η Λιμναία, η Μητρόπολις, ο Αστακός, τα Κόροντα, η Αλυζία, οι Οινιάδες, η Μεδεών, οι Φοιτίες, η Πάλαιρος. Οι οχυρές ελληνιστικές ακροπόλεις αρχίζουν να εγκαταλείπονται σταδιακά. Η εικόνα που παρουσιάζουν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι αυτή της κατάρρευσης λόγω εγκατάλειψης και έλλειψης συντήρησης. Ο W. Hoepfner, Nikopolis, zur Stadtgrundung des Augustus, (Πρακτικά σελίδα 131) δέχεται μερική καταστροφή των τειχών του Αμμότοπου στην Ήπειρο, της Πλευρώνας, του Στράτου κκτλ, που σκοπό είχε να παρεμποδιστεί η επιστροφή των κατοίκων από τη Νικόπολη στις πόλεις, από τις οποίες είχαν βίαια μεταφερθεί εκεί. Οπωσδήποτε όμως, και σ΄ αυτή την περίπτωση, αν δεχτούμε εκ των πραγμάτων αναγκαία την εγκατάλειψη.
Στην Κασσώπη, κατά τον ίδιο μελετητή, η καταστροφή ήταν τόσο ριζική, λόγω της βίαιης μετοίκησης , ώστε οι Κασσωπαίοι όχι μόνο μετέφεραν στη Νικόπολη τα διάφορα αναθηματικά μνημεία, αλλά διαλύσανε και τις θεμελιώσεις τους. Από την περίοδο της ρωμαιοκρατίας μόνο μαγειρικά σκεύη βρέθηκαν. ΄Ετσι επιβεβαιώνεται η θέση μας ότι τυχόν κινητά ευρήματα που μπορεί να βρεθούν σε ορεινές παλαιές ελληνιστικές ακροπόλεις δείχνουν μόνο τη μετέπειτα χρήση των χώρων αυτών από βοσκούς. Ο E. Kirsten (Πρακτικά, σελίδα 95-96), αντίθετα, πιστεύει ότι οι μέτοικοι μετέφεραν μεν στη Νικόπολη την αναγκαία οικοσκευή τους, δεν κατάστρεψαν όμως τα τείχη των πόλεων. Λίγα οχυρωμένα κάστρα και τείχη πρέπει να ήταν σε χρήση, όχι για την προστασία οικισμών, αλλά για στρατιωτικούς λόγους, δηλαδή τη φύλαξη στρατηγικών σημείων κυρίως κατά μήκος ζωτικής σημασίας δρόμων. Το τέλος των συνεχών πολέμων ανάμεσα στους Αιτωλούς και τους Ακαρνάνες με τη ρωμαϊκή επικράτηση μετά το 167 π.Χ. που είχαν εξασθενήσει τρομερά τους δύο λαούς , είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την περιοχή… Η Pax Romana που επιβάλλει την ειρήνη συμβάλλει στο ατείχιστο των πόλεων. Καμιά ελληνιστική ακρόπολη δεν εμφανίζει προσθήκη ή επισκευή κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Εξαίρεση αποτελεί ο μικρός οχυρωμένος οικισμός στον Άγιο Νικόλαο, πιθανώς το αρχαίο Μυρτούντιο, η οχύρωση του οποίου ίσως είχε καταστεί αναγκαία λόγω των πειρατικών επιδρομών…»
Ο γράφων προσθέτω στην εξαίρεση αυτή που επισημαίνει ο Πετρόπουλος και την Παλαιομάνινα, μετά μάλιστα την αναφορά στη μελέτη του για την επισήμανση που κάνει ο Ληκ για τις επιδιορθώσεις με ασβέστη στα τείχη της ακρόπολής της.
Συνεχίζοντας τις εύστοχες επισημάνσεις στον επίλογο, ο Πετρόπουλος αναφέρει και τα ακόλουθα:
«Ώστε η ερημία της Αιτωλοακαρνανίας κατά την περίοδο που ακολούθησε , μετά την ίδρυση της Νικοπόλεως, πρέπει να ερμηνευθεί ως διάλυση των αστικών κέντρων, αραίωση του πληθυσμού λόγω της υποχρεωτικής και οικειοθελούς μετοίκησης και ως δημιουργία μικρών αγροτικών οικισμών μακριά από τα γνωστά και συνήθως ορεινά ελληνιστικά κέντρα. Η μεγάλη εξάπλωση των οικισμών, ιδίως στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. , μαρτυρεί την προϊούσα άνθηση και πάλι της περιοχής και την αύξηση του πληθυσμού, όπως αποδεικνύουν οι πολλές βασιλικές , ο αριθμός των οποίων υποδηλώνει την εκ νέου αστικοποίηση του πληθυσμού με τη συσπείρωσή τους σε μεγάλα κέντρα… Η Αιτωλοακαρνανία τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. χρησίμευε ως τόπος παραγωγής αγαθών για τον εφοδιασμό των Πατρών. Ίσως η σταδιακή αύξηση του πλούτου της και του πληθυσμού της, που θα χρειαζόταν περισσότερα αγαθά για τη δική του κατανάλωση με αποτέλεσμα την αδυναμία μεγάλων εξαγωγών προς τη Νικόπολη, να συνετέλεσε σ’ ένα ποσοστό και στη βαθμιαία εξασθένηση της τελευταίας…»
Και μετά την «ερημία» άρχισαν οι … μεταναστεύσεις … αλλοεθνών, όπως και σήμερα!!!
Αυτή η πρώτη «ερημία», με εποχικές μετακινήσεις ή παραχειμάσεις, καθώς και μεταναστεύσεις (όπως και σήμερα!!!) διάφορων αλλοεθνών πληθυσμών από βορρά (Αλβανοί, Σλαύοι κλπ), καθώς και με τη δημιουργία μικρών αγροτικών οικισμών κοντά σε πρώην ισχυρές καστροπολιτείες, είχε διάρκεια πολλών αιώνων. Αυτή την «ερημία» είδε και ο Φραγκίσκος –Κάρολος- Ούγγος- Λαυρέντιος Πουκεβίλ, ο οποίος επισκέφθηκε την Ακαρνανία δέκα περίπου χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821 και την περιγράφει ως εφιαλτική στο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα» και στον τόμο που αφορά τη Στερεά Ελλάδα, Αττική και Κόρινθο και στο δεύτερο κεφάλαιο που αφορά το Ξηρόμερο (σελίδες 266, 267 και 268). Βλέποντας αυτό κατάντημα στο Ξηρόμερο, ο Πουκεβίλ, όπως προαναφέρθηκε, αισθάνεται αβάσταχτο πόνο και, ταυτόχρονα, πλημμυρίζει από τόσο μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα, ώστε ξεσπά σε ένα «θρήνο» για τον τόπο και τις 16 αρχαίες πόλεις του, μεταξύ των οποίων αναφέρει και τη Μητρόπολη (Παλαιομάνινα κατά πάσα πιθανότητα)
Σημειώνω ότι ο τόμος αυτός κυκλοφόρησε το 1995 από τις Εκδόσεις Αδελφών Τολίδη, ενώ ο τόμος που αφορά ταξίδι στην Ήπειρο κυκλοφόρησε από τις ίδιες Εκδόσεις το 1994. Υπενθυμίζω ότι ο Φρανσουά Πουκεβίλ (στα γαλλικά.: François Charles Hugues Laurent Pouqueville) (1770-1838) ήταν Γάλλος ιατρός, περιηγητής, διπλωμάτης, ιστορικός συγγραφέας, ακαδημαϊκός καθώς και σημαντικός φιλέλληνας. Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1770 στο Λε Μερλερό (Le Merlerault) του νομού Ορν της Νορμανδίας. Αρχικά ήταν ιερέας στη Μονμαρσέ (Montmarcé) και αργότερα βοηθός του δημάρχου παραιτούμενος από τον κλήρο.
Εγκαταλείποντας την ιατρική επιδόθηκε στη συγγραφή και έκδοση του πρώτου μεγάλου έργου του «Ταξίδια εις Μωρέα, Κωνσταντινούπολιν, Αλβανίαν και πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τα έτη 1798-1801». Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1805 κάνοντας ιδιαίτερη αίσθηση και σημειώνοντας επιτυχία. Ο Πουκεβίλ το αφιέρωσε στον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα, οπότε ο Ναπολέων τον διόρισε γενικό πρόξενο στην αυλή του Αλή πασά στα Ιωάννινα, με τον οποίο ο Πουκεβίλ δημιούργησε ισχυρές σχέσεις. Εκεί παρέμεινε από το 1805 μέχρι το 1815, όταν ανακλήθηκε με την αποκατάσταση της Βασιλείας στη Γαλλία.
Το 1814 ο Φ. Πουκεβίλ διορίστηκε πρόξενος στην Πάτρα, όπου βρισκόταν ο αδελφός του Ούγος (Hugues). Το 1816 επέστρεψε στη Γαλλία, όπου και παρέμεινε μόνιμα, ενώ στη θέση του προξένου τον αντικατέστησε ο αδελφός του, ο οποίος πρόσφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες κατά την Επανάσταση του 1821, προσφέροντας και την οικία του ως καταφύγιο για πολλούς κατατρεγμένους Έλληνες.
Ο «θρήνος» του Πουκεβίλ για τη δεύτερη «ερημία» στην Ακαρνανία το 1810
Η αφήγησή του για την «ερημία» στην Ακαρνανία εξελίσσεται σ΄ ένα θρήνο του που έχει ως εξής:
«Ποιο χέρι όμως θα αναλάβει να χρωματίσει πένθιμα την Ακαρνανία; Ποιος θα μπορέσει, χωρίς να βαρυγκομήσει, να σκεφτεί το Άκτιο, την αγαπημένη πόλη του Απόλλωνα, το Ανακτόριο, θέμα αμφισβήτησης μεταξύ των Κορινθίων και των Ακαρνάνων, τη Λιμναία, που ήταν ονομαστή για το εμπόριό της, τη Μητρόπολη, δύο φορές πρωτεύουσα, τον έξοχο Στράτο, τις πλούσιες Οινιάδες, τον Αστακό, όπου ανθούν οι τέχνες, την Αλυζεία, γεμάτη από αριστουργήματα τέχνης των πρώτων σχολών της Ελλάδος και δεκαέξι πόλεις, στολίδια αυτής της περιοχής, χωρίς να θρηνήσει για τις αναποδιές της τύχης;
Ποιος θ΄ ανατριχιάσει από τη θέα τόσων τάφων; Τι οδυνηρή σύγκριση ανάμεσα στα χρονικά διαστήματα που κύλησαν, αν συγκρίνουμε τον αρχαίο πληθυσμό της Ακαρνανίας μ΄ εκείνη που βρίσκουμε τώρα ανάμεσα στα ερείπια και στα δάση της; Αναρωτιόμουν, κοιτάζοντας την έκταση που πιάνουν οι περίβολοι των πόλεων και ακροπόλεων που απαρίθμησα, τι πληθυσμό πρέπει να είχαν, με βάση τις κατοικίες που περιφράσσονταν σ΄ αυτούς τους περιβόλους. Συνέκρινα, όσο αυτό ήταν δυνατόν, την ανάπτυξή τους, τις θέσεις τους και συμπέρανα, ύστερα από μια προσέγγιση μεγάλων και μικρών θέσεων, με ναι αναλογική μέθοδο, πως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε γύρω στους τρισήμιση χιλιάδες κατοίκους τον πληθυσμό κάθε ακαρνανικής πόλης. Με αυτό το δεδομένο, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως οι περιφέρειες που περιέγραψα μόλις, με τις δεκαέξι πόλεις , είχαν πενήντα έξι χιλιάδες κατοίκους εντός των τειχών, πράγμα που σημαίνει ότι, με τη σχέση ένα προ πέντε για τον διάσπαρτο σε ολόκληρη την περιφέρεια πληθυσμό, οι περιφέρειες της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου αριθμούσαν άλλοτε 224.000 (διακόσιες είκοσι τέσσερις χιλιάδες) άτομα που ζούσαν με τους καρπούς της γης τους και με προϊόντα εμπορίου. Αν δεχθούμε αυτή τη βάση, την οποία εγώ παίρνω καθαρά υποθετικά, δίπλα στην παλιά κατάσταση αυτής τη επαρχίας θα θέσω το σημερινό κτηματολόγιο, το οποίο θα χρησιμεύσει να καταδείξουμε σε ποιο σημείο παρακμής είχε πέσει μια περιοχή που άλλοτε ήταν πλούσια και ανθηρή. Τέλος , ο παρακάτω πίνακας θα κάνει γνωστό τον αριθμό των κατοίκων της Ακαρνανίας , που ερημώνει μέρα με τη μέρα με φοβερό τρόπο. Σε λίγα χρόνια, αυτή η ωραία χώρα θα΄ ναι μια απέραντη μοναξιά. Αχ! Πόσες φορές δεν με πλημμύρισαν θλιβερές σκέψεις στη θέα αυτών των τόπων, όπου μού φαινόταν πώς άκουγα τον Πίνδαρο και τον Σοφοκλή ν΄ αναφωνούν: Τι είναι το ον και το μηδέν; Ζούμε μόνο μια μέρα! Το όνειρο μιας σκιάς είναι ο άνθρωπος. Ανώφελα φαντάσματα, περνούμε και διαβαίνουμε σαν τον καπνό. Η πιο λαμπρή ευημερία διαρκεί μόνο μια στιγμή»…
Στη συνέχεια, μετά την παράθεση ενός πίνακα με τις οικογένειες στις τότε γνωστές πόλεις (σε ειδική στήλη παρουσιάζει τις αρχαίες), ο Πουκεβίλ αναφέρει τα ακόλουθα:.
«Τώρα, απομένουν έξι χιλιάδες επτακόσιοι Έλληνες σ΄ αυτή την περιοχή που θα ερημώσει μέσα σε είκοσι χρόνια επαναστάσεων. Θα’ ταν ανώφελο να προσπαθούσαμε να ερμηνεύσουμε αυτές τις καταστροφές, προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι «οι ασθένειες των κρατών, όπως των ανθρώπων, είναι φυσικά πράγματα. Θα ακουγόταν ως βλασφημία απέναντι στο Θεό. Οι επιδράσεις του ουρανού και η γονιμότητα της γης είναι για την Ακαρνανία ό,τι ήσαν και την εποχή της άνθησης. Η αθλιότητά μας είναι απόρροια μόνον της τυραννίας. Οι χερσότοποι, τα ερείπια, η μοναξιά μαρτυρούν για τις επιδρομές εναντίον της κι όλα τα σοφίσματα της πολιτικής δεν θα μπορέσουν να απαλύνουν τη φρίκη που προκάλεσαν».
Βάλτος, Ξηρόμερο, Βόνιτσα και Αγραϊδα αριθμούσαν μαζί τότε μόνο 8.635 κατοίκους!
Επίσης, το τρίτο κεφάλαιο, που είναι αφιερωμένο στην Παραχελωίτιδα, την Αγραίδα και στα ερείπια ορισμένων αρχαίων πόλεων, τελειώνει ως εξής:
«… Από εκείνη την εποχή η Αγραίδα, χωρίς τον πληθυσμό της – όσοι γλίτωσαν από τη σφαγή πουλήθηκαν σκλάβοι - αριθμεί μόνο 1.915 άτομα ορθόδοξου δόγματος. Έτσι, περιλαμβάνοντας στην Ακαρνανία αυτή την Τρίτη περιφέρεια, έτσι όπως περιέχεται στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο της Κωνσταντινούπολης, η επαρχία αυτή, που σχηματίζεται από τον Βάλτο, το Ξηρόμερο και την περιφέρεια της Βόνιτσας, δεν διαθέτει τώρα παραπάνω από οκτώ χιλιάδες εξακόσιους τριάντα πέντε κατοίκους, προορισμένους να εξαφανιστούν κάτω από το διπλό βάρος της καταπίεσης και της αθλιότητας, που μοιράζονται όσοι χριστιανοί ζουν διασκορπισμένοι στο γόνιμο έδαφος που εξέτρεφε τους γενναίους Ακαρνάνες.
Ένας αρχαίος συγγραφέας λέει πως η σταθερότητα στη δυστυχία, η εντιμότητα, η μειλιχιότητα, η αγάπη στην ελευθερία ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο των Ακαρνάνων μεταξύ όλων των Ελλήνων. Ευχαριστημένοι με την τύχη τους, δεν ζητούσαν από τον Θεό τίποτε άλλο από το να διατηρήσουν τη γη και τους τάφους των προγόνων τους και τους βλέπουμε τη στιγμή που έχον ηττηθεί από τους Αιτωλούς, αφού πρώτα πέρασαν τα γυναικόπαιδα στους Ηπειρώτες να κληροδοτούν σ΄ αυτό το λαό την υπόσχεση να τους στήσουν ένα μνήμα με την παρακάτω επιγραφή:
«ΕΔΩ ΚΕΙΝΤΑΙ ΟΙ ΑΚΑΡΝΑΝΕΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΠΑΛΕΥΟΝΤΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ»
HIC SITI SUNT ACARNANES, QUI ADVERSUS ATQUE INJURIM AETOLORUM PRO PATRIA PUGNANTES OCCUBUERUNT».
Και ο «θρήνος» τελειώνει ως εξής:
«Ποιο έθνος θα υψώσει επιτάφιο μνημείο για την υστεροφημία αυτού του λαού που πάντοτε ήταν γενναίος και πάντοτε καταπιεσμένος; Ποιο χέρι θα ορθώσει επιτύμβια στήλη στους υπερασπιστές του Μεσολογγίου;»`
Στράτος και Παλαιομάνινα έχουν σήμερα το ένα τρίτο του αρχαίου πληθυσμού τους
Με βάση τον Πίνακα του Πουκεβίλ κατάρτισα τον παρατιθέμενο δικό μου, από την εξέταση των στοιχείων του οποίου προκύπτουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις για τα έξι ριμένικα (βλαχόφωνα) χωριά της Ακαρνανίας:
Πρώτον, η τρίτη «ερημία» στην Ακαρνανία και στα περισσότερα βλαχοχώρια της Ακαρνανίας, η οποία άρχισε μετά το 1960, είναι σε εξέλιξη και σε λίγα χρόνια σε πολλά χωριά της περιοχής μας θα μετράμε μόνο «κουφάρια» σπιτιών!
Δεύτερον, οι δύο αρχαίες πόλεις που είχαν αναπτύξει μεγάλο πολιτισμό και βρίσκονταν στην αιχμή της ακμής τους κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους και που σήμερα κατοικούνται από απογόνους Βλάχων νομάδων ή, κατά τη δική μου άποψη, των κατοίκων που τις εγκατέλειψαν μετά το 146 π.Χ. και, κυρίως, μετά το 31 π.Χ., όταν ιδρύθηκε προς βορρά η Νικόπολη, δηλαδή η Στράτος και η Μητρόπολη (ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με την Παλαιομάνινα) έχουν σήμερα πληθυσμό που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο περίπου εκείνου της ακμής τους κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους!
Τρίτον, τα έξι ριμένικα (ελληνοβλάχικα) χωριά της Ακαρνανίας παρουσιάζουν αμέσως μετά τη μόνιμη εγκατάστασή τους το 1860 στο Ξηρόμερο μια συνεχή αύξηση του πληθυσμού τους έως το 1961, με πρώτη σε πληθυσμό την Παλαιομάνινα με 1.529 κατοίκους.
Τέταρτον, οι επόμενες απογραφές παρουσιάζουν σταδιακά μιαν εφιαλτική μείωση του πληθυσμού. Έτσι, το 2011, η Παλαιομάνινα μέσα σε πενήντα χρόνια έχασε τους μισούς κατοίκους της (757 έναντι 1.529 το 1961), η Γουριώτισσα, η οποία παρουσίαζε μιαν αλματώδη αύξηση του πληθυσμού έως το 1961, να έχει μείνει με το ένα τρίτο περίπου των κατοίκων της, το δε Αγράμπελο να σβήνει σιγά –σιγά (87 κάτοικοι, έναντι 400 το 1961!). Τα μόνα βλαχοχώρα που αντέχουν στη δημογραφική καταιγίδα είναι η Στράτος με πληθυσμό στα ίδια περίπου επίπεδα του 1961, και τα Όχθια με πληθυσμού σε … υψηλότερα επίπεδα από ο αντίστοιχο του 1961. Παραδόξως, στις απογραφές εμφανίζεται να κρατά γερά το Στρογγυλοβούνι με ελαφρώς μειωμένο, σε σχέση με την απογραφή του 1961, πληθυσμό!
Πέμπτον, η Παλαιομάνινα, με την απογραφή του 2011 εμφανίζεται να έχει τον ίδιο ακριβώς πληθυσμό που είχε το 1890, όταν την επισκέφθηκε ο Βάϊγκαντ, και το Αγράμπελο το ένα τέταρτο του πληθυσμού που είχε το 1890, δηλαδή μόλις τριάντα χρόνια μετά την οριστική εγκατάσταση των κατοίκων του στο χωριό αυτό
Πίνακας 1: Εξέλιξη του πληθυσμού των ριμένικων χωριών της Ακαρνανίας
1. Με βάση τις εκτιμήσεις του Πουκεβίλ
2 .Με βάση τις εκτιμήσεις του Γκούσταβ Βάϊγκαντ που επισκέφθηκε την περιοχή τον Ιανουάριο του 1890
*Ως Σωροβίγλη ** Ως Γαλιτζά ** Ως Μάνινα Βλυζανών