aixmi-news.gr

Έµµετρες Μελωδίες: Μ’ ένα καφέ, ένα ουζάκι και την ΑΙΧΜΗ / Του πεθαμού

Διαβάστηκε 2081 φορές
16/01/2022 - 08:30

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 13/01/2022

Του Rodi De Fuca

Όλα ψέματα και ματαιοδοξία, παραφροσύνη! «Todo es mentira y vanidad, locura!», αναφωνεί ο Εσπρονθέδα στο «El diablo mundo», μισοτελειωμένο έπος του όπως παρήλθε κι η ίδια του η ζωή… Είναι πιθανό να αποζητούσε την αυτό-εξολόθρευση αλλά τον πρόλαβε στα τριάντα τέσσερα η «υμενογόνος κυνάγχη»… Παραδέχομαι τη «διαβολική», στρυφνότητα που περιβάλλει την ποίηση του εξόριστου από το Αλμενδραλέχο. Η μετάφραση γυρολογάει απ’ την ύλη στο ασώματο κι απ’ το ρομαντισμό στην αισθηματική άβυθο. Diablos! Έφυγε νωρίς κι έμεινε ορφανή από αγάπη κι η Τερεζίνια Μάντσα, αν πραγματικά τον αγαπούσε!.

ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΟΥ

JOSÉ DE ESPRONCEDA

Λιγόψυχε θνητέ, µην τη φοβάσαι

τη σκοτεινιά ή τ’ όνοµά µου

βρίσκει ο άνθρωπος στην αγκαλιά µου

το αίτιο εκειό που τον πληγώνει.

Εγώ, καλοσυνάτα σου προσφέρω

µακριά απ’ τον κόσµο, ένα λιµάνι,

να ’ρθει ο ίσκιος µου να σε θερµάνει

για πάντα στο στερνό σου παραγώνι.

Ερηµονήσι είµ’ εγώ του παραδείσου

κατάµεσα στη λήθη του πελάγου

εκεί που ο µαρνέρος τ’ αστρολάβου

καρτέραε όσου η καταιγίδα να περάσει,

εκεί που κερνούσαν θεϊκούς νηδύµους

τρεχούµενα νερά δίχως ψιθύρους

και νανουρίζαν λάγνα τους Σατύρους,

ώσπου τ’ απάνεµο αεράκι να κοπάσει.

Κλαίουσα είµαι µελαγχολική ιτιά,

που το λυπηµένο φύλλωµά της

σκύβει ευλαβικά τ’ αψήλωµά της

στο κρυφό της ροζιάρικο  σαράκι,

και ξαποσταίνει τ’ ανθρώπου το ριζάφτι

µε νέκταρ χλωρής δροσοσταλίδας,

που στάζει απ’ τα φτερά της χρυσαλλίδας

καθώς ξεχνιέται στη σκιά απ’ το δεντράκι.

Είµαι η παρθενογέννητη απόκρυφη θεά

των άµετρων στερνών ερώτων,

λουλούδι χαµοδέντρων αιχµαλώτων

δίχως αγκάθια που αγκυλώνουν,

και τρυφερά προσφέρω αγκαλιά

σαν ερωτύλος δίχως µάταια κακία,

αλλά και δίχως πάθος κι αλεγρία 

όπως οι απέθαντοι έρωτες  που βιώνουν.

Στη σκιά µου αποσιώπησε η γνώση

κι εντός µου αµφιβολιά  κατασταλάζει

και στέρφα, γυµνωµένη σαν ατλάζι

περίσκεψη και σύνεση διδάσκει…

Κι απ’ τη ζωή κι απ’ τον αφανισµό της

απόκρυφος µέντορας προβάλλει

το χέρι ανοίγοντας σαν προσκεφάλι

στης ατέρµονης ζωής τον δράστη.

Και συ κόπιασε παράφορη κασίδα

και στα θερµά µου µπράτσα ξεκουράσου.

Μάνα, που τ’όνειρο βάρυνε τα βλέφαρά σου

’κείνο που θα χαρίσω στην αθανασία

έλα και πλάγιασε αλαφρά για πάντα

σε άσπρο κλινάρι βελουδένιο,

που η σιγαλιά το ταξιδεύει κρυσταλλένιο

εκεί που η ζωή δεν έχει σηµασία.

Άσε να δαιµονίζουν τον καθένα,

που σαν τρελός στην υδρόγειο γκρεµιέται,

ψέµα πεθύµιας δεν αρνιέται

µήτε αναµνήσεις στο ζεµπίλι φέρνει,

γιατί ψέµατα είν’ οι έρωτές του

ψέµατα είναι οι θρίαµβοί του

κι ό,τι κατάκτησε µε το ραβδί του,

ψέµα κι οι πόθοι, π’ άνεµος τους παίρνει. 

Κλείσε µε το ευλαβικό µου χέρι

τα µάτια σου στο διάφανο ύπνο,

φαρµάκι από χνουδάτο στρύχνο,

που ζύµωσες µε δάκρυα µουσκεµένα.

Κι εγώ θα διώξω απ’ την ψυχή σου τη µαυρίλα

τον πόνο απ’ τ’ αγγελοσκιάσµατά σου

µετρώντας τα καρδιοχτυπήµατά σου

που θ’ ανήκουνε πάντοτε σ’ εµένα.

 Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού 

15/01/2022 - 23:05 Εκτύπωση

Πολυμέσα