×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 918
aixmi-news.gr

Η Μάνα του Ήρωα

 

Διαβάστηκε 2825 φορές
24/02/2016 - 08:55

Του Γ. Η. Ορφανού
(Στιγμές ζωής σαν θεατρικό μονόπραχτο)

Στρατιώτης:Την Ευρύκλεια, γυναίκες, γυρέβω! Του Ευφορίωνος τη σύζυγο, του Αισχύλου και του Κυνέγειρου τη μάνα… Θα μου πείτε, μα τον Ερμή, των αγγελιοφόρων το συμβοηθό, πού θα τη βρω;

Γυναίκα Α’: Ποιος είσαι, στρατιώτη; Πούθε έρχεσαι και τι την θες;

Στρατιώτης: Ο Κλέανδρος καυχιέμαι πως είμαι, του Διομέδοντα ο γιος, Αλωπεκήθεν. Πείτε μου πού ‘ναι και σε κείνην όλα θα τα πω!

Γυναίκα Α’: Φιλενάδες της, από χρόνια, είμαστε εμείς. Πιστές, σαν αδελφάδες αγαπημένες… Πριν λίγο, μα την Αθηνά, ήτανε μαζύ μας, για τους γιους της μας μίλαγε γεμάτη καμάρι και για την αγωνία της που και οι δυο στο στρατό των Αθηναίων υπηρετούν την ώρα που οι Πέρσες μάς κοντοζύγωσαν και στα χώματά μας ήλθαν!

Γυναίκα Β’: Να στη φωνάξω, Κλέανδρε, αφού τόσο τη θες, περίμενε! Δε θ’ αργήσω…

Στρατιώτης: Φχαριστώ πολύ, γυναίκες, θάρρος η αγάπη σας προς εκείνη μού δίνει το λόγο μου να ξεστομίσω! Το λόγο για τον οποίο έως εδώ έχω φτάσει…

Γυναίκα Γ’: Σκούπισε το ιδρωμένο σου μέτωπο! Ανάσα, παλικάρι μου, πάρε από τη λαχανιασμένη σου τρεχάλα! Σιμά είσαι πια, ζύγωσες στον προορισμό σου…

Στρατιώτης: Το λόγο να πω, το βάρος απ’ την ψυχή και τις πλάτες μου, γυναίκες, να φύγει…

Γυναίκα Β’: Και στενοχώρια και κούραση σε βαραίνουν! Δίχως να το πεις, ζωγραφισμένες, Κλέανδρε, στο πρόσωπό σου, μα την Αθηνά, είναι, όλοι τις βλέπουν και τις νιώθουν… Δεν ξέρω εάν βρεθεί άνθρωπος να θελήσει ή να μπορέσει να τις συμμεριστεί, πιο ανάλαφρος να νιώσεις!

Γυναίκα Α’: Μα, δες, έφτασε η Ευρύκλεια, τώρα θαρρώ πως είναι η στιγμή το νέο σου να της αναγγείλεις!

Ευρύκλεια: Ξένε, καλώς όρισες στην αυλή του σπιτιού μου! Οι φίλες μου μούπανε πως με γυρέβεις, λόγο για μένα έχεις… Έλα, κόπιασε μέσα στο σπίτι, τα λόγια σου πες μου, μη διστάζεις…

Στρατιώτης: Ευρύκλεια, καλώς σε ήβρα! Ο Κλέανδρος, του Διομέδοντα ο μοναχογιός είμαι! Νέα σού φέρνω από το Μαραθώνα, ένα ευχάριστο και ένα δυσάρεστο! Και φίλεμα δεν θέλω, την καλή μου καρδιά μονάχα να εκτιμήσεις, αυτή θάναι η ανταμοιβή τούτου του μαντατοφόρου, δε θέλω χρήμα ή σωρό καλούδια, που συνηθίζουν σε παρόμοιες περιστάσεις… Ποιο θες, όμως, ν’ ακούσεις πρώτο και αν θες εμπρός σε τούτες τις γυναίκες να μιλήσω πες μου…

Ευρύκλεια: Από το Μαραθώνα;

Γυναίκα Γ’: Εάν, Ευρύκλεια, να φύγουμε θες, μόνη να μιλήσεις με τον ξένο, δασκάλεψέ μας άφοβα, εάν μόνη μαζύ του φρόνιμο το κρίνεις να μείνεις, εμείς να πάμε σπίτια μας…

Ευρύκλεια: Όχι, να μείνετε, μπροστά σας το παλικάρι ετούτο να μιλήσει! Σαν αδελφές μου είστε… Δώστε του, μόνον, ένα λαγήνι νερό να πιει, να πάρει μιαν αναπνοή, πριν ανοίξει το στόμα να μας μιλήσει! Στα δυσάρεστα παρηγοριά για την ψυχή μου θάναι και βάλσαμο η παρουσία και τα λόγια φίλων, στα ευχάριστα θα μοιραστείτε, ως φίλες αληθινές και από τα χρόνια δοκιμασμένες, τη χαρά μου… Μίλα, λοιπόν, εσύ, Κλέανδρε, σ’ ακούω, μ’ ό,τι θες εσύ ξεκίνα!

Στρατιώτης:Ξεκινώ, μα τον Ποσειδώνα, με τα ευχάριστα! Οι Έλληνες την περσική στρατιά στο Μαραθώνα ταπείνωσαν και κατανίκησαν. Μαέστρος αρχιστράτηγος ο Μιλτιάδης τους παγίδεψε τους Μήδους που με τον Ιππία τον Πεισιστρατίδη στη γη μας εισέβαλαν, το βιος μας να ρημάξουν και γδικιωμό να πάρουν π’ η Αθήνα τ’ αδέλφια μας από την Ιωνία είχε συνδράμει, πριν λίγα χρόνια, να σηκώσουν κεφάλι στο Μεγάλο Βασιλέα! Ο Ιππίας την εξουσία, που του ‘χαν πάρει ο λαός και οι νόμοι του Κλεισθένη, πολύ επιθυμούσε να ξαναπιάσει στα χέρια του και προς τούτο πήγε και κουβάλησε ξένους φίλους του να τον βοηθήσουν για να τους κάνει μετά ευγνώμων και υποτακτικός όλα τα χατίρια, μα έμεινε με τη λαχτάρα! Άπραγος, Ευρύκλεια, με την ουρά στα σκέλια ξανάφυγε μακριά πια από την Αττική κι αυτός και με μαύρη ψυχή οι Πέρσες στρατάρχες, ο Δάτις και ο Αρταφέρνης, είδαν το στρατό τους να χάνεται από τη φιλοπατρία και τη γενναιότητα των Αθηναίων και των Πλαταιών. Πολλοί του Δαρείου οι στρατιώτες και γερά οπλισμένοι μα δίχως ψυχή συντρίφτηκαν από την αντρεία των λιγότερων Ελλήνων και πανύψηλα στήσαμε τρόπαια νίκης μόλις, με τη βοήθεια όλων των θεών, η αμάχη στο τέλος της έφτασε!

Ευρύκλεια: Γεμίζω περηφάνια για όλα όσα μού λες, παλικάρι μου! Μα την Αθηνά, αλήθεια, έφερες χαρμόσυνα νέα… Και στο Μαραθώνα, ανάμεσα στους στρατηγούς είχα και εγώ το μεγαλύτερο γιο μου, τον Κυνέγειρο, και στους στρατιώτες τον άλλο μου γιο, τον Αισχύλο. Για κείνους τι νέα έχεις να μου φέρεις; Της μάνας, μα τη Δήμητρα, η καρδιά κοντέβει να ραγίσει και να σπάσει!

Γυναίκα Α’:Πες μας, ξένε, τι μαντάτα για τους γιους της φέρνεις;

Γυναίκα Β’ :Λέγε, μη μας κρατάς όλες σε αγωνία!

Στρατιώτης:Ο Αισχύλος σου, Ευρύκλεια, με αντρίκεια δύναμη πάλεψε και της δάφνης δίκαια στεφάνι θα πάρει! Δεν είναι μόνο στα ποιήματα πατριώτης, μα και στην ψυχή και το ‘δειξε, το ‘δαμε όλοι, στο πεδίο της μάχης…

Ευρύκλεια:Μπράβο του! Δεν είχα ποτέ καμιάν αμφιβολία για εκείνον! Η ψυχή μου στα ουράνια φτάνει από τη χαρά…! Να ‘σαι καλά, Κλέανδρε! Μα ο Κυνεγειρούλης μου; Τι έγινε ο λατρεμένος μου πρωτογιός; Το στήριγμα στις λύπες μου και το τραγούδι στις χαρές μου;

Γυναίκα Γ’ :Και ο Κυνέγειρος; Πες μας!

Στρατιώτης:Μάνα, χαροκαμένη μάνα! Ο Κυνέγειρός σου χάθηκε στη μάχη!

Ευρύκλεια:Από περσικό δόρυ στην πρώτη γραμμή της μάχης ή πισωγυρίζοντας δειλός;

Στρατιώτης:Σαν λιόντας πολεμώντας, το παράδειγμα δίνοντας πλέον σε όλους μας!

Γυναίκα Β’ :Ευρύκλεια, κλάψε, που ο μαύρος πόλεμος τον ακριβογιό σου πήρε!

Ευρύκλεια:Όχι, γυναίκα, δε θα κλάψω! Περήφανη, μα τους θεούς, είμαι και για αυτόν! Μα θέλω να μάθω, θέλω και μίλα! Πες μου, Κλέανδρε, για το τέλος του, σφουγγίζω τα βουρκωμένα μάτια μου και δάκρυ πια μαυροφορεμένης και αξιολύπητης μάνας δε θα ιδείς παρά μονάχα γιομάτης περηφάνια και με καμάρι για το δικό της παιδί Αθηναίας!

Στρατιώτης:Ο Κυνέγειρος, στρατηγός εκλεγμένος κι αυτός των Αθηναίων, θέλησε το λαμπρό παράδειγμα στους άντρες όλους να δώσει, αψηφώντας τίτλους και αξιώματα και τιμώντας τη γενιά και την οικογένειά του, τους προπάτορές μας… Εάν ο Μιλτιάδης και ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης την ευφυΐα τους επιστρατέψανε, το Μήδο για να διώξουμε, τον απρόσκλητο εισβολέα, ο μεγαλύτερος από τους γιους σου, Ευρύκλεια, τα έδωσε όλα, μα τον Ποσειδώνα, στη μάχη. Πάνω – κάτω γυρνούσε ασταμάτητα, ο λόγος του, από τη μια, εμψύχωνε την παλικαριά των Ελλήνων να μην φοβούνται τον οχτρό και για την πατρίδα και τη δημοκρατία όλα να τα δώσουν και, από την άλλη, το ξίφος του αχόρταγα εξολόθρευε την περσική αλαζονεία και πολλές γυναίκες στα βάθη της Ασίας χήρες και χωρίς αδέλφια ή παιδιά είχε αφήσει!

Ευρύκλεια: Η κομπορρημοσύνη μου, ω θεοί, για το παιδί μου σήμερα ας μη σας φανεί αστόχαστη! Και πώς ήλθε το τέλος του γενναίου άντρα; Γιατί, μα την Ήρα, για μένα παιδί ήταν όταν ήρθε μαζύ με τον Αισχύλο για συμβουλές πριν φύγουν για την πρώτη του πολέμου γραμμή κόντρα στους βαρβάρους και άντρας πανύψηλος, θεόρατος, δυσθεώρητος είναι πια για τη μάνα που τον γέννησε…

Γυναίκα Α’ + Β’ + Γ’:Για όλους μας, πλέον!

Στρατιώτης: Μα σαν ο Δάτις εξοργισμένος τ’ απομεινάρια των Περσών διέταξε ν’ αφήσουν το Μαραθώνα και σε τριήρεις θέλησε να βάλει, τις θάλασσες για να πάρει ως τη μακρινή του χώρα ντροπιασμένος, ο Κυνέγειρος χίμηξε σ’ ένα από τα περσικά πλοία στα παραθαλάσσια αγκυροβόλια τους! Τους Πέρσες, που φεύγανε, γύρεβε ο γιος σου να ματοκυλίσει, την ύβρη των αρχιστρατήγων τους, που πόθησαν ν’ αλώσουν της Παλλάδας την πόλη, με θάνατο, μα τον Ερμή, να ξεπληρώσει… Μα εκείνοι γρήγορα κωπηλατώντας από την ακροθαλασσιά κίνησαν ν’ απομακρυνθούν! Με το δεξί του χέρι πιάνει το σκαρί του πλοίου. Ένας ναύτης με το ξίφος, χραπ!, του το κόβει από τον ώμο…

Γυναίκα Β’: Ωχ, τι πόνος!

Στρατιώτης:Τ ότε, ο Κυνέγειρος τ’ αριστερό του χέρι πετά να πιάσει το πλοίο που έφευγε! Μα ο ίδιος ναύτης με το ξίφος του κόβει και εκείνο…

Γυναίκα Α’ : Κάθε άλλος, Ευρύκλεια, στη θέση του στα πόδια εκείνη τη στιγμή θα το ‘βαζε, κάθε μυαλωμένος, Στρατιώτη, από τους πόνους θα ‘παυε το παράτολμο εγχείρημά του!

Ευρύκλεια: Σώπαινε, γυναίκα! Λέγε, Κλέανδρε! Τι έγινε μετά;

Στρατιώτης: Την ψυχραιμία σου θαυμάζω, Ευρύκλεια! Όση ώρα σ’ αφηγούμαι, δάκρυ δεν πρόσεξε κανείς να έχει τρέξει από τα ματόκλαδά σου!

Ευρύκλεια:Εκείνος που χάνει δύο χέρια για την πατρίδα δεν πόνεσε και θα πονέσω εγώ που με κάνει τόσο περήφανη η παλικαριά του, η ευψυχία του;

Στρατιώτης:Χιμά, λοιπόν, ο Κυνέγειρος, αναψοκοκκινισμένος, πεισματάρης, χεροκοπημένος και γιομάτος αίματα, με τα δόντια να σταματήσει το πλοίο των Περσών!!!

Γυναίκα Γ’ :Τρελός ο γιος σου, Ευρύκλεια!

Στρατιώτης:Μα ο ναύτης με λύσσα του έκοψε πέρα έως πέρα το κεφάλι και τη ζωή του τέλειωσε… Τότε, λοιπόν, σαν οι λοιποί Αθηναίοι, μα το Δία, καταλάβαμε τι έγινε, τρέξαμε σιμά στο ακέφαλο κουφάρι του στρατηγού μας και αφού γερά γύρωθέ του πολεμήσαμε Πέρσης να μην το σκυλέψει και το βεβηλώσει, το πήραμε, το καθαρίσαμε από αίματα, το πλύναμε, όπως είναι το έθιμο, το αρωματίσαμε! Χώρια πήραμε και φροντίσαμε και το κεφάλι του, κανείς Μήδος να μην το κουρσέψει ως λάφυρο νίκης …

Ευρύκλεια:Γιε μου, Κυνέγειρέ μου, πόσο ευτυχισμένη με κάνεις σήμερα, καλέ μου! Ήλιε μου και φως μου! Που τη ζωή σου έδωσες, άντρα και καμάρι μου, για την πατρίδα! Που δεν άφησες κανέναν Πέρση σαν σκλάβες να σύρει την Αθήνα και τη μάνα σου! Που, μα την Αθηνά, για τη λεφτεριά και τη δημοκρατία εσύ πολέμησες τον ένδοξο θάνατο στον αγώνα προτιμώντας παρά την άτιμη ζωή του συμβιβασμένου! Που λιονταρόκαρδος αγωνίστηκες και τη ζωή σου θυσίασες χωρίς έγνοια καμιά για όσα εφήμερα συνήθως ξεγελούν τους ανθρώπους! Που το σώμα και η ψυχή σου αναχώματα ορθώθηκαν τύραννος και αρχομανής κανείς να μην ασελγεί ποτέ στο κορμί της πατρίδας μας, φόρους βαρείς και δυσβάσταχτους να μην της βάζουν ξένοι κι αχόρταγοι αφεντάδες…

Γυναίκα Α’ :Και τώρα; Πού ‘ναι το σώμα του Κυνέγειρου; Πού ‘ναι ο Αισχύλος;

Στρατιώτης:Ο Μιλτιάδης όρισε μια δεκαριά άντρες να συντροφέψουν τον Αισχύλο να σου φέρουν το σώμα και το κεφάλι του Κυνέγειρου, Ευρύκλεια, για να τον θάψεις όπως του αρμόζει! Η ώρα τους βάζει να έρθουν, αλλά εγώ έτρεξα, μα την Εστία, να σου πω πρώτος τα νέα, να μετριάσω το μητρικό σου πόνο! Η πατρίδα, να το ξέρεις, νιώθει περήφανη για σένα και για τους δυο σου γιους, σ’ ευγνωμονεί που της χάρισες δύο λεβέντες! Τον Κυνέγειρο και τον Αισχύλο! Τον Αισχύλο, που, μόλις τον αδελφό του τον πολυαγαπημένο αντίκρισε νεκρό, τον φίλησε γιομάτος δάκρυ ασίγαστο και ορκίστηκε μπροστά σε όλους μας παντοτινά να αγαπά και να τιμά!

Ευρύκλεια: Ευτυχία, μα το Δία, η πιο μεγάλη για μια μάνα, τα παιδιά της να ξεχωρίζουν από το πλήθος για την ψυχή τους, για την καλή καρδιά και την άδολη ζωή τους, για τη γενναιότητα και τον αλύγιστο αγώνα τους για έναν ανθρώπινο κόσμο… Κλέανδρε, σε φχαριστώ από ψυχής για τα ευχάριστα νέα που μου εκόμισες, αν και δεν μου είπες τελικά ποιο ήταν το δυσάρεστο που μαζύ σου κι αυτό έφερνες…

Στρατιώτης: Μα το … θάνατο του Κυνέγειρού σου, Ευρύκλεια!

Ευρύκλεια:Τι λες τώρα, παλικάρι μου; Αυτό ήταν το πιο χαρμόσυνο νέο που είχες να μου δώσεις! Τη μάνα του ήρωα όλοι την αγαπάνε, τη μάνα του κιοτή όλοι την περιφρονούνε! Σε φχαριστώ, στο όνομα όλων των θεών, ξανά, που από τα χείλη σου έμαθα τούτο το θεϊκό δώρο, το ότι οι θεοί διάλεξαν υπέρ της πατρίδας αγωνιζόμενος να πέσει ο λατρευτός μου Κυνέγειρος και ότι έδωσαν δάφνινο στεφάνι λεβεντιάς και στον Αισχύλο μου! Τους λεβέντες, τους γενναιόψυχους και τους θαρραλέους όλοι τους τιμούνε και ευγνωμονούν τους γεννήτορές τους, ενώ βρίζουν και καταριούνται τους δειλούς, τους προδότες, τους λαοπλάνους, τους εφημερολάγνους και τις οικογένειές τους… Γυναίκες, ελάτε μαζύ μου, μέχρι να έρθει ο Αισχύλος με τον Κυνέγειρο, έχουμε δουλειές να κάνουμε στο σπίτι, οι ήρωές μου, οι αγαπημένοι μου γιοι, από την κάψα της μάχης θα πείνασαν και θα δίψασαν, κρασί φετινό και αχνιστό φαγητό να στρώσουμε στο τραπέζι…

Στρατιώτης:Στο καλό, Ευρύκλεια, γιατί με δάφνες, να το θυμάσαι πάντα, αξίζει να στολιστεί και η δική σου ψυχή, αφού, μα το Δία, από τέτοια μάνα μόνον τέτοιοι άντρες μονάχα θα γεννιόντουσαν και γαλουχημένοι από το γάλα των μαστών και της καρδιάς της ήρωες θα αναδείχνονταν! Περήφανος θάνιωθε και ο Ευφορίων, για σένα και για τους γιους σας, εάν αφρισμένο κύμα στο βυθό φουρτουνόδαρτης θάλασσας στο Αιγαίο πριν χρόνια δεν τον είχε συμπαρασύρει… Στο καλό, γυναίκες, παραδείγματα αιώνια ας μας γίνουν οι γιοι της μάνας τούτης και η ίδια…

24/02/2016 - 14:25 Εκτύπωση