Η Ψυχή και το Πνεύμα, εμφανίζονται στη ζωή μας ως δύο συνυπάρχουσες άυλες υπάρξεις. Είναι πολυσυζητημένες μάλιστα, από ανθρώπους όλων των τάξεων και των κατηγοριών. Πολλοί όμως, τις συνδέουν και τις θεωρούν σαν ένα ενιαίο σύνολο, με το οποίο προσδιορίζεται η προσωπικότητα του ανθρώπου. Εν τούτοις, οι δύο αυτές άυλες υπάρξεις, συνυπάρχουν και συνέχουν μεν στον άνθρωπο, διατηρούν όμως και τις διαφορές τους, ως αυτόνομες. Με την παρούσα γραφή μας, προτιθέμεθα να στρέψουμε σε τούτες τις υπάρξεις την προσοχή και το ενδιαφέρον παντός αναγνώστου, προς γνώση του είναι του. Οπωσδήποτε και οι δύο υπάρξεις υπάρχουν ως αντικείμενο και άλλων ενδιαφερόντων. Σε τούτη τη γραφή ερευνώνται με το πνεύμα και το γράμμα της θεολογίας, δια του αποκαλυπτικού λόγου των αγίων Γραφών, χωρίς πλατειασμούς. Επομένως, απαιτείται και κάθε δυνατή σαφήνεια, για να γνωρίσουμε πόσο ουσιαστικές είναι οι διαφορές τους.
Πρώτα θα μιλήσουμε για τη λέξη «Πνεύμα».
Α. Πνεύμα. Η λέξη «Πνεύμα», αναφέρεται αποκλειστικά στην άυλη υπόσταση του ανθρώπου, εξεταζόμενη κατά τους θείους κανόνες. Ως εκ τούτου, κάθε πιστός άνθρωπος αισθάνεται ότι έχει «Πνεύμα», ως διφυής κα με την ύλη, αλλά ο ίδιος δεν είναι «Πνεύμα». Από το λόγο του Θεού δια της Αγίας Γραφής, πληροφορούμαστε δύο διαφορετικές θέσεις.
α. Η μία αναφέρεται στους πιστούς. Μόνο οι Πιστοί που δέχτηκαν το Άγιο Πνεύμα δια του Βαπτίσματος, αισθάνονται και θεωρούν ότι αυτό κατοικεί μέσα τους. Αυτοί λέγονται «ζωντανοί πνευματικά», ως σκεπτόμενοι όπως θέλει ο Θεός, κατά το «ημείς νουν Χριστού έχομεν», (Α΄ Κορ. β΄16). Αποκαλύπτεται, πλέον τούτων: «Τις γάρ είδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;», (Α΄ Κορ. β΄11). Δηλαδή: Ποιος από τους ανθρώπους γνωρίζει τα ιδιαίτερα του ανθρώπου, παρά μόνο το πνεύμα που υπάρχει μέσα σ’ αυτόν; Η παρουσία μέσα μας του πνεύματος, μας δίνει ιδιαίτερη ζωντάνια. Ομοίως, ο λόγος του Θεού μας δίνει και την ως πρώτη διαφορά του πνεύματος από την ψυχή. Λέγει: «Ζων γάρ ο λόγος του Θεού… διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος», (Εβρ. δ΄12). Επιπλέον, η ζωντάνια του ανθρώπου διατηρείται μέσα του, μόνο με την παρουσία του πνεύματος. Γράφεται: «το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν εστί», (Ιακ. β΄26).
β. Η δεύτερη αναφέρεται στους μη πιστεύοντες. Οι μη πιστεύοντες θεωρούνται και είναι «νεκροί πνευματικά», μη αποδεχόμενοι μηδέ κατέχοντες μέσα τους την ύπαρξη του πνεύματος. Λέγει ο λόγος του Θεού, ότι με τη στέρηση του πνεύματος, λόγω της διατήρησης των αμαρτιών, οι άνθρωποι είναι νεκροί. Τούτο συμβαίνει: «όντας νεκρούς τοις παραπτώμασι και ταις αμαρτίαις», (Εφ. β΄1). Ο Θεός όμως δεν εγκαταλείπει και αυτούς. Ζωοποιούνται με τη δωρεάν εγκατάσταση του πνεύματος δια της θείας Χάριτος απαλλασσόμενοι των αμαρτιών και ζωντανεύονται και πάλι. Λέγει και πάλι ο λόγος του Θεού: «όντας υμάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ· χάριτι εστέ σεσωσμένοι», (Εφ. β΄5). Τους ανθρώπους που είναι «νεκροί πνευματικά», τους φροντίζει και πάλι η αγάπη του Θεού να ζωοποιηθούν και να αναστηθούν δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και να έλθουν σε επίγνωση. Να γίνουν ξανά «ζωντανοί πνευματικά». Προς τούτο ο Θεός: «νεκρούς όντας υμάς τοις παραπτώμασι και τη ακροβυστία (ως απερίτμητοι Εθνικοί) της σαρκός υμών συνεζωοποίησε υμάς συν αυτώ, χαρισάμενος ημίν πάντα τα παραπτώματα», (Κολ. β’13). Άλλωστε, ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», (Α΄ Τιμ. β΄4).
γ. Γενική παρατήρηση. Κατόπιν των ανωτέρω, οφείλουμε να μιλήσουμε για το «Πνεύμα», ως το βασικό στοιχείο της πνευματικής, αλλά και της όλης ζωής των πιστών. Βλέπετε ότι η σοφία του Ευαγγελικού κηρύγματος, δεν άφησε τίποτα ανερμήνευτο. Ο πνευματικός άνθρωπος, κατά το λόγο του Θεού, κατανοεί και ελέγχει τα πάντα. Ο μη πνευματικός δεν δέχεται ούτε κατανοεί τα πνευματικά, διότι του φαίνονται όλα ανόητα. Λέγει, σχετικώς ο Απ. Παύλος: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού· μωρία γάρ αυτώ εστί, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται (ελέγχεται)», (Α΄ Κορ. β΄14). Επιπλέον, ο αυτός Απόστολος, δοξολογεί το Θεό διότι χορηγεί πλούσια την πνευματική ευλογία Του στους πιστούς, μέσω του Ιησού Χριστού. Λέγει: «Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ευλογήσας ημάς εν πάση ευλογία πνευματική εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ», (Εφ. α΄3). Για τούτο, συνεχίζει ο Παύλος και ορίζει το κέρδος μας από αυτήν την ευλογία. Λέγει ότι γινόμαστε τότε, οι «λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς», (Εφ. ε΄19). Αποδεχόμενοι οι πιστοί τις πνευματικές ευλογίες και προσφορές, μας βεβαιώνουν επιπρόσθετα οι Απόστολοι, ότι «ου παυσόμεθα υπέρ υμών προσευχόμενοι και αιτούμενοι ίνα πληρωθήτε την επίγνωσιν του θελήματος αυτού εν πάση σοφία και συνέσει πνευματική», (Κολ. α΄9).
Συμπερασματικά: Το «Πνεύμα», ως το σημαντικότερο άυλο στοιχείο στον πνευματικό άνθρωπο, του δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνεί απ’ ευθείας με τον πνευματικό Θεό. Ο Θεός αποκάλυψε και την Φύση Του, αλλά και με ποιους δέχεται επικοινωνία. Βεβαίωσε προς τούτο, προσωπικά και αποκαλυπτικά την Σαμαρείτιδα ο Ιησούς Χριστός: «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν», (Ιωά. δ΄24). Επομένως, κάθε φορά που χρησιμοποιούμε τη λέξη «Πνεύμα», αναφερόμαστε στη θεϊκή και άυλη πλευρά μας. Οπωσδήποτε όμως, μαζί με το «Πνεύμα» συμπεριλαμβάνεται και η ψυχή.
Β. Ψυχή. Η λέξη «Ψυχή», αναφέρεται και στις δύο υποστάσεις του ανθρώπου. Την άυλη και άφθαρτη, ως και την υλική. Σε όλο τον λεγόμενο ψυχοσωματικό άνθρωπο, δηλαδή. Η «Ψυχή» εμφανίζεται ως άυλη και άφθαρτη ουσία, που ενωμένη με το «Πνεύμα» αποτελεί μια ζωτική δύναμη, ως ζωτική πνοή. Θεωρείται αερώδης και αόρατη ύλη που διαχέεται σε ολόκληρο το σώμα και του δίνει οντότητα. Έτσι στη βασική της υπόσταση, η «Ψυχή» σημαίνει Ζωή. Με τούτα τα δεδομένα, όποτε χρησιμοποιούμε τη λέξη «Ψυχή», μπορούμε να αναφερόμαστε σε ολόκληρο το πρόσωπο, είτε είναι ζωντανό είτε είναι νεκρό. Ακούμε συνήθως τη φράση, «Ήταν τόσες ψυχές», για να προσδιορίσουμε ένα πλήθος ανθρώπων. Εδώ βλέπουμε ότι ενώ ο άνθρωπος έχει «Πνεύμα», ο ίδιος είναι και «Ψυχή»=Ζωή. Γνωρίζουμε επιπλέον, ότι ο Δημιουργός Θεός μας, μόλις έπλασε τον άνθρωπο «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν», (Γεν β΄7). Έτσι ξεκίνησε η ζωή του ανθρώπου, με «ψυχήν ζώσαν» και φεύγει η «Ψυχή», όταν «θείω βουλήματι αποτέμνεται», δηλαδή αποχωρίζεται και εξέρχεται από το νεκρό πλέον, σώμα. Είναι κανόνας της ζωής να φεύγει η «Ψυχή» την ώρα του φυσικού θανάτου. Βεβαιώνεται δια του Μωυσέως: «εγένετο δε εν τω αφιέναι αυτήν την ψυχήν, απέθνησκε γάρ», (Γεν. λε΄18). Η ίδια η «Ψυχή» και πάλι εκφράζει την επιθυμία να συναντήσει τον ζώντα Θεό, απ’ όπου η προέλευσή της. Αποκαλύπτει ερωτηματικά, ο Δαυΐδ: «εδίψησεν η ψυχή μου προς τον θεόν τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;», (Ψαλ. μα΄3). Δια τούτων των δύο στοιχείων, πνεύματος και ψυχής, προσδιορίζεται και η ύπαρξη, ως οντότητα, του ανθρώπου και αποτελούν το κέντρο πολλών πνευματικών και συναισθηματικών εμπειριών. Ενδεικτικώς αναφέρεται στον Ιώβ: Η ψυχή με το κλάμα, λέγει στην ανάγκη:. «εγώ δε επί παντί αδυνάτω έκλαυσα, εστέναξα ιδών άνδρα εν ανάγκαις», (Ιώβ λ΄25). Ομοίως και ο Δαυΐδ αντικρίζοντας ανθρώπινες συμφορές, ξεσπάει η ψυχή=ζωή του: «ταύτα εμνήσθην και εξέχεα επ’ εμέ την ψυχήν μου», (Ψαλ. μα΄5). Ακόμα και ο Ιερεμίας, βλέποντας συμφορές, συνιστά: «εάν δε μη ακούσητε, κεκρυμμένως κλαύσεται η ψυχή υμών, από προσώπου ύβρεως», (Ιερ. Ιγ΄17).
Απολογιστικά. Τα δύο παρόμοια στοιχεία που χρησιμοποιούνται με διάφορο τρόπο στην όλη ζωή των ανθρώπων, είναι άυλα και άφθαρτα. Είναι, η «Ψυχή» και το «Πνεύμα», ως στοιχεία που συνθέτουν και συνοδεύουν τον άνθρωπο, με δικό τους τρόπο το καθένα.
Οι άνθρωποι, τότε:
Ως προς το «Πνεύμα», θεωρούνται «ζωντανοί πνευματικά». Αυτοί είναι οι πιστοί που υπακούουν στα κελεύσματα του Θεού. Ως προς την «Ψυχή», λογίζονται οι άνθρωποι ότι αποβλέπουν στα του κόσμου. Ως εκ τούτου, αυτές οι διαφορές προέρχονται από το πού αναφέρονται. Η χρήση και απόδοση του πνεύματος στην ανθρώπινη ζωή, απαιτεί την αποδοχή της πίστεως, κατά την Χριστιανική αντίληψη και διδασκαλία. Επομένως, δια του εντός ημών πνεύματος, επιτυγχάνεται η κάθετος επικοινωνία μας με το Θεό και με τα μέσα που ορίζει ο αποκαλυπτικός λόγος Του. Αντιθέτως η «Ψυχή», ως ταυτισμένη με την εν γένει Ζωή, έχει μια οριζόντια σχέση με τον κόσμο. Υπάρχει ο άνθρωπος στη ζωή όσο η «Ψυχή», βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο. Νομίζω ότι και τα δύο στοιχεία, ως αναφερόμενα στην άυλη πλευρά του ανθρώπου, μόνο το «Πνεύμα» μπορεί να αναφέρεται και να επικοινωνεί με το Θεό. Η «Ψυχή» αντιθέτως, αναφέρεται στα του κόσμου, του υλικού και του άυλου. Η αποχώρηση της ψυχής δια του θανάτου συμπαρασύρει και το «Πνεύμα».
Απαραίτητα και τα δύο για την επιβίωση του ανθρώπου στον κόσμο.
Ιερά Πόλις Μεσολογγίου 1η Δεκεμβρίου 2019
Νικόλαος Σπ. Βούλγαρης
Καθηγητής Θεολογίας
6972725701
Η «ψυχή» και το «πνεύμα» είναι παρόμοια στον τρόπο που χρησιμοποιούνται στην πνευματική ζωή του πιστού. Διαφέρουν στο που αναφέρονται. Η «ψυχή» είναι η οριζόντια σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Το «πνεύμα» είναι η κάθετη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι και τα δυο αναφέρονται στην άυλη πλευρά του ανθρώπου, αλλά μόνο το «πνεύμα» αναφέρεται στο περπάτημα του ανθρώπου με τον Θεό. Η «ψυχή» αναφέρεται στο περπάτημα του ανθρώπου στον κόσμο, και στον υλικό και στον άυλο.