aixmi-news.gr

Summum ius, summa iniuria

Διαβάστηκε 6290 φορές
31/03/2021 - 09:15

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 25/03/2021

Του Χρήστου Παπαδημητρίου

Ύψιστον δίκαιον, υψίστη αδικία, δηλαδή, η άκρα δικαιοσύνη ισοδυναμεί προς άκραν αδικίαν, διεκήρυξε ο Κικέρων, διερμηνεύων το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα της αρμονίας, της ισορροπίας, του μέτρου και της Αριστοτελικής «μεσότητας», αποτρεπομένης της υπερβολής ακόμη και στη δικαιοσύνη, στην απονομή της οποίας δικαιολογείται ή επιβάλλεται πολλές φορές η εγκατάλειψη της εφαρμογής του ξηρού γράμματος του νόμου, λαμβανομένης υπ’ όψει της ουσίας και της αναφοράς προς τις περιστάσεις και τις άλλες προσωπικές σχέσης του αδικήσαντος.

Ο Αριστοτέλης στη «Ρητορική του» (1373-1374), ομιλών περί δικαίου και των μορφών του αδικήματος, πραγματεύεται δια μακρών τα περί επιεικείας και επιεικούς δικαίου.

Θα προσπαθήσω εν συντομία να αποδώσω τις απόψεις του καταπληκτικού Σταγειρίτη φιλοσόφου περί επιεικείας και επιεικούς δικαίου και της σχέσεως που έχει η επιείκεια προς την δικαιοσύνη και το επιεικές προς το δίκαιο, θέμα που απασχολεί, ενίοτε, όχι μόνο τους θεμιστοπόλους, αλλά και την κοινή γνώμη.

Η επιείκεια, κατά τον Αριστοτέλη, είναι το παραλειπόμενο από τον γραπτό νόμο δίκαιο. Η παράλειψη αυτή συμβαίνει άλλοτε μεν με τη θέληση και άλλοτε παρά τη θέληση των νομοθετών. Και ακουσία μεν είναι η παράλειψη, όταν διαφύγει την προσοχή των ωρισμένη περίπτωση. Εκουσία δε όταν δεν ημπορούν να την καθορίσουν, αλλ’ αναγκάζονται να διατυπώσουν γενικόν κανόνα, ο οποίος όμως δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά μόνον στις περισσότερες. Επίσης και όταν ο νομοθέτης δεν είναι εύκολον να προβλέψει την απειρίαν των περιπτώσεων. Επί παραδείγματι, στα στοιχεία του αδικήματος των σωματικών βλαβών (τραυμάτων) των διαπραττομένων δια σιδηρού οργάνου δεν είναι δυνατόν να περιληφθεί το μέγεθος και το σχήμα τούτου (του σιδήρου).

Διότι ολόκληρος η ανθρώπινη ζωή δεν θα ήτο επαρκής, για την απαρίθμηση όλων των εμφανιζομένων εν προκειμένω περιπτώσεων. Εάν επομένως ορισμένο αντικείμενο είναι ανεπίδεκτον προδιορισμού και εντούτοις πρέπει να ληφθεί νομοθετική πρόνοια περί αυτού, ο νομοθέτης κατ’ ανάγκην θα θέσει γενικόν κανόνα. Κατά συνέπειαν, και αν ακόμη κάποιος που φορεί δακτυλίδι εκ σιδήρου σηκώσει το χέρι εναντίον άλλου ή τον κτυπήσει, κατά τον γραπτόν νόμον θα θεωρηθεί ένοχος του ανωτέρω αδικήματος των τραυμάτων δια σιδηρού οργάνου. Πράγματι όμως δεν είναι ένοχος για πρόκληση σωματικών βλαβών (τραυμάτων) δια σιδηρού οργάνου. Και σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται η επιείκεια. Εάν η έννοια της επιείκειας είναι αυτή την οποίαν καθωρίσαμε ανωτέρω, είναι φανερόν και πότε χωρεί επιείκεια και πότε δεν χωρεί, καθώς και ποίοι άνθρωποι είναι ανεπιεικείς. Άξιες επιεικείας είναι οι πράξεις οι οποίες πρέπει να συγχωρούνται. Επίσης σύμφωνον προς την επιείκεια είναι να μη αξιούται η επιβολή της αυτής ποινής στα σφάλματα και τα αδικήματα, αλλ’ ούτε και στα ατυχήματα. Και ατυχήματα μεν είναι όσες πράξεις γίνονται παρά την λογική πρόβλεψη του δράστου και χωρίς κακή πρόθεση. Σφάλματα είναι οι πράξεις, οι οποίες δεν ήσαν μεν απρόβλεπτες, ετελέσθησαν όμως χωρίς δολίαν προαίρεση. Και αδικήματα είναι, όσες πράξεις ούτε απρόβλεπτες είναι και τελούνται εκ δολίας προαίρεσης. Όσες δε πράξεις έχουν κίνητρο επιθυμίαν, συγκαταλέγονται μεταξύ των εκ δολίας προαίρεσης πραττομένων.

Επίσης σύμφωνο προς την επιείκεια είναι να συγχωρεί κανείς τις ανθρώπινες αδυναμίες. Καθώς και να προβλέπει όχι στο γράμμα του νόμου, αλλά στον σκοπό του νομοθέτου, στην βούληση του νομοθέτου και να μην εκτιμά καθ’ εαυτήν την πράξη, αλλά την πρόθεση του δράστου και να μη εξετάζει μερικώς, αλλά γενικώς, και να μη σκέπτεται ποίος εμφανίζεται ήδη δια της πράξεώς του ο δράστης, αλλά ποίος υπήρξε πάντοτε ή συνήθως.

Εκτενέστερα και λεπτομερέστατα αναλύει και το περί επιεικείας θέμα, ο Αριστοτέλης, στο 5ον βιβλίο του έργου του «Ηθικά Νικομάχεια», όπου αναφέρει και το πολυθρύλητο απόφθεγμα, «εν δε τη δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ’ αρετή έστιν».

Συνοπτικά, εάν ο νόμος ομιλεί γενικώς, παρουσιάζεται δε συγκεκριμένη κάποια περίπτωση, μη προβλεπόμενη στις γενικές νομικές διατάξεις, τότε, υπό την προϋπόθεση ότι ο νομοθέτης την παρέλειψε, και γενικώς ειπείν, έσφαλε, αφού έλαβε υπ’ όψιν μόνον γενικότητες, ο νόμος πρέπει να συμπληρώσει την έλλειψη αυτή όπως θα έπραττε και αυτός ο ίδιος ο νομοθέτης, εάν είχε την περίπτωση αυτή προ οφθαλμών, την οποία εάν προέβλεπε, θα περιελάμβανε στον υπ’ αυτού θεσπισθέντα νόμο.

Δια τούτο, λέγει ο Αριστοτέλης, το επιεικές είναι δίκαιον και μάλιστα υπέρτερον κάποιου δικαίου, αλλ’ όχι όμως του δικαίου κατά την γενικήν του έννοιαν, αλλά μόνον εκείνου, το οποίον, για την γενικότητά του, είναι ελλιπές.

Αυτή είναι η φύση του επιεικούς, δηλαδή επανόρθωση του νόμου εκείνου, ο οποίος, λόγω του ότι διαλαμβάνει απλώς γενικότητες, είναι ελαττωματικός.

Τα όσα διατυπώνει ο Αριστοτέλης περί επιεικείας και συγνώμης θεωρούνται ως προοίμια της Χριστιανικής ηθικής, όπως διεκήρυξε ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλίπ. επιστολή του Δ’ 5 «το επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις….». Το Jus aeguum (επιεικές δίκαιον), φαίνεται αναμφιβόλως πολλάκις αντιτιθέμενον προς το θετικόν δίκαιον, το οποίον καλείται ανεπιεικές.

Εν συμπεράσματι, ούτε η άκρα αυστηρότητα ούτε η υπερβολική επιείκεια παράγουν πάντοτε αγαθά αποτελέσματα. Η «μεσότης», το «μέτρον» και το «μηδέν άγαν» πρέπει να αποτελούν τον κανόνα εν παντί.   

Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού

31/03/2021 - 09:18 Εκτύπωση