aixmi-news.gr

H Λαγκούνα της Νονάς μου!

…Μέσα απ’ τους πίνακες της Marisé

Διαβάστηκε 2354 φορές
22/09/2019 - 09:05

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 19/09/2019

Γράφει ο Rodi de Fuca

 

Τι ξέρω εγώ για τη Λαγκούνα; Τι ξέρω εγώ για τους ανθρώπους της. Για τις θυσίες τους, στην Κλείσοβα, στο Ντολμά ή στο Βασιλάδι. Τι ξέρω για τα σύνορά της ή τη σημασία της σαν βιότοπο; Τι ξέρω για τους ποιητές της; Τόσο την εξύμνησαν αυτοί που θα 'ταν ιεροσυλία να παλιλλογώ ενάντια σε τέτοιους εγκωμιαστές σαν τον Παλαμά ή τον Μαλακάση, τον Τραυλαντώνη ή τον ίδιο Σολωμό.

Εγώ θα 'θελα μόνο να μιλήσω στη Λαγκούνα. Να της πω πώς την είδα μέσα απ’ τα μάτια μιας σύγχρονης ελληνολάτρισσας που την αγάπησε τόσο ώστε να με γυρίσει στα ανάβαθα νερά της και να με κάνει να τη δω μ’ αλλιώτικα μάτια, μ’ άλλη ευαισθησία, μ’ ξέχωρη τρυφεράδα. Πως την είδα μέσα απ’ τα μάτια του Αλέξανδρου όταν την χάιδευε με τα μικρά του χέρια και την ευγνωμονούσε που του ταξίδευε αγαλιανά το πλαστικό ταξί της θάλασσας που του ‘χε χαρίσει η νονά του στη γιορτή του. Πως την γνώρισα μέσα απ’ τα χρώματα που σκορπούν οι ηλιαχτίδες στους πίνακές της, όταν σουρουπώνει, ολισθαίνοντας πάνω στους λοφίσκους τ’ αλατιού, στις πλάτες των φλαμίνγκο, στων πριαριών τις σακολέβες. Εκείνα τα χρώματα που εγώ θωρούσα πως ήτανε βαθύχρωμα και σμαραγδί και νερατζάτα κι εκείνη τα ‘βγαζε απ’ τη παλέτα της μαβιά, μενεξεδί, και μολυβένια. Κι όταν νόμιζα πως τα νερά της αντανακλούσαν σε ωχρόλευκα, καραμελένια ή λεμονιά, καθρεφτιζόταν στους πίνακές της απαλά τα θαλασσιά, τα λουλακί και τα βελούδινα. Κι έδινε ονόματα καθημερνά στις γαΐτες που λικνιζότανε στα κύματά της: Άννα, Τασία, Κατινιώ, πάντα με νοστιμάδα θηλυκού όπως ταιριάζει στις ψαρόβαρκες.

«Όσο πιο πολύ πλησιάζεις τη Λαγκούνα τόσο χάνεις την perspectiva έλεγε. Καλλίτερα να την κοιτάξεις από πάνω, από μακριά, από απόσταση. Τόσο όσο να χάνεται το βλέμμα σου στην απεραντοσύνη της και ο Αράκυνθος να τη σκεπάζει».

Την είχε μαγέψει το λιθόστρωτο της πόλης, τόσο όσο κι εκείνο του Αργοστολιού, που παρέμενε η μεγάλη της αγάπη, με τα ουζερί και τις ταβέρνες του που την προκαλούσαν δελεαστικά να παραδοθεί καθημερνά στις λιχουδιές τους μ’ ενθουσιασμό. Μα η λαχτάρα της ήταν να σουρουπώσει, να πέσει το κάμα και να δροσίσει ο καιρός. Να γείρουν οι σκιές πάνω στα ευκάλυπτα και τ’ αλμυρίκια απ’ το Δασάκι που τ’ απολάβαινε απ’ το παράθυρο του ξενοδοχείου να κρυφτοπαίζουν με τις σκερτσόζικες δέσμες των ηλιαχτίδων σαν λαμπιόνια π’ αναβοσβήνουν ανάμεσα απ’ τις φυλλωσιές. Τότε αποφάσιζε να ξεχυθεί στη φύση φορτωμένη την παλιά της Nicon 90 και την ανάγλυφή της, απ’ το χρόνο, παλέτα, και να διαβεί το κατώφλι του ιδιότροπου εκείνου δρόμου που χάνεται στη λιμνοθάλασσα και που σε φέρνει δεσμώτη στο μικρονήσι της Τουρλίδας, με τους zarapitos, εκείνα τα παρδαλά πετούμενα με τα δρεπανωτά αστεία τους ράμφη απ’ τα οποία πήρε τ’ όνομα του το νησάκι.

«Νομίζεις πως όλοι βλέπουν τη Λαγκούνα όπως τη βλέπω εγώ;».

Με ρωτούσε ταχτικά λες και αμφέβαλε για την έννοια που δίναμε όλοι μας σε τέτοιο έκπαγλο δημιούργημα της πλάσης, λες κι ήτανε ταγμένη μόνο για διαλεγμένα βλέμματα.

«Όταν έχεις κάτι ξεχωριστό μπροστά σου, σ’ όλες τις στιγμές της ζωής σου, σε κάθε στιγμή, δεν του δίνεις την αξία που του αρμόζει».

«Δεν πρόκειται για μια φτηνή εκτίμηση αξίας αλλά για την ευφροσύνη του μυαλού σου!»

«Δεν αμφιβάλω. Όμως πρέπει να αξιολογείς και τα ασκημάδια του κάθε τόπου…».

«Δεν ξέρω τι εννοείς μ’ αυτή τη λέξη, εγώ βλέπω μόνο, χρώματα!».

Πέρασαν σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε που αντίκρυσε για πρώτη φορά τη Λαγκούνα και κάθε χρόνο την έβλεπε με άλλα μάτια. Της πρόσθετε καινούργια χρώματα, καινούργιο απαλάσπρισμα στα παραγάδια, καινούργιες στέγες κρεμεζί στις μερακλίδικες πελάδες, καινούργιους ασπριδερούς ντουσεμέδες στο λιθόστρωτο. Είχε βάλει στ’ όνειρο να φτιάξει μιαν έκθεση με ένα κονσέρτο από χρώματα που θ’ ανέδυαν απ’ τη Λαγκούνα. Να συγκεντρώσει τόσους πίνακες που να καλύψουν όλες τις περσπεκτίβες απ’ όπου μάντευε εκείνη πως κινούνταν τα μεταπλασμένα χρώματά της.

Μα κι αν δεν βρήκε το χρόνο να ολοκληρώσει τ’ όνειρό της μ’ έμαθε να βλέπω μ’ άλλα μάτια τη Λαγκούνα. Κοιτάζοντάς την ταπεινά, μ’ εκείνα τα μάτια που την θωρήσαν, ο Παλαμάς κι ο Μαλακάσης, ο Βύρωνας κι ο Δροσίνης.

Αν κι έχω την υποψία πως λίγοι την διανθήσανε τόσο όσο η νονά του Αλέξανδρου…

 «Πότε θα ‘ρθεις ξανά στη Βαρκελώνη να σε δω;».

«Όταν ξανάρθεις στη Λαγκούνα μου!».

 

 

 

 

Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού

22/09/2019 - 10:32 Εκτύπωση