Η Αθήνα
«Από το 2019 η Αθήνα παρουσιάζει άνοδο όσον αφορά τη φήμη και τη δημοτικότητά της τόσο στις πιο παραδοσιακές της αγορές όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και νέες αγορές όπως αυτές του Ισραήλ ή των αραβικών χωρών», ανέφερε χαρακτηριστικά από το βήμα του Delphi Forum χθες η πρόεδρος του ομίλου ΛΑΜΨΑ (Mεγάλη Βρεταννία, King George, Athens Capital MGallery) κ. Χλόη Λασκαρίδη. «Το 2022 είδαμε αύξηση σημαντική στους Αμερικάνους, είδαμε επίσης κινητικότητα έως και τα τέλη Νοεμβρίου -κάτι που δε συνέβαινε στο παρελθόν και ενδέχεται να υποδεικνύει μία τάση προς την κατεύθυνση της επιμήκυνσης της σεζόν. Η Αθήνα έχει αρχίσει να καθιερώνεται ως τουριστικός προορισμός, έχοντας ανέβει σημαντικά στην κατάταξη έναντι των ευρωπαϊκών πόλεων και σε αυτό έχει συμβάλει η αρτιότερη αεροπορική σύνδεση, η ανάπτυξη σημαντικών χώρων π.χ. στον τομέα του πολιτισμού (όπως η Εθνική Πινακοθήκη, το ΕΜΣΤ κ.α.), η βελτίωση της εμπειρίας αγορών, η ανάπτυξη στα εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας, ενώ έχει ανανεωθεί και το ξενοδοχειακό δυναμικό στην πόλη».
Σε σχέση με το τουριστικό μέλλον της ελληνικής πρωτεύουσας και την επιμήκυνση της σεζόν η κ. Λασκαρίδη ανέφερε ότι «σίγουρα θα βοηθούσαν περισσότερες απευθείας πτήσεις το χειμώνα, καλύτερες και πιο φιλικές υποδομές και περισσότερες, εξειδικευμένες υπηρεσίες. Επίσης, η προώθηση της Αθήνας ως προορισμός και όχι σταθμός για μετάβαση στα νησιά, ένα μεγάλο, μοντέρνο συνεδριακό κέντρο αλλά και η προσέγγιση μεγάλων εκδηλώσεων όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο Βελιγράδι όπου επίσης δραστηριοποιείται η ΛΑΜΨΑ.
Ο κ. Παράσχης εκτίμησε ότι παρά τις ευρύτερες, δύσκολες συνθήκες στο μακροοικονομικό πεδίο πανευρωπαϊκά, η εικόνα συνολικά για τον τουρισμό της χώρας είναι σημαντικά θετική, ενώ αναφέρθηκε και στο πολύ κρίσιμο ζήτημα των υποδομών: «Το 2019 η Αττική, η Θεσσαλονίκη, το Νότιο Αιγαίο, τα Ιόνια και η Κρήτη δέχθηκαν και εξακολουθούν να δέχονται τη μεγαλύτερη γεωγραφική συγκέντρωση και φυσικά μία χρονική συγκέντρωση στο γ’ τρίμηνο κάθε έτους. Αρα όταν μιλάμε για περαιτέρω άνοδο του ελληνικού τουρισμού με μία αύξηση 4% σε ετήσια βάση αφίξεων έως το 2030 σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο του ΣΕΤΕ μιλάμε και για ανάπτυξη υποδομών ώστε να διευρύνουμε τη γεωγραφική και χρονική διασπορά. Εχουμε 1.911 δράσεις έως το 2030 που έχουμε προτείνει ως ΣΕΤΕ, με 960 περίπου βελτιώσεις και νέες υποδομές που σχετίζονται με τον τουρισμό και 402 προτάσεις για γενικότερες υποδομές που δεν αφορούν μόνο τον τουρισμό. Προφανώς πρέπει να γίνουν περισσότερα στα περιφερειακά αεροδρόμια πέραν των 14 που διαχειρίζεται η Fraport Greece, προφανώς κι εμείς στην Αθήνα πρέπει να επενδύσουμε τα επόμενα χρόνια, να κάνουμε βήματα στην τεχνολογία και στο ανθρώπινο δυναμικό, επίσης να γίνουν επενδύσεις σε υποδομές υγείας όπου υπάρχει πλήρης ασυμμετρία μεταξύ των μητροπολιτικών κέντρων και της Περιφέρειας, να δοθεί έμφαση στο θέμα των απορριμμάτων και του νερού όπου πάσχουν πολλές περιοχές, όπως και να γίνουν εξειδικευμένες υποδομές όπως ένα Μητροπολιτικό Συνεδριακό κέντρο. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι πολύ σημαντικό να μιλάμε για ολοκληρωμένη διαχείριση υποδομών για επενδύσεις σε υποδομές σε συντονισμό και με τα ξενοδοχεία. Επίσης ένα ακόμη ζήτημα έχει να κάνει με τη βιωσιμότητα: Θα πρέπει να πάρουμε πιο σοβαρά το θέμα αυτό γιατί το 80% και πάνω των αγορών προέλευσης της χώρας μας είναι ευρωπαϊκές και η Ευρώπη έχει θέσει πολύ ψηλά το θέμα της βιωσιμότητας, όπως και οι νέες γενιές που είναι οι πιο δυναμικοί, νέοι μας πελάτες. Δεν είμαστε πολύ καλά εκεί, έχουμε πολύ δρόμο να καλύψουμε με βάση τους δείκτες και με όριο το 100, η Ισπανία είναι στο 108, η Ιταλία είναι ψηλότερα πάνω από το 120 και η Ελλάδα κάτω από το 80%».
Επενδύσεις και απασχόληση
Στο θέμα των επενδύσεων και πώς αυτές μπορούν να γίνουν ακόμη πιο αποδοτικές στις υψηλότερες κατηγορίες ξενοδοχείων αναφέρθηκε η κ. Κωνστάντζα Σμπώκου- Κωνσταντακοπούλου, διευθύνουσα σύμβουλος των Phaea Resorts, επισημαίνοντας ότι «οι επενδύσεις πρέπει να είναι στοχευμένες, με μετρήσιμα αποτελέσματα. Μεταβαίνοντας σε ένα τουριστικό προϊόν ακριβότερο, στο luxury μπορούμε να έχουμε πιο αποδοτικές επενδύσεις αυξάνοντας έσοδα και τζίρο. Πιστεύουμε στην αγορά πολυτελείας, που είναι περισσότερο ανθεκτική σε κρίσεις οι οποίες, όπως είδαμε τον τελευταίο καιρό, είναι συχνές και πιο απρόβλεπτες». Η ίδια ανέφερε ότι η εξοικονόμηση σε μία επένδυση γίνεται από την αρχή, στο σχεδιασμό και όχι στην κατασκευή, δίνοντας περισσότερο έμφαση στο προ- παρασκευαστικό κομμάτι της κατασκευής, με καλύτερες και πληρέστερες μελέτες ώστε να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα και εξοικονόμηση στους πόρους. Αντίστοιχα, και ο συνδυασμός τουριστικής κατοικίας στα ξενοδοχεία βοηθά τις ταμειακές ροές, προσελκύει υψηλότερου εισοδήματος επισκέπτες και επιμηκύνει επίσης τη σεζόν».
Η κ. Σμπώκου αναφέρθηκε και στα διεθνή brands που πλέον έχουν στρέψει πολύ περισσότερο το ενδιαφέρον τους προς την Ελλάδα- ακόμη και τους νησιωτικούς προορισμούς με τα εποχιακά ξενοδοχεία- ενώ πριν από λίγα χρόνια στο στόχαστρο ήταν μόνο η Αθήνα. «Η Ελλάδα έχει μπεί για τα καλά στο κομμάτι αυτό των επώνυμων εποχιακών ξενοδοχείων που προσφέρουν μεγάλο δίκτυο πωλήσεων, συνέργειες στο μαρκετινγκ, εφαρμογή brand standards, φέρνοντας τεχνογνωσία και εξέλιξη στο προϊόν αλλά και εκπαίδευση των ανθρώπων. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι σε μία πιο ώριμη φάση να αναπτύξει και τα δικά της luxury brands που θα προσελκύσουν ταξιδιώτες ιδιαίτερων απαιτήσεων, οι οποίοι επιζητούν την αυθεντικότητα και όχι απλά την πολυτέλεια. Είναι σημαντικό να αναπτυχθούν ελληνικά luxury brands, έστω κι αν αυτό αποτελεί δύσκολο εγχείρημα λόγω του υψηλού όγκου των κεφαλαίων που χρειάζονται».
Στο έτερο ερώτημα για το ρόλο των tour operators και το θέμα του μαζικού μοντέλου τουριστών ο κ. Χατζηλαζάρου ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «είναι αλήθεια ότι σε πολλά νησιά οι υποδομές έχουν φτάσει στα όριά τους, ωστόσο είναι στο χέρι μας να δημιουργήσουμε τις υποδομές ώστε ο τουρισμός να είναι βιώσιμος και να έχει θετικό αντίκτυπο, επίσης να επεκτείνουμε την τουριστική σεζόν και αυτό να αποτελέσει και για τους εργαζομένους μας μία σταθερή βάση επαγγελματικής εξέλιξης. Ενδεικτικά, ο προορισμός της Ρόδου έχει γνωρίσει μία τεράστια τουριστική ανάπτυξη που επεκτείνεται και σε εκατοντάδες άλλες επιχειρήσεις σε εστίαση, εμπόριο κ.τ.λ.. Ο βασικός φορέας εισροής αυτών των τουριστών είναι οι tour operators, από τους οποίους υπάρχει μία εξάρτηση σημαντική για το νησί δεδομένου ότι προσφέρουν ένα πλήρες πακέτο διακοπών. Τα τελευταία χρόνια κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς το κομμάτι της τεχνολογίας με απευθείας κρατήσεις, ωστόσο όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό γιατί δεν υπάρχει τόσο μεγάλη εξοικείωση και παραμένει η μερίδα των πελατών που θέλει την επαφή με τον tour operator».
Πηγή: newmoney.gr