aixmi-news.gr

Αυτό το μωρό ποιος θα το πάρει; Προσφέρεται δωρεάν...!

Διαβάστηκε 2551 φορές
29/03/2021 - 09:01

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 25/03/2021

Της Μάγδας Βελτσίστα

Μια νεαρή κοπέλα ακούσαμε προ καιρού στις ειδήσεις πως γέννησε μόνη στο σπίτι το μωρό της και το πέταξε από το παράθυρο στο δρόμο. Έτσι, ξύπνησε πάλι η θύμηση των πρώτων παιδικών μου χρόνων και με πήγε στη δεκαετία του 50, στο πανέμορφο, ηρωικό και πάμπτωχο Αιτωλικό.

Η πολυτεκνία ήταν καθεστώς. Τα πολλά παιδιά τα έκαναν οι πολλοί φτωχοί. Κι όταν λέμε πολλά εννοούμε κι  επτά κι οκτώ και δέκα και βάλε. « Όσα παιδιά μας δώσει ο Θεός, τόσα θα κάνουμε.» Αυτή η στάση είχε την παρότρυνση, ή την επιβολή, της επίσημης Εκκλησίας. Εκείνο το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε».

Υπήρχε όμως και η πρακτική πλευρά του πράγματος.  Ωραία,  «αυξάνεσθε». Και μετά; Τι τρώμε; «Πάλι δεν θα κοινωνήσω φέτος, Χριστούγεννα που έρχονται», έλεγε στη μάνα μου μια φιλενάδα της. «Πήγα στον παπά να εξομολογηθώ και δεν μού δωσε άφεσιν αμαρτιών. Γιατί δεν τεκνοποιώ. Τον παρακάλεσα. « Εχω τέσσερα παιδιά, να μου ζήσουνε, δεν μπορώ να κάνω κι άλλα. Δεν μπορούμε να τα ταϊσουμε, να τα μεγαλώσουμε. Θα τα γεννάμε για να υποφέρουνε;» Αλλά, ο πάτερ δεν άλλαξε γνώμη. Δεν θα κοινωνήσω, κρίμα!»

Τι γινόντανε όμως με τους γονείς που έκαναν τα πολλά παιδιά; Και δεν είχαν τί να τα κάνουν;  Απλά, τα άφηναν πρωί-πρωί, αχάραγα, έξω από την πόρτα της εκκλησίας, ή την πόρτα κάποιου καλού χριστιανού ή ευκατάστατου αστού.(Εδώ δε μιλάμε αποκλειστικά για το Αιτωλικό.) Αυτό δεν ήταν ούτε σκάνδαλο ούτε  εξωφρενικό, αμαρτία ήταν να σκοτώσεις το μωρό. Και οι δωρολήπτες;  Έστελναν,  στνήθως τα χαρισμένα παιδιά σε ιδρύματα. Μερικοί όμως ιδιώτες τα κρατούσαν. Τα υιοθετούσαν; Σπάνια. Ηταν ο ψυχογιός ή η ψυχοκόρη. Που συχνά την πάντρευαν με δόξες και τιμές και της έδιναν και προίκα.

Αυτά για τις ανώνυμες δωρεές  παιδιών.  Αλλά υπήρχαν και οι  επώνυμες: Από συγγενείς, φίλους, γνωστούς ή γείτονες:

- Μη στενοχωριέσαι που δεν έχεις παιδιά. Μόλις γεννήσω, θα σου δώσω το δικό μου, δόξα τω Θεώ, έχω πολλά!

- Μη στενοχωριέσαι που δεν έχεις γιο, παρά μόνο κορίτσια. Μόλις γεννήσω εγώ και είναι αγόρι, θα σου το δώσω!

Για να είμαστε όμως ειλικρινείς τα κίνητρα αυτής της γενναιοδωρίας δεν ήταν απλά και μόνο συναισθηματικά. Ηταν και οικονομικά και  κοινωνικά. Το παιδί το χάριζαν, κατά κανόνα, σε γονείς  καλύτερης οικονομικής  στάθμης  απ΄αυτούς. Για να ζήσει καλύτερα. Να μορφωθεί. Νά χει ένα λόγο στην κοινωνία!

Έτσι λοιπόν και μια συμπαθητική γυναίκα από την παρακάτω γειτονιά είχε πάρει δυο αγόρια από την ξαδέρφη της. Και φυσικά, βλεπόντουσαν συχνά και μιλούσανε. Και μερικές κυρίες σχολιάζανε:

- Πού τα βλέπει τα παιδιά της σε ξένα χέρια δεν τα πονάει;  Πώς αλήθεια,  το αντέχει  αυτό;

- Η καρδιά της το ξέρει. Αλλά έχει κι άλλα  πέντε παιδιά στο δικό της σπίτι. Πού να προλάβει να στενοχωρηθεί.

Τα περί υιοθεσίας, ψιλά γράμματα, περιττά  κι ακατανόητα. Κάποια φορά, ένα αντρόγυνο στο Αιτωλικό, πάμπτωχο, «πήρε» ένα αγοράκι από ένα άλλο πάμπτωχο αντρόγυνο, από τη Μακρυνεία. Ούτε που τους πέρασε από το νου να το υιοθετήσουν με τις νόμιμες διαδικασίες. Τώρα το πώς έγινε η εγγραφή του στο Δημοτικό Σχολείο, δεν ξέρω. Ισως θεωρήθηκε  το όλο πράγμα λεπτομέρεια. Οι φυσικοί γονείς, τελικά, μετανάστευσαν στην Αυστραλία. Εκεί πρόκοψαν, πλούτισαν, έκαναν κι άλλα παιδιά. Γύρισαν πίσω στο χωριό τους για επίσκεψη. Κάποια στιγμή  έμαθαν πως ο πρώτος τους γιος, ο «χαρισμένος», ζούσε μέσα σε συνθήκες έσχατης φτώχειας. Ζήτησαν να πάρουν το παιδί πίσω, οι θετοί γονείς αρνήθηκαν  και η υπόθεση κατέληξε στο δικαστήριο.   Τότε ήταν που μερικοί Αιτωλικιώτες μάζεψαν  μεταξύ τους λεφτά και τα έδωσαν στους δυστυχισμένους θετούς  για να βάλουν δικηγόρο. Αλλά,  δεν είχε γίνει  πράξη υιοθεσίας  κι  ο δικαστής δεν είχε παρά να επιδικάσει το παιδάκι στους  φυσκούς  γονείς. Όταν κοινοποιήθηκε η απόφαση, ο μπαρμπα-Τάσος, ο θετός πατέρας,   πήρε μια καραμπίνα και κλειδώθηκε μέσα στο σπίτι του με τη γυναίκα του και το «γιο του».

- Όποιος ζυγώσει κατά δω να πάρει το παιδί, θα τον αφήσω στον τόπο!

Και θα τον άφηνε! Ευτυχώς, ανακατεύθηκε πολύς κόσμος και πολλοί φορείς και οι αλλοι γονείς πείσθηκαν τελικά, εγκατέλειψαν την προσπάθεια και γύρισαν πίσω στην Αυστραλία. Χωρίς το Γρηγοράκη!

Υπήρξαν ωστόσο και περιπτώσεις που η αφήγηση « αυτό το παιδί ποιος θα το πάρει» έπαιρνε διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας. Που η μάνα μόνη, κυνηγημένη και προδομένη, έψαχνε να βρει  γωνιά για να κρυφτεί και τοίχο  ν΄ακουμπήσει.

Δεν θα φύγει ποτέ από τη μνήμη μου, αν και ήμουνα στη Δευτέρα ή Τρίτη Δημοτικού, τούτο δω το  περιστατικό : Στην αυλή της θεια- Λένης,  της μανάβισσας ,όχι μακριά από το σπίτι μας, είχανε μαζευτεί  μερικές γυναίκες. Πήγε και η μάνα μου. Μαζί της  πήγα κι εγώ. Η νοικοκυρά μας κέρασε λουκουμάκι.

- Θα πάρω παιδί, ένα αγοράκι. Οι δυο μου τσούπες μεγαλώσανε, το μωρό θα μας ξανανιώσει. Και μένα και τον  Αντώνη, τον άντρα μου.  Με παρακάλεσε κιόλας πολύ αυτή  η φουκαριάρα.

Και ήταν αυτή η φουκαριάρα, η δυστυχισμένη μάνα, μια κοπέλα, θύμα προδοσίας ή  αποπλάνησης. ΄Οχι πολύ νέα, όχι πολύ όμορφη, χωριατοπούλα, όχι από τα κοντινά χωριά του Αιτωλικού, τη ρωτούσαν από πού είναι και δεν έλεγε. Φορούσε ένα μαντήλι στο κεφάλι χαμηλωμένο μέχρι τα μάτια και είχε μισογυρισμένη την πλάτη στην ομήγυρη.

- Κρύβεται, είπε η θεια- Λένη. Φοβάται  μην τη βρουν τ’αδέρφια της και τη σκοτώσουν.

Είχε κι αυτό το καρκίνωμα εκείνα τα χρόνια η ελληνική κοινωνία: τα εγκήματα τιμής. ΄Οχι τόσο απο τον πατέρα, όσο από τ’ αδέρφια .Που δεν είχε σημασία, γι’ αυτούς  τους ίδιους και για την  κοινωνία του χωριού τους  πόσο ψηλά βρισκόταν η δική τους τιμή. Σημασία είχε η τιμή της αδερφής, την οποία  τιμή  περιφρουρούσαν  με φόνο. Και μετά, πήγαιναν στη φυλακή  περήφανα και με ψηλά το κεφάλι. Και η κοινή γνώμη του χωριού, της επαρχίας ή και του νομού  στο πλευρό τους.  Θύματα των προκαταλήψεων μιας κοινωνίας στερημένης κι απαίδευτης.

Στα γόνατα της  κοπελιάς, τυλιγμένο σε μια μάλλινη, τριμμένη κουβέρτα, ένα μωρό. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν ημερών, εβδομάδων ή μηνών. Ούτε αν  ήταν όμορφο. Είχε όμως όμορφα, μαύρα ματάκια και μας κοιτούσε (έτσι μου φαινότανε).

Η θεια - Λένη έβαλε γάλα σ’ ένα μπουκάλι και τάισε το μωρό. Όλα φαινότανε ωραία και καλά, μέχρι που κατέφθασε η πεθερά της.  Μαζί με τον Αντώνη, το  γιο και σύζυγο.

- Καλά, δεν ντρέπεσαι να θέλεις να πάρεις παιδί, στην ηλικία σου; Και να πάρεις ένα μούλικο, που δεν ξέρεις τι θα σου βγει και τι σου κουβαλάει; Χαμένο τό χεις;

Κι ο Αντώνης έδωσε τη λύση ακαριαία.

- Άκου, κοπέλα μου, δεν θα το πάρουμε το παιδί. Να σου δώσουμε να φας, να σου δώσουμε και γάλα  να το ταΐσεις. Ύστερα, πάρτο και φύγε. 

Εκείνη, άρχισε να κλαίει.

- Μήπως ξέρετε καμιά άλλη οικογένεια εδώ γύρο που να θέλει παιδί; Ή, να το πάρει προσωρινά και ύστερα να το πάει σε ίδρυμα;

Σ’ αυτό το σημείο, η μάνα μου με πήρε και φύγαμε. Μόλις σουρούπωσε, έφυγε και η δύστυχη με το μωρό της. Τι να απέγινε, άρα  γε; Βρήκε κάποιο σπίτι να το δώσει; τη βρήκανε  τα αδέρφια της και τη σκοτώσανε μαζί με το σπλάχνο της; Τρελάθηκε και το πέταξε στο γκρεμό;  Ή μήπως πήδησε στη θάλασσα μ’ αυτό στην αγκαλιά της;

Θέλουμε να μάθουμε τη συνέχεια;  Εγώ προσωπικά δε θέλω!

Σημείωση: Τα ονόματα που χρησιμοποίησα είναι συμβατικά.

Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού

29/03/2021 - 09:01 Εκτύπωση