Αναμνήσεις μιας Αθηναίας
«Η πρώτη εικόνα της ανθρώπινης δυστυχίας και συμφοράς παρουσιάσθηκε στα παιδικά μου μάτια όταν ένα βροχερό απόγευμα του 1924 βγήκα στο μπαλκόνι του σπιτιού μας να δω τί ήταν αυτή η οχλοβοή που άκουγα από το δρόμο. Και τότε είδα ένα ατελείωτο ανθρώπινο ποτάμι από ρακένδυτους άντρες, γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά και μεγαλύτερα, ξυπόλυτα στο βρεγμένο δρόμο. Γέροι και γριές, ανήμποροι άνθρωποι, νηστικοί, σέρνανε τα κουρασμένα πόδια τους.
Οι πιο νέοι άντρες σήκωναν στις πλάτες τους μπόγους με ό,τι είχαν γλιτώσει από τη λαίλαπα. Ρώτησα τη θεία μου γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν τόσο δυστυχισμένοι. «Πρόσφυγες είναι», μου απάντησε με αδιαφορία, χωρίς λύπηση.
Τη σημασία αυτής της λέξης την κατάλαβα αργότερα, όταν το Δημοτικό Σχολείο Καλλιθέας είχε γίνει καταυλισμός προσφύγων. Γύρω-γύρω στο περιστύλιο ήταν ολόκληρες οικογένειες, ξαπλωμένες σε κουρελούδες, σε άθλια κατάσταση. Εκεί πήγαιναν οι Αθηναίες «κυρίες» και προμηθεύονταν δουλάκια 8 έως 10 χρονών για ένα κομμάτι ψωμί που τους έδιναν να φάνε και ό,τι περίσσευε από την υπόλοιπη οικογένεια. Και τα έντυναν με τα παλιά τους φουστάνια, που κρέμονταν στα ποδαράκια τους, γιατί τους ήταν μακριά και πολλές φορές έπεφταν κάτω στο δρόμο. Κι όμως, ήταν παιδιά από οικογένειες νοικοκυρεμένες, πολλές φορές και πλούσιες.
Αργότερα, τα παιδιά αυτά, αγόρια και κορίτσια, έδειξαν την αξία τους. Έγιναν επιστήμονες, εκπαιδευτικοί, συγγραφείς, έδωσαν καινούργιο αίμα στην Ελλάδα, που τόσο το είχε ανάγκη τότε.
Θέλησα να καταγράψω, με κάθε ειλικρίνεια, αυτές τις παιδικές εικόνες, που ποτέ, μα ποτέ, δεν ξέχασα.»
Αυτά από τις αναμνήσεις της θείας μου. Ας δούμε τώρα και την άλλη πλευρά: Εκείνη την εποχή ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν αγροτικός και η οικονομία της αγροτική και καχεκτική. Μικρά κι ελάχιστα τα αστικά κέντρα, υψηλό το ποσοστό της αγραμματοσύνης. Γυναίκες κι άντρες δούλευαν στα χωράφια επί δεκαοχτάωρο. Ειδικά οι γυναίκες δεν είχαν χρόνο, χρήμα και κουράγιο να ασχοληθούν με πλούσια μαγειρική και στολισμό στο σπίτι. Ούτε καν με τον καλλωπισμό τους. Και ό,τι δεν μπορείς να το έχεις, το κατηγορείς.
Οι πρόσφυγες δεν ήταν όλοι αστοί. Ήταν οι περισσότεροι. Κουβαλούσαν άλλη νοοτροπία. Πρώτες οι γυναίκες-πρόσφυγες δίδαξαν στις γυναίκες της παλιάς Ελλάδας τα περίπλοκα φαγητά, μουσακά, παστίτσιο, γιουβέτσι κ.ά.
- Το μεσημέρι έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, έλεγε κάποια στιγμή μια γειτόνισσα σε μία άλλη. Θα κάνω και τζατζίκ.
- Τί είναι αυτό; Και πώς το ξέρεις εσύ;
- Μου τό μαθε η κυρία Χρύσα, η προσφυγίνα.
- Ποια, αυτή με το κοκκινάδι στο στόμα;
- Αυτή.
- Πες της, καλό είναι το κοκκινάδι, αλλά να μη φαίνεται πως είναι ψεύτικο. Αφού φαίνεται, τί το θέλει;
- Αλήθεια, τί το θέλει;
Από την άλλη πλευρά, οι πρόσφυγες, που αντιμετώπιζαν οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης, αναγκάσθηκαν να παραμερίσουν ορισμένα θέματα-ταμπού, καθιερωμένα από αιώνες στο πανάρχαιο «δέον γενέσθαι» της Παλιάς Ελλάδας.
Συμπερασματικά: Αυτοί οι άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, εντάχθηκαν πολύ γρήγορα στην παλιά Ελληνική Κοινωνία κι έγιναν από τα πιο δημιουργικά και παραγωγικά στοιχεία της καινούργιας πατρίδας. Πραγματικά, έδωσαν καινούργιο αίμα στην Ελλάδα. Το είχε πολλή ανάγκη!
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού