Με τη θύμησή της επαναβιώσαμε το χαροπάλαιμα των Ελευθέρων Πολιορκημένων της Εξόδου και είδαμε να στέκεται μπροστά μας στοιχειωμένο το θρύλο του Μεσολογγιού. Μόλις μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας και μόλις μπορέσαμε να κρατήσουμε κλειστό στο στόμα μας να μην βροντοφωνάξει τα θεόκροτα λόγια του ποιητή διαταράσσοντας την ιεροτελεστική στιγμή; Ω γλυκειά Ελλάδα δεν πεθαίνεις, όπως δεν απέθανες ποτέ. Ζεις και άλλους κόσμους αναστένεις... (Γ. Αθάνας)
Στην καρδιά του πολιορκημένου Μεσολογγιού βρέθηκε εκείνη τη νύχτα και συμμερίστηκε την τύχη του. Την νύχτα εκείνη, που την τρέμει ο λογισμός! Είδε τη συμφορά ντυμένη ολόμαυρη φορεσιά και έκανε την ύστατη προσπάθεια να μη συνταυτίσει την τύχη της με τις άλλες Μεσολογγίτισσες, που οδηγήθηκαν ως δυσεύρετο εμπόρευμα στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ντύθηκε τη φουστανέλα του πεσόντος συζύγου της και έπνιξε μέσα της τη θλίψη του αφανισμού.
Ρίχτηκε με το σπαθί στο χέρι στον πόλεμο για ζωή ή για θάνατο. Λαίμαργος αφανιστής ο θάνατος, σκληρός, ασυγκίνητος! Στρογγυλοκάθεται στο τραπέζι της καταστροφής κι ορέγεται λεβέντικα κορμιά κι όμορφα μάτια ανέγγιχτων κοριτσιών, που σαν ανθισμένες αμυγδαλιές αστράφτουν στο αρχοντοπάλατο του Θεού!
Ακολούθησε ως μάχιμος οπλίτης την ομάδα της Εξόδου. Θηρομάχησε με τους Τούρκους στον Αϊ Συμιό. Εκεί έστησαν ενέδρα μετά την αποκάλυψη του μυστικού της Εξόδου από κάποιο θεοκατάρατου προδότη. Παληκαρού με τα όλα της! Έπνιξε με τα ίδια της τα χέρια το θάνατο.
Από εκεί βρέθηκε στη Δερβέκιστα με τις σκιές των αγωνιστών όσων επιβίωσαν και όσων το δρεπάνι της πείνας δεν εθέρισε τα αμάραντα προνόμια της λεβεντοσύνης.
Δεν είχε ζεστασιά η υποδοχή σ’ αυτό το Μεγαλοχώρι της Αιτωλίας. Εκεί ήταν πολλοί αρματωμένοι Έλληνες στρατονομισμένοι. Άλλοι κρυφάκουγαν άλλοι κοίταζαν περίεργα. Πουθενά η ελπίδα να δείξει την ανθισμένη ομορφιά της. Όλα αβέβαια. Το μέλλον απειλητικό. Από εκεί, μαζί και η λεβεντονιά του Μεσολογγιού, έφυγαν και ήλθαν στην Άμφισσα περνώντας από το Λιδωρίκι. Κάπως καλύτερα εδώ. Φάνηκε πλήθος ανθρώπων που δεν λησμόνησε την αφέντρα ανθρωπιά να ερεθίζει τα εσώψυχά τους. Δε λησμόνησαν το ανθρώπινο χρέος προς τον αδύνατο.
Κατέληξαν το Ναύπλιο. Από εκεί διαμοιράστηκαν στα Στρατόπεδα του Μωριά. Η Τασούλα Γυφτογιάνη αθέατη άγνωστη μέσα στη θολούρα μιας ξέφρενης απογοήτευσης έτρωγε το πικρό ψωμί της ξενιτιάς, χωρίς ευχάριστο μήνυμα από το μέλλον. Η σκληρή αβεβαιότητα, ύαινα αχόρταγη και βλοσυρή ειδοποιούσε για κακά και άραχνα, που παραμονεύουν να πέσουν στα κεφάλια τους.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο Ιμπραήμ, μετά την Ναυμαχία του Ναυαρίνου γύρισε στην Αίγυπτο. Ο Μωριάς και η Ρούμελη αποτέλεσαν την εδαφική επαρχή της Ελεύθερης Ελλάδας. Οι Μεσολογγίτες, όσοι γλύτωσαν μέσα στη μαυρίλα του αφανισμού, γύρισαν στο Μεσολόγγι. Αγιάτρευτος ο καημός, που ροκανίζει τα σωθικά για όσους συντοπίτες και αδελφούς τους σιγοτρώει η πίκρα της χαμένης Πατρίδας κι η απειλή της σκληρόκαρδης ξενητειάς. Μαζί τους γύρισε και η Τασούλα Γυφτογιάννη. Υπολογίζεται σε άλλες δώδεκα ο αριθμός των γυναικών που επέστρεψαν.
Με δεξιότεχνες διαπραγματεύσεις και διπλωματικές παρεμβάσεις του Καποδίστρια επιτεύχθηκε η παλινόστηση κάποιου αριθμού δουλωθέντων Μεσολογγιτών. Οι πολλές γυναίκες πέθαναν με την καμίνευση της πίκρας και της δυστυχίας στις δυστυχισμένες ψυχές τους, λιπαίνοντας τα χώματα και τις ερημιές της Ανατολής, ξεψυχώντας με τον καημό της χαμένης Πατρίδας.
Η Τασούλα έμεινε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της στο Μεσολόγγι. Στη μέριμνά της η συντήρηση της αρματωσιάς του συζύγου της, που ντύθηκε εκείνη τη νύχτα. Σε ένα σεντούκι την απόθεσε με ευλάβεια προσκυνητή και την τελευταία στιγμή, την επιθανάτια, κάλεσε το συγγενολόι γύρω της, γνωστούς και φίλους να σεβαστούν μια υποκάρδια επιθυμία της, να ταφεί ντυμένη την αρματωσιά της Εξόδου, όπως τότε, όπως εκείνη τη νύχτα. Έμεινε ατόφιος ο λόγος της στα μάτια του Μεσολογγιού: Μαρές τσούπρες…. κι έδειξε το σεντούκι με το ιερό περιεχόμενο. Έφυγε η Τασούλα για τα ουρανοτόπια της αιωνιότητας. Έμεινε όμως πίσω της η μνήμη της κι οι απόγονοί της κι ανάμεσά τους η κ. Αλεξάνδρα Μπανή- Γυφτογιάννη που με πρωτοβουλία της και παραχώρηση χώρου στην αυλή του σπιτιού της έστησε το άγαλμά της.
Περνάνε οι διαβάτες και λένε: αυτή είναι η Τασούλα Γυφτογιάννη που στη νύχτα της Εξόδου ζωσμένη τα άρματα ξεφτέλισε το Τούρκικο σπαθί και δόξασε τη Ρωμιοσύνη. Μερικοί λένε ότι θα έπρεπε να στηθεί σε δημόσιο χώρο και περίοπτο. Τώρα το θυμήθηκαν; Δε νομίζετε ότι πέρασαν πολλά χρόνια που κρατούσαν την Τασούλα στη λησμονιά και την αφάνεια; Φαίνεται ότι «το καράβι βάζει νερό». Η μνήμη ξεθώριασε. Το ενδιαφέρον τους όψιμο και γι’ αυτό αξιογέλαστο. Τώρα, πέρα από αυτά, μια νεανική Τασούλα στέκεται στον κήπο της κ. Αλεξάνδρας Μπακή – Γυφτογιάννη και καλωσορίζει τους περαστικούς, με καρφωμένη τη ματιά στο μέλλον φωνάζει στις διερχόμενες κοπελιές, Μαρές τσούπρες... από εδώ τραβάει ο δρόμος της τιμής και της δόξας προτείνοντας το γυμνό σπαθί της. Κρατείστε στην καρδιά σας το θρυλικό Μεσολόγγι. Το Μεσολόγγι του θρύλου μιας νύχτας που στην τρέμει ο λογισμός κατά τον ποιητή.
Με σεβασμό καλωσόρισε τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Κοσμά με τη συνοδεία του και Πρόεδρο του Συλλόγου μας, που καθαγίασε με την παρουσία του τη μεγάλη στιγμή των αποκαλυπτηρίων του μνημείου της. Θα ευχαριστεί ολοζωής τη κα Μπακή για την φιλοξενία της και την αγάπη της. Η αλησμόνητη Τασούλα βρήκε ζεστή αγκαλιά για να αποθέσει τη γοητευτική θωριά της.
Και ο κ. Δήμαρχος εκεί. Παρών σε μια μεγάλη στιγμή της αλησμόνητης Τασούλας, του Μεσολογγιού, της Ρωμιοσύνης.
Κ. Ν. Δημόπουλος (Καθηγητής)
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού