Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 26/05/2016
Στον ασφαλτοστρωµένο δρόµο που βάδιζα αντίκρισα την εξής εικόνα: Μια καλοντυµένη κυρία προχωρούσε και στην αγκαλιά της κρατούσε σφιχτά ένα µικρό σκυλάκι και κάπου κάπου το φιλούσε. Πιο πέρα µια άλλη, κρατούσε από µια αλυσίδα ένα άλλο σκυλάκι.
Σε µια στιγµή βλέπω τη δεύτερη να σταµατάει, να βγάζει από τη τσάντα της µια σοκολάτα και ένα γλυκό και να σκύβει για να ταΐσει το µικρό… σκυλάκι. Και εκείνο όλο νάζια, άλλο να τρώει και άλλο να πετάει.
Στη στροφή του δρόµου εµφανίζεται ένα παιδάκι 13 περίπου χρονών που µε αγκοµαχητά έσερνε ένα κάρο βαρυφορτωµένο µε κιβώτια. Το µέτωπό του ήταν κάθιδρον και τέντωνε το σώµα του όλο και πιο πολύ για να µπορεί να σέρνει το καρότσι.
Πλησιάζει στο µέρος που είναι η κυρία µε το σκυλάκι και σταµατάει. Βλέπει την πεταµένη σοκολάτα και το γλυκό και παρακολουθεί. Στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισµένα η κούραση, ο πόνος, η φτώχεια, το παράπονο. Κοιτάζει τα λερωµένα ρούχα του, βλέπει στα πόδια του τα παλιοπάπουτσα που φοράει και στενάζει…
Η κυρία µε το σκυλί φεύγει. Σε λίγο στη στροφή του δρόµου ακούγεται το παιχνιδιάρικο γαύγισµα του σκύλου. Ο µικρός κοιτάζει µια το καρότσι του και µια την πεταµένη σοκολάτα του. Αν δεν ντρεπόταν τον κόσµο που περνούσε, θα έσκυβε να την πάρει… όµως… και επειδή δεν είχε µαντήλι, σκούπισε µε το µανίκι από το σακάκι του το µέτωπό του και µε σφιγµένη την καρδιά συνέχισε να σπρώχνει το κάρο του, τραβώντας το δικό του Γολγοθά.
Χριστέ µου, πόσο σήµερα η εικόνα σου περιφρονείται. Ο άνθρωπος αυτός τον οποίο εσύ δηµιούργησες κατ’ εικόνα σου και σταυρώθηκες γι’ αυτόν, την εικόνα σου την ποδοπατεί. Και να ήταν µόνο αυτό!
Βλέποντας και σκεπτόµενος τα παραπάνω αυτοµάτως ήρθαν στο νου µου τα λόγια που ο χριστός είπε µε το στόµα του ψαλµωδού. «Άνθρωπος εν τιµή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωµοιώθη αυτοίς» (Ψαλ. µη 13). Αν και πολλές φορές ο άνθρωπος υπερτερεί στην αγριότητα και κακότητα και από αυτά ακόµα τα ατίθασα, άγρια και κακά ζώα «’Εγνω βους τον κτησάµενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού, άνθρωπος δε ουκ έγνω και λαός ου συνήκεν» µας λέει ο προφήτης Ησαΐας (Ησαίον α’ 3).
Ο άνθρωπος για τον άνθρωπον γίνεται λύκος. Το ζούµε.
Θεόδωρος Βλαχόπουλος
Θεολόγος
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα ή να κατεβάσετε και ηλεκτρονικά την έκδοση ή τις εκδόσεις της εφημερίδας που θέλετε εδώ