Με αφορμή τις σπουδές μου στο ΙΕΚ Δημοσιογραφίας και μέσα απ’ τα πλαίσια μιας εργασίας ήρθα στη θέση να πάρω συνέντευξη από τους γονείς μου για εκείνα τα χρόνια που στο δικό μας μυαλό έμοιαζαν να είναι πολύ μακρινά, σαν ένα ξένο παραμύθι χαμένο στον χρόνο, χωμένο στο χρονοντούλαπο γιατί η ζωή τρέχει με ταχύτατους ρυθμούς και πρέπει να την προλαβαίνουμε. Κι όμως αυτές οι ιστορίες είναι αληθινές, είναι μόλις μερικά χρόνια πριν από εμάς, ίσως σας φανούν απίστευτες, όπως στα παραμύθια αλλά μέσα σε αυτές κρύβεται ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας μας ,ήταν μια εποχή που όσα κι αν γραφτούν γι’ αυτή δεν θα είναι ποτέ αρκετά.
Ο κάθε Έλληνας, ο καθένας απ’ την δική του πόλη, απ’ το δικό του μικρό χωριό έχει να θυμάται ένα δικό του περιστατικό ,μια δική του ξεχωριστή ιστορία. Νομίζω ότι ετούτο το ταξίδι στο χρόνο, σε μια καθοριστική για την Ελλάδα ιστορική περίοδο οι μαρτυρίες ειδικά του πατέρα μου Ευαγγέλου Γεραφέντη του Σπυρίδωνος θα σας βοηθήσουν να ζήσετε με την φαντασία σας εκείνες τις μέρες, να μπείτε στο κλίμα και να τις γνωρίσετε καλύτερα. Από την συνέντευξη –συζήτηση που κάναμε με τον πατέρα μου μου αφηγήθηκε διάφορα περιστατικά. Μέσα στην καταχνιά του πολέμου, μεταξύ των άλλων ,μέσα στον αναβρασμό, όταν ο κατακτητής είχε περάσει στην Ελλάδα και οι Έλληνες αντάρτες εναντιώθηκαν στον εχθρό, έγιναν πολλά σαμποτάζ σε όλη τη χώρα αλλά και στον τόπο μας.
Τα σαμποτάζ τα προκαλούσαν οι αντάρτες με σκοπό την εξόντωση των Γερμανών. Ένα σαμποταζ με την ανατίναξη του τρένου έγινε στη Φοινικιά (εκεί διακρίνονταν η τρύπα 30 χρόνια μετά). Αλλη ανατίναξη έγινε στο Αιτωλικό όπου σ αυτή κόπηκε το τραίνο στα δύο, εκεί σκοτώθηκαν πάνω στη συμπλοκή 25 Γερμανοί ,9 αντάρτες ,ένας παπάς από το Αγρίνιο και μια γυναίκα από το Νεοχώρι. Το μεγαλύτερο σαμποταζ έγινε στο 25 στην Σταμνά, εκεί σκοτώθηκαν πολλοί Γερμανοί και μέσα στους σαμποτέρ αντάρτες ήταν και πολλοί Νιοχωρίτες. Οι γερμανοί θα έπρεπε να πάρουν εκδίκηση, έτσι γινόταν πάντα, ο θάνατος ενός Γερμανού ισοδυναμούσε με το θάνατο πολλών Ελλήνων. Δεν λογάριαζαν τίποτα ούτε παιδιά,ούτε γυναίκες,ούτε γέρους, ούτε άμαχο πληθυσμό.
Πλέον οι κάτοικοι του Νιοχωριού περιμένανε από ώρα σε ώρα τον κλοιό και πριν τους πολιορκήσουνε φεύγανε από το Νεοχώρι και κοιμόταν έξω απ το χωριό,στον κάμπο. Όμως πέρασε πολύς καιρός και πίστεψαν ότι οι Γερμανοί το ξεχάσανε. Έτσι μια μέρα οι γερμανοί απρόβλεπτα κύκλωσαν το χωριό. Έδωσαν διαταγή να μείνει μόνο από ένα άτομο σε κάθε σπίτι και όλους τους άλλους τους συγκέντρωσαν στην πλατεία. Δυο χωριανοί εκείνη την ώρα προσπάθησαν να δραπετεύσουν από το χωριό, ο ένας ονόματι Μαστρονάσος επειδή είχε δώσει στον ανιψιό του δύο πολεμικά όπλα να πάει να τα κρύψει στα κτήματα και συγκεκριμένα στο «αχούρι του Τσίρκα» και πάνω στον πανικό του να βρεί το παιδί να το προλάβει μην βγεί από το χωριό επειδή εν τω μεταξύ έμαθε ότι το χωριό ήταν κυκλωμένο από τους γερμανούς. Και τρέχει λέγοντας «Παει, το σκοτώσανε το παιδί». Και εκεί τον βρήκε ο θάνατος απ’ το όπλο του γερμανού. Το παιδί όμως ενώ κουβαλούσε τα όπλα είδε από μακρυά τον γερμανό που άναψε τσιγάρο και πονηρεύτηκε γιατί γυάλιζε το κράνος του και γύρισε πίσω, πήγε εκεί που βρίσκεται τώρα το κατάστημα Σωλος ήταν ένα χωράφι με σιτάρι όπου ήταν δυο αθυμωνιές, στην μια έκρυψε τα όπλα και στην άλλη κρύφτηκε αυτό, εκείνη την ώρα πέρασε ένας χωριανός και του είπε «τι κάνεις εδώ; Τον μπάρμπα σου τον σκότωσαν οι γερμανοί».
Η μοίρα είχε δουλέψει αντίστροφα. Ο άλλος νεκρός εκείνης της ημέρας ήταν ο Σωκράτης ο Γεωργούσης ο οποίος προσπάθησε να διαφύγει πέρνωντας μαζί του το ένα κορίτσι του, ο λόγος ήταν ότι κάποτε οι γερμανοί τον είχαν καλέσει να ενταχθεί μαζί τους σαν μηχανολόγος επειδή γνώριζε από μηχανολογία και αυτός δεν πήγε και αυτό τον έκανε να φοβηθεί τις συνέπειες. Όταν τον πήγαν λαβωμένο στο σπίτι ο Σωκράτης είπε<Νύχτωσε>,οι γυναίκες του είπαν «Τώρα ξημέρωσε» ,αυτός αποκρίθηκε «Για μένα νύχτωσε» Και ξεψύχησε. Δύο νεκροί το χάραμα,ο θρήνος και ο οδυρμός των γυναικών, τα κλάματα των παιδιών, ακούγοταν σ όλο το χωριό. Αυτή η μέρα ήταν η πιο δύσκολη απ όλες. Οι γερμανοι τους συγκέντρωσαν όλους στην πλατεία όπου είχαν τα πολυβόλα μαζεμένα. Ο θάνατος πλέον ήταν ένα βήμα.
Ένας αξιωματικός γερμανός τους μίλησε από το μπαλκόνι του Γαλανόπουλου ,τους είπε διάφορα και ότι τον Σωκράτη τον Γεωργούση αυτός τον είχε σκοτώσει, του είπε τρείς φορές ΑΛΤ αλλά δεν σταμάτησε. Σαν και να ήθελε κατά ένα τρόπο να δικαιολογήσει την πράξη του. Ο πατέρας μου με τα άλλα τρία αδέρφια του τον Κώστα, Μαρία και Βασιλική και τους γονείς του ήταν στην πλατεία. Μόνο η αδερφή του Παρασκευή είχε μείνει στο σπίτι. Ένα γειτονόπουλο ο Βαγγέλης ο Κουφός άρχισε να ουρλιάζει δυνατά από τον φόβο του ,ο παππούς μου το καθησύχασε ,λέγοντας του γιατί κλαίς;
Δεν βλέπεις τον Βαγγέλη και τον Κώστα που δεν φοβούνται? Εκείνη την ώρα οι γερμανοί έριξαν κόκκινες φωτοβολίδες που έκαναν τρομερό κρότο «σαν ένα σημάδι να μαζευτούν κι άλλοι Γερμανοί για βοήθεια». Μετά από λίγη ώρα που έμοιαζε αιώνας έριξαν πράσινες φωτοβολίδες «τύπου Μάνιχερ σιναουέρ» και τους απελευθέρωσαν. Μία από εκείνες τις μέρες ,ο πατέρας μου 11 χρονών παιδάκι, τότε, μαζί με τους γονείς του και τα αδέρφια του έτρωγαν μπιρμπιλόνια όλοι μαζί από ένα ταψί. Οι γερμανοί μπήκαν στο σπιτοκάλυβο για έρευνα. Τα παιδιά είχαν ένα ζευγάρι κυάλια, τους τα έδωσε μια γειτονισά τους η θειά Χρύσω, πιθανόν για να τα ξεφορτωθεί. Ο γερμανός τα βρήκε ΄τότε ο παππούς μου έντρομος πετάχτηκε επάνω και απευθυνόμενος στα παιδιά είπε - Τι μου κάνατε; Ο γερμανός τα περιεργάστηκε και τα έβαλε στην τσέπη του. Μετά έφυγε χωρίς να τους πείραξει.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες με τον φόβο και την σκιά του καταπατητή πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Ο εχθρός είχε το πάνω χέρι. Εκείνες τις ημέρες οι Ιταλοί έπαιρναν το καλαμπόκι απ’ τα σπίτια διά της βίας. Όταν πήγαν στο σπίτι του Στυλιάκη να πάρουν το καλαμπόκι, η αδερφή του Στελιάκη, Ντίνα μια γυναίκα ψηλή και σωματώδης έπιασε τον Ιταλό απ’ το γιακά και τον έφερε σβούρα. Η τόλμη της όμως δεν εμπόδισε το έργο του Ιταλού. Όταν πήγαν κατόπιν στο σπίτι του Σοράμπα ένας χωριανός ο μετέπειτα Παπα-Ηλίας φώναξε στον Ιταλό Via δηλαδη Φύγετε. Ο ιταλός αποκρίθηκε No Via ,άρπαξε ένα χοντρό παλούκι και άρχισε να τον κυνηγάει, το κυνηγητό σταμάτησε όταν ο Ιταλός δεν μπόρεσε να περάσει μια μεγάλη τάφρο που βρέθηκε μπροστά του.
Βρισκόμαστε στο έτος 1943, όλη η οικογένεια κάτω απ τη μεγάλη λεύκα, ξεφύλιζε καλαμπόκι. Ο πατέρας μου δεν είχε ησυχία, και πάνω στην ιππασία ,το άλογο τον έριξε κάτω, το χέρι του συντρίφτηκε, όλο το κόκκαλο βγήκε έξω.
Να σημειώσω εδώ ότι αυτό το πέσιμο σημάδεψε όλη την υπόλοιπη ζωή του, το τραύμα κράτησε χρόνια ανοιχτό και έφτασε ένα βήμα πριν το θάνατο με την μόλυνση που υπέστη. Η νονά του Σαβατουλα Γαλανοπουλου έσκισε ένα μεγάλο σεντόνι και τύλιξε το χέρι του παιδιού και ξεκίνησαν για το Αιτωλικό όπου υπήρχε γιατρός, στο δρόμο, στο ύψος της Μπούζας οι Ιταλοί τους πέρασαν για ύποπτους και τους σταμάτησαν και μόνο εφότου μεσολάβησε κάποιος που μιλούσε ιταλικά τους επέτρεψαν να προχωρήσουν. Ετσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες. Κάποια μέρα ενώ ο παππούς κράταγε ένα όπλο η γιαγιά τρόμαξε νόμισε ότι έρχονται γερμανοί και αναφώνησε - Έρχονται! Ο παππούς έσπασε το όπλο στα δύο .Μετά τα παιδιά έθαψαν το όπλο στο αμπέλι.
Το 1944 που έφυγαν οι γερμανοί και οι Ιταλοί έσκαψαν βαθιά το αμπέλι και βρήκαν το όπλο άθικτο. Ένα άλλο αξιοσημείωτο περιστατικό είναι όταν ένας γερμανός μπήκε σε ένα γειτονικό σπίτι και μπαίνοντας κάπου χτύπησε, η θεία του πατέρα μου Αλεξάνδρα Σκαλιώτη γέλασε, ο γερμανός έστρεψε το όπλο πάνω της. Αλλά ευτυχώς το συμβάν σταμάτησε εκεί. Μία από εκείνες τις μέρες ο παππούς μου με τον πατέρα και τον θείο μου πούλαγαν καρπούζια και πεπόνια με τη σούστα ,εκεί που είναι τώρα το Νοσοκομείο στο Μεσολόγγι, οι Ιταλοί τους αγγάρεψαν να μεταφέρουν τα λάφυρα που είχαν αρπάξει τα οποία ήταν ζάχαρη και ρύζι, στους άλλους ιταλούς στρατιώτες στο Αιτωλικό. Ακόμη θυμάται ότι όταν βομβαρδίζανε στο Μεσολόγγι σπάσανε τα τζάμια στο δημοτικό σχολείο στο Νεοχώρι.
Ακριβώς τώρα απέναντί τους επάνω στο λόφο της Επισκοπής, που βρίσκεται το εξωκλήσι του Αη Γιάννη του Ριγανά, οι Γερμανοί είχαν παρατηρητήριο, βλέπανε κατακάθαρα τον γερμανό που πηγαινοέρχοταν με το κράνος, το όπλο, την μαύρη στολή του και την βαριά αρβύλα του, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Τότε δεν υπήρχαν ούτε περιβόλια ούτε ελιές, μόνο ένας κάμπος απέραντος και ο γερμανός ήταν μόνο μια ανάσα κοντά τους. Τα παιδιά φοβόταν. Αργότερα μία απ’ τις επόμενες ημέρες οι γερμανοί μια νύχτα και μια μέρα βομβαρζίζανε χωρίς ανακωχή. Τα παιδιά φώναζαν – Πατεράκη μου που να πάμε; Και η μόνη σκέψη ήταν – Απόψε καθαρίζουμε.
Γενικά όλες τις νύχτες σβήνανε ακόμα κι ένα λύχνο που είχανε –όσο μπορούσε να διακρίνεται ένας λύχνος. Μέσα σ ένα αυλάκι κρύβοταν την μέρα στου οποίου φτιάξανε μία τρύπα στα πλαινά_κάτι σαν στοά_ και εκεί μέσα τα έκρυβε ο πατέρας τους γιατί φοβόταν μην τα σκοτώσουν οι γερμανοί.
Ήταν 5 αδέρφια ,δύο αγόρια 14 και 11 ετών και τρία κοριτσάκια ,8,5 και 2 ετών αντίστοιχα. Aν και αυτή η κρυψώνα δεν ήταν και τόσο ασφαλή γιατί θα μπορούσε να γκρεμιστεί και να τα σκεπάσει το χώμα. Οταν το 1941 ήρθαν οι γερμανοί και η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο άρχισε η πείνα και ο φόβος. Ο πατέρας μου είπε ότι αυτοί δεν πεινάσανε όπως ο κόσμος στις μεγάλες πόλεις γιατί είχανε γάλα απ την κατσίκα _ γίδα, καλαμπόκι, ελάχιστο σιτάρι , ψάρια απ το Παλιούρι και το βασικό φαί τους ήταν οι πλατσαρίνες, η μπομπότα και ο χυλός. Αχ! Αυτός ο χυλός ! Ζάχαρη δεν είχανε, δεν υπήρχε. βράζανε το γλυκόρυζο και το πίνανε σαν τσάι.. Λάδι δεν είχαν παρά ελάχιστο, με μια μπουκάλα μικρή περνάγανε δύο μήνες όμως τα φαγητά γινόταν νόστιμα.
Όταν το 1944 οι γερμανοί έφυγαν, οι Έλληνες πήγαν στα στρατόπεδα για λάφυρα. Η γιαγιά μου Αρτεμησία, μάνα του πατέρα μου, με μεγάλη της χαρά έφερε τα λάφυρα σπίτι, ήταν πιάτα αλουμινένια, καραβάνες, πηρούνια και ένα μεγενθυντικό φακό προς μεγάλη χαρά των παιδιών που ενθουσιάστηκαν πολύ με την νέα ανακάλυψη. Σε ένα άλλο τόπο τώρα ,σ ένα μικρό χωριό της Μακρυνείας δίπλα στην Δερβέκιστα, ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι 2-3 χρονών, αυτό ήταν η μάνα μου Ευαγγελία Καλτσή γεννηθείς το 1941,η οποία δεν θυμάται και πολλά από εκείνα τα λαβωμένα χρόνια. Το μόνο που έμεινε στην μνήμη της ήταν ότι δίπλα στο σπίτι τους ,σε ένα σπιτάκι έμεναν δύο Ιταλοί, το είχαν για φυλάκιο. Μία μέρα πήγε στην πόρτα τους και τους κοίταζε και αυτοί της έδωσαν ένα μεγάλο κομμάτι άσπρο ψωμί και από πάνω είχε ένα κρέας άσπρο σαν βακαλάο.Μετά της είπαν –Αιντε τώρα. Μετά από χρόνια έμαθε από την μάνα της πως αυτοί ήταν Ιταλοί στρατιώτες. Ακόμη έχω να σας παρουσιάσω την μαρτυρία ενός ακόμα Νιοχωρίτη.Ο Πάνος Κοντογιάννης μαέστρος και πρωτοψάλτης στον Αγιο Νικόλαο Ρηγίλης στην Αθήνα μου αφηγήθηκε - Λίγα θα σου πώ γιατί ήμουν μικρός πέντε η έξη ετών .
Ένα πρωί ξύπνησα και άκουσα τον πατέρα μου να λέει ( Έρχονται οι Γερμανοί . )
Ο πατέρας μου ο Μήτσος Κοντογιάννης και ο αδερφός μου ο Χρήστος πήραν τα όπλα που είχαμε και τα έθαψαν στην αυλή. Τώρα αυτά τα όπλα απο που τα είχαμε δεν ξέρω. Αργότερα μάθαμε πως σκότωσαν τον Μαστρονάσο και τον Γεωργούση. Ο πατέρας μου και ο αδερφός μου πήγαν στο κρεοπωλείο. Από το μαγαζί πέρασαν οι Γερμανοί και πήραν τον αδερφό μου και άλλους Νιχωριτες και τους έκλεισαν στο καφενείο του Μελεγούνη - Κότση - που ήταν αυτό που έχει τώρα ο Γαλανόπουλος .
Οι Γερμανοί έφεραν στο κρεοπωλείο δυο μοσχάρια για να τα γδάρουν και λέει ο πατέρας μου στον Παντελή Κόγκα που ήξερε γερμανικά θέλω και το γιο μου να με βοηθήσει γιατί μόνος μου δεν μπορώ. Και πήγε ο Κόγκας με τον Γερμανό και τον έφεραν. Φεύγει ο Κόγκας και μένει ο Γερμανός. Ετοίμασαν τα μοσχάρια αλλά ο Γερμανός μιλούσε και δεν καταλάβαιναν. Ήταν και ο μπαρμπα Νάσος ο Ζήκος εκεί. Ήρθε αργότερα κάποιος γιατρός Μαρκέτος αδερφός του Γήγα που ήξερε γερμανικά και είπε πως θέλει να τα κόψει μερίδες. Τις μερίδες τις πέταγαν σε κάτι καφάσια. Όταν ο Γερμανός κοίταζε έξω ο πατέρας μου πετούσε στον αδερφό μου κρέας που το έβαζε στο συρτάρι για να φάμε κι εμείς! Την άλλη μέρα χτύπησε συναγερμός και πήγαμε όλοι στην πλατεία . Στο μπαλκόνι του Γαλανόπουλου μιλούσε ο Γερμανός Ελληνικά και θυμάμαι πολύ καλά τις λέξεις. ( του φώναξα τρεις φορές αλτ και δεν σταμάτησε τον σκότωσα και παει ο καημένος.) Εννοούσε τον Γεωργούση. Αυτά τα λίγα δεν θυμάμαι περισσότερα.
Ισως σας κούρασα, ίσως ήταν πολλά όσα σας παρέθεσα αλλά δεν μπορούσα να βρω λιγότερα λόγια, γιατί κάθε περιστατικό, κάθε λέξη, κάθε θρόισμα αέρα, κάθε λίκνισμα κλαδιού ακόμη κι εκείνο το αμυδρό φως του λύχνου για εκείνη την εποχή, είχαν ιδιαίτερη σημασία, έτσι δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τα δυνατά απ τα αδύνατα σημεία, τα μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας , όλα ήταν βιώματα πολύτιμα που όμως μπορώ να πω ότι είναι λίγα για να δείξουν το μέγεθος των γεγονότων και την σπουδαιότητα της εποχής. Αυτοί οι άνθρωποι που βίωσαν την ανέχεια, την πείνα, τον πόλεμο, την σκληράδα της ζωής, τον φόβο, τον τρόμο, την εξαθλίωση, τις αρρώστειες, την σκιά του εχθρού, ζούν ανάμεσά μας.
Αυτοί οι άνθρωποι που αναδύθηκαν μέσα από τις φλόγες, αναστήθηκαν μέσα από τις στάχτες και ανάστησαν κι εμάς. Ας περνούμε δύναμη από αυτούς σ αυτή την δύσκολη περίοδο που διανύει η Ελλάδα που είναι μόνο κρίση οικονομικής φύσεως και να συνεχίσουμε με θάρρος και δύναμη ψυχής δίνοντας στα παιδιά μας και στους μεταγενέστερους πνευματικά εφόδια, σταθερές αξίες και ιδανικά να πορεύτουν έχοντας πρότυπο τους προγενέστερους που ζούσαν μόνο για ένα κομμάτι μπομπότα και με την ελπίδα να ξυπνήσουν ζωντανοί το άλλο πρωί.
ακολουθήστε το aixmi-news.gr στο Facebook για να μαθαίνετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις