Η περίοδος που αρχίζει την παραμονή των Χριστουγέννων και κλείνει την επομένη των Θεοφανείων ονομάζεται "Άγιο Δωδεκαήμερο". Έχει έντονο εορταστικό χρώμα και συνδέεται με πλήθος έθιμα, θρύλους και παραδόσεις, που δείχνουν πώς είδε η ελληνική ψυχή το μεγάλο γεγονός, και πώς εβίωσε το "εορταστικώς ζείν": Τον εορταστικό τρόπο ύπαρξης, που σήμερα έχει αλλοιωθεί ή διαστραφεί, ενώ είναι η σπουδαιότερη διάσταση της ζωής μας.Η παραμονή ξεκινάει με κάλαντα.
Καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας Χριστού την θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας. Την ημέρα αυτή όλοι γίνονται και προσφωνούνται άρχοντες.
Πλούσιοι και φτωχοί, ποιμένες και γεωργοί, άσημοι και ταπεινοί, λογίζονται και προσφωνούνται ως άρχοντες. Είναι τόσο το μεγαλείο της εορτής, που αναβαθμίζει και εξυψώνει τους πάντες και τα πάντα.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί αγάλλονται και χαίρει η κτίσις όλη.
Φορείς αυτού του πνεύματος γίνονται οι μικροί καλαντισταί, που γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, και λένε τα δέοντα σε κάθε περίπτωση.
Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Να έχει δηλ. το σπίτι αδιατάρακτη ευτυχία.
Μακρυά απ’ αυτό κάθε οδύνη και συμφορά, που θα κάνει τις πέτρες να ραγίσουν και τις καρδιές να θρηνήσουν.
Στο Νοικοκύρη λένε ακόμη:
Αφέντη μου καλόγνωμε, πρώτε και τιμημένε
Πρώτα σε τίμησε ο θεός κι ύστερα ο κόσμος ούλος.
Για να δηλώσουν έτσι, ότι τη θέση και το κύρος που έχει ο Νοικοκύρης το αντλεί απ’ το Θεό και δεν το ασκεί καταχρηστικούς.
Στη Νοικοκυρά του σπιτιού λένε:
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά μαλαματένια
Κυρά μ’ σαν πας στην εκκλησιά λάμπει ο τόπος ούλος.
Έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος.
Εγκωμιάζεται δηλαδή η ομορφιά και αισθητική της οικοδέσποινας, που είναι τόση, ώστε να ομορφαίνει κι ο τόπος γύρω της.
Σε σπίτι που έχει κόρη ανύπαντρη λένε: Σε τούτ’ τα σπίτια τα ψηλά, ανώγεια και κατώγεια, Εδώ έχουν κόρη ανύπαντρη και κόρη γι’ αρραβώνα. Της τάζουν γιο του βασιλιά, της τάζουν γιο του Ρήγα.
Δε θέλω εγώ το βασιλιά, δε θέλω εγώ το Ρήγα
Μόν θέλω τ’ αρχοντόπουλο που ψέλνει και διαβάζει.
Τονίζεται η ευαισθησία της κόρης, που απορρίπτει το βασιλιά και το ρήγα, πρόσωπα με εξουσία και πλούτη, αλλά χωρίς καλλιέργεια. Και επιλέγει ως σύντροφο της ζωής της τον νέο που "ψέλνει και διαβάζει" έχει δηλ. μόρφωση, καλλιέργεια, λεπτά συναισθήματα.
Σε σπίτι που έχει παλληκάρι ανύπαντρο λένε:
Σαν κίνησε ο νιούτσικος να πάει ν’ αρραβωνιάσει πάνω στ’ αρραβωνιάσματα πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια νιοσπαρμένα
Γυρεύει κι ένα άλογο, να περπατεί καβάλα.
Αντίθετα δηλ. με την αφιλοχρήματη κόρη, ο γιος είναι προικοθήρας.
Το επισημαίνει κι αυτό ο λαός. Διαφορά στην ψυχοσύνθεση των δύο φύλων, που τονίζεται απ’ τους καλαντιστές, οι οποίοι αξιολογούν πρόσωπα και γεγονότα ευστόχως. Σε νιόπαντρο ζευγάρι λένε:
Κρατεί ο δέντρος τη δροσιά, κρατεί ο νιος την κόρη.
Στα γόνατα την έπαιρνε, στα μάτια τη φιλούσε.
Στα μάτια τα ματόκλαδα, τα φρύδια τα γραμμένα.
Εδώ έχουμε την εξευγενισμένη αγάπη, που ιεραρχεί την ερωτική απόλαυση.
Πρώτα φιλί στα μάτια τα όμορφα και στα φρύδια τα γραμμένα = το αισθητικό στοιχείο. Και έπειτα φιλί στα χείλη, που είναι το αισθησιακό στοιχείο.
Και τα κάλαντα τελειώνουν με το αίτημα του φιλοδωρήματος, αλλά και την υπόμνηση ότι αυτό είναι το μέσον και όχι ο σκοπός της επισκέψεως. Σκοπός είναι η αγάπη:
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε Παρά σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.
Εικόνες ζωής περασμένης και λησμονημένης, που είχε όμως ποίηση, ευγένεια αρχοντιά, δυσεύρετη σήμερα.
Το οικογενειακό, χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν τελετουργία και πανδαισία, υλική και πνευματική. Η νοικοκυρά έφερνε το χριστόψωμο ή τη Χριστοδουλέϊκα, που είχε ζυμώσει η ίδια, και το είχε κεντήσει με κεντίδια και πλουμίδια θαυμαστά:
Εικόνες απ’ τη θρησκευτική, αγροτική, ποιμενική και κοινωνική ζωή, συμβολικές, αλληγορικές, ωραιότατες. Ο νοικοκύρης έκοβε το χριστόψωμο, όπως σήμερα κόβουμε τη βασιλόπιτα, ενώ όλα τα μέλη της οικογένειας όρθια γύρω απ’ το τραπέζι, έλεγαν τον ύμνο: Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει.
Δίπλα στο τραπέζι η εστία, το αναμμένο τζάκι, με το μεγάλο κούτσουρο, χλωρό λίγο, για να κρατιέται άσβηστο όλο το Δωδεκαήμερο, απ’ τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, και να συμβολίζει τη θαλπωρή και το φως, που έφερε με τη γέννηση του ο Χριστός. Μια τέτοια εόρτια συνεστίαση παρουσιάζει ωραία ο Παλαμάς:
Αχ, αχ χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι-ταίρι η όρεξη με την αγάπη παίζει.
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν
τα πιάτα γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα.
Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδερφές κοπέλες
Με κουβεντούλες άσωτες, σωστές - σωστές δυο τρέλες
Ή να σου λέει αγνάντια σου για το ξανθό παιδί σου
δυο χρόνων γυναικούλα σου - ο έρως της ζωής σου.
Και να αρχίζει ακούραστη ο πάππος φλυαρία των Χριστουγέννων μια γνωστή, πανάρχαια ιστορία. Που σημαίνει ότι τα Χριστούγεννα ο Έλληνας τα είδε σαν γιορτή θρησκευτική, οικογενειακή, κοινωνική, φυσική και μεταφυσική μαζί. Σαν συνύπαρξη θεότητας και ανθρωπότητας. Σαν την κατ’ εξοχήν, την όντως Εορτή. Τοποθετημένη καταμεσής του χειμώνα, ήταν μια λυρική παρένθεση στην πεζότη¬τα της ζωής. Του επέτρεπε να ξεφεύγει για λίγο απ’ την καταδυνάστευση των βιοτικών αναγκών και τη βαναυσότητα των πραγμάτων.
Και να δημιουργεί ποιητικά αντισταθμίσματα στη μονοτονία και τη ρουτίνα. Έπαιρνε έτσι δύναμη και θάρρος για τη παραπέρα πορεία και τον αγώνα του. Σήμερα τα Χριστούγεννα είναι απλά χρόνος διακοπών. Ούτε ποίηση, ούτε μαγεία, ούτε ανανέωση.
Υπάρχουμε μόνο "καταναλωτικώς". Δεν υπάρχουμε "εορταστικώς".
Αυτή η απώλεια του "εορταστικού τρόπου ύπαρξης" είναι συνέπεια του λεγάμενου "American way of life" - του Αμερικάνικου τρόπου ζωής, τον οποίο υιοθετήσαμε αστόχαστα τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτός ο τρόπος υπάρξεως έδωσε στη ζωή μας πο-σότητα, αλλά της στέρησε εντελώς την ποιότητα. Άραγε άξιζε τον κόπο;
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού