Στο πρόσωπο της γιαγιάς Δέσποινας, μιας γυναίκας που κατάφερε με χίλια βάσανα να πατήσει το πόδι της στην Ελλάδα έχοντας δυο αγόρια κολλημένα στα στήθη της και την πεθερά της, τη Μερσώ από κοντά, μια γυναίκα που τής είχαν αρπάξει τον άντρα της, τον λεβέντη της για τα αμελέ ταμπούρια στα βάθη της Ανατολής, προσπάθησα να δώσω όλη την πορεία του μικρασιάτικου ελληνισμού που ακουμπούσε με ελπίδα σε ελληνικό χώμα χωρίς να μπορεί να φανταστεί τη σκληρή αντιμετώπισή τους από τα αδέρφια τους.
Μόλις όμως έφτασαν στη μητέρα Ελλάδα και τους ξεφόρτωσαν σαν τα παλιοτσουβάλια που δεν ξέρουν πώς να τα ξεφορτωθούν, βρέθηκαν χαμένοι. ΄Εστρωναν κουρελούδες όπου έβρισκαν να κατοχυρώσουν έναν τόπο, τούς έδιωχναν κακήν κακώς κι όλο τους έδιωχναν παραπέρα, σε ένα παραπέρα δύσβατο για τους πολλούς γεμάτο από βάτα, γομαράγκαθα και ξερολιθιές. Παρόλα αυτά υπομόνευαν. Κι όταν μετά από πολλές διαμαρτυρίες και αγώνες τους δόθηκε μία γη να την κατοικήσουν, μοιρασμένοι σε ομάδες άλλοι κουβάλαγαν την άμμο, άλλοι την έβρεχαν με νερό, άλλοι στοίβιαζαν τη λάσπη στα καλούπια κι άλλοι έβγαζαν τους πλίθους για να τους στήσουν οι χτιστάδες. Γέροι, άντρες αλλά και παιδιά μέρα νύχτα ύψωναν τα σπιτικά τους. Ετσι μπήκαν μέσα γρήγορα κάνοντας τον σταυρό τους. Τους βλέπανε οι ντόπιοι να επιβιώνουν παρά τις δυσκολίες κι απορούσαν που έβρισκαν το κουράγιο να παλεύουν δίχως να βαρυγκωμούν!
«΄Όταν ήρθαν και κατάφεραν να στεριώσουν πέρασαν έναν δεύτερο διωγμό απ’ τους ΄Ελληνες. Είναι μεγάλος καημός να σε βλέπουν όλοι σαν τρύπια δεκάρα. ΄Ετσι τους φώναζαν οι ντόπιοι, ειδικά τις γυναίκες, τις ξενομερίτισσες. Τούρκους τους ανέβαζαν, τούρκους τους κατέβαζαν. Είναι μεγάλος καημός να περνάς στον δρόμο και να σε φτύνουν λες κι έχεις χολέρα. Είχαν ακόμα να αντιμετωπίσουν πολλές μπόρες, τα βάσανά τους δε είχαν τελέψει. Είχαν να αντιμετωπίσουν καινούριες λαχτάρες, καντάρια την άρνηση!
Απ’ τις πρώτες ματιές ένιωσαν τα «καλωσορίσματα». Τα βλέμματα των ανθρώπων μερικές φορές είναι πιο φλύαρα κι απ’ τα πικρά τα χείλια. Μαχαιριές βουβές στα πληγωμένα στήθια τους.
Ξένοι,
κυνηγημένοι,
λεπροί,
κατατρεγμένοι,
αποβράσματα,
΄Ετσι τους φώναζαν οι ντόπιοι με όλους τους τρόπους που μπορεί να βγάλει κακία ο άνθρωπος. Μικροί και μεγάλοι μουρμούριζαν πως ένα μεγάλο κακό τους είχε χτυπήσει στα καλά του καθουμένου. Κι εκείνοι καμώνονταν τους κουτούς κι έλεγαν καλημέρα, μα εισέπρατταν περιφρόνηση.
Είχαν γίνει πια το «αδύναμο μέρος». Αυτοί που στην Ιωνία λογιόνταν αφεντικά, ανθρώποι προκομμένοι και πολλά ευτυχισμένοι, τώρα μπορούσαν τάχα να μολύνουν το «υγιές» κομμάτι του ελληνισμού. Μια πληγή που αιμορραγούσε έγιναν ξαφνικά που θα λέρωνε τον κόσμο!
«Είχαν κι αυτοί βέβαια τα δίκια μας, ήταν μια στάση που με πολλή προσπάθεια νιώθεται. ΄Ολος ο ελληνισμός τότε σέρνονταν ταπεινωμένος. Τα φτερά τους κόπηκαν. Τα σπίτια τους είχαν ρημάξει. Οι δουλειές πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο. Η πείνα τους πολέμαγε. Η ανέχεια χαλνάει τους ανθρώπους. Τους κάνει σκληρούς και συφεροντολόγους. Οι αλλοφερμένοι αποτελούσαν ζώσα απειλή. Το Κράτος πάλι, ρημαγδιό. Προσπαθούσε να μπαλώσει τρύπες δίχως να ‘χει στα χέρια το βελόνι!
Κάποιοι όμως ξεπέρασαν τα ανθρώπινα όρια, τούς φώναζαν:
«Να φύγετε, να φύγετε. Στον τόπο σας και στον τόπο μας, τουρκόσποροι!»
«Τι θαρρείτε πως εδώ βρήκατε τους μήνες που θρέφουν τους έντεκα;»
«Σεις μας λείπατε τώρα…!»
«Τους άκουγαν να τους αποδιώχνουν και καίγονταν η καρδούλα τους κι όλο πεθυμούσαν τον τόπο που άφησαν και τα καλούδια τους:
απόσπασμα
«Αχ να ‘χα λίγο γαύρο από τούτο τ’ αρμυρό στοιχείο να τον κάνω χαμσί πιλάφ να ευφράνουμε την καρδούλα μας, να φάνε τα’ παιδάκια μου μην αδικοθανατίσουν!! Μουρμούραγε η γιαγιά Δέσποινα σαν ήταν νέα και όμορφη, μα πρόσφυγας αντικρίζοντας τη θάλασσα…
Σαν αντίκριζα τα εχθρικά βλέμματα που με τριγύρναγαν, ανατρίχιαζα σύγκορμη κι έκλεινα τα μάτια φαρμακωμένη. Δεν έμενα πολύ εκεί κάτω. Ο αέρας μύριζε μπαρούτη. Οι ντόπιοι μάς παίρνανε με τις πέτρες να μη μολέψουμε τον χώρο. Μια μέρα μια κοτρόνα βρήκε στο κεφάλι την κόρη της κυρα -Γιάννενας, της γειτόνισσάς μας που ‘χα πάρει μαζί μου να τη φυσήξει λίγο ο μπάτης. Μόλις είδα τα γαίματα στο πρόσωπό της κόντεψα να πάθω συγκοπή. Ευτυχώς έτρεξε ένας ντόπιος μαγαζάτορας, ας είναι βλογημένος και μου ‘φερε καθαρή πετσέτα και οινόπνευμα.
«Ο θεός σ’ έστειλε, αδερφέ μου»
«Ο θεός ή ο διάολος δεν ξέρω, κυρά μου. Μια φορά δε φταίει σε τίποτα τούτο το αθώο αρνί να δέχεται τις λαβωματιές των μεγάλων»
Δεν ήταν λοιπόν όλοι ένα. Υπήρχαν ανάμεσό τους πολλοί άνθρωποι με καρδιά και φιλότιμο. Ελληνικό γαίμα. Φύτρα πονετική και όμορφη. Από τότε τα ’βλεπα αλλιώς τα πράματα. Δεν έριχνα κατηγόριες σε όλους. Απέφευγα να ξεστομίζω κουβέντες για τις οποίες μπορεί μετά να μετάνιωνα, αφηγείται η γιαγιά Δέσποινα στα εγγόνια της, μια ιστορία σαν παραμύθι, μα ολότελα αληθινή. Ευτυχώς που τα παραμύθια έχουν αίσιο τέλος όμως. Αίσιο τέλος είχε και η περιπέτεια των μικρασιατών.
Μέσα στο κατατρεγμό και την αντέχεια σηκώθηκαν στα πόδια τους, έστησαν τα τσαρδάκια τους, βρήκαν δουλειά, και δεν έχασαν ποτέ μα ποτέ το κουράγιο και την πίστη τους για ζωή. Μέσα στους καχεκτικούς καταυλισμούς τους φούντωσαν έρωτες, έκαναν οικογένειες, γεννήθηκαν παιδιά και μαζί με αυτά η ελπίδα για καλύτερες μέρες.
Μυστήρια ράτσα οι Ελληνες. Ξεθεωμένοι όλη μέρα από τη δουλειά σαν γύρναγαν στα σπιτικά τους, χαίρονταν την εστία τους. Το νυχτολούλουδο αντάμα με τα γεράνια και τις πασχαλιές τους μεθούσαν κι η κούραση πάαινε περίπατο. Τα πιτσιρίκια χάλναγαν τον κόσμο κι οι μεγάλοι τα ‘βλεπαν κι έκαναν το σταυρό τους που ξεπετάχτηκαν αν κι ανατράφηκαν μέσα σε μπόρες και χαλασμό. Κι οι γείτονες θυμόταν πως μια βολά πριν έρθουν σε τούτα τα μέρη κάποτε τραγουδούσαν και χόρευαν κάνοντας καρδιά με τα σεβνταλίδικα του τόπου τους.
Οι άντρες με τις πιτζάμες, έστριβαν τσιγάρο και ρούφαγαν κρασάκι. Οι γυναίκες κάθονταν κατάχαμα με τα μισοφόρια. Δεν τις έμελλε για τα παιδιά που τριγύρναγαν σχεδόν τσίτσιδα ανάμεσά τους βουίζοντας σαν το μελίσσι. Κι άρχιζαν τέτοιοι αμανέδες που στέναζε η γειτονιά ιστορώντας όλη την πίκρα της φυλής μας και τον καημό του Πόντου μαζί και την ελπίδα του γυρισμού τους, ανακατεμένα με τη γλύκα της ζωής, και του καιρού τα αλλάματα. Προσπάθαγαν να στριμώξουν μια ζωή δοσμένη σε ταιριασμένους στίχους. Ανοιγαν τότε διάπλατα οι καρδούλες ολωνώνε στους καταυλισμούς.
«΄Αντε μπρε παιδιά, να χορέψουμε να πεθάνει ο Χάρος ο άτιμος», ακουγόταν καμιά φωνή μέσα από το πλήθος. Και τότε οι νιοι παίρνανε τα ομορφοκόριτσα απ’ το χεράκι που έτρεμε και στροβιλίζονταν στο χώμα. Τότε να ‘μασταν από μια μεριά να ξεχωρίσουμε τους εργάτες απ’ τους πανηγυριώτες! Να οι μπάλοι, να οι καρσιλαμάδες, γλέντι τρικούβερτο με το τίποτα. Ψωμί, ελιά και μια αγκαλιά γεμάτη.
Αντηχούσε ως πέρα η χαρά. Σταυροκοπιόνταν κι απορούσαν οι ντόπιοι για του κόσμου τα παράξενα.
«Εδώ ψωμί δεν έχουνε, ραπανάκια για την όρεξη οι πρόσφυγες»
«Αυτοί βρακί δεν έχουν να φορέσουν και στον αμανέ πρώτοι, καλέ»
«Μα εκείνους δε τους ένοιαζε αν δεν είχαμε βρακί τέτοιες ώρες. Είχαν φορεμένη την αξιοπρέπεια φερμένη απ’ τα μέρη τους.
Αψηφούσαν το κακό μελέτι όμοια κι απαράλλαχτα με τον παλιό καλό καιρό που στήνανε τράπεζες με όλου τους είδους τα γλυκά στα σπιτικά τους με τα πιθάρια ξεχειλισμένα από χλωμιασμένες λίρες και τις αρμαθιές τα πεντόλιρα, μέσα στο μπερεκέτι. Θυμούνταν τις «καλές μέρες», δεν κιοτεύανε και προσμέναμε άλλες ακόμα πιο φωτεινές.
΄Εχοντας διανύσει μια πορεία στον χώρο της λογοτεχνίας τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, δεν μπορούσα να μην σταθώ σε μια ανάγκη να γράψω για τη Μικρασία, για τον ξεριζωμό τόσων ανθρώπων με βίαιο τρόπο από τον τόπο τους, για τη δυσκολία μετάβασης σε έναν άλλον τόπο, για τα προβλήματα που αντιμετώπισαν εκεί μέχρι να ξαναριζώσουν, να γίνουν αποδεκτοί, να επιβιώσουν… Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Πειραιάς, Εύβοια… τόσοι τόποι μπολιάστηκαν με πολιτισμικά στοιχεία κι ανθρώπινο δυναμικό αλλάζοντας τη φυσιογνωμία της μητροπολιτικής Ελλάδας… Με «Το χαμένο ταίρι» και μια γιαγιά Δέσποινα που παρά την αδυναμία της κατάφερε να συντηρήσει μια ολόκληρη γενιά, μπορώ έτσι να συνομιλώ με τη δεύτερη και τρίτη γενιά προσφύγων όντας κι εγώ Μικρασιάτης εξ’ αγχιστείας και βέβαια τα παιδιά μου κατά το ήμισυ φύτρα μικρασιατική, μένοντας στην προσφυγική συνοικία της πόλης του Βόλου.
Νέα Μάκρη, Νέα ΄Εφεσος, Νέα Ιωνία, Νέος Πύργος, Νέα Σινασός… κατά μια ανάγκη να συνεχιστεί νέα ζωή…
Με «Το χαμένο ταίρι», ένα βιβλίο που αγαπήθηκε και διαβάστηκε από μικρούς και μεγάλους, επιχειρούμε να ξαναζωντανέψουν μνήμες που πονάνε, αλλά δεν στεκόμαστε εκεί… ΄Ερχονται στον νου μας οι αξίες των Μικρασιατών, τα γλέντια και τα πανηγύρια των «τρελών» που ανυπόδητοι και σκοτωμένοι από τη δουλειά γλένταγαν τα βράδια στον Ξηρόκαμπο, στα απάτητα μέρη του Βόλου. ΄Ηθη, έθιμα, συνήθειες, πίστη, μουσική, χορός, γεύσεις, μυρωδιές, θανατικά και παντρολογήματα, γεννήσεις… ο κύκλος της ζωής… Κι όλα αυτά στα νέα μέρη, σ’ αυτά που οι πρόσφυγες κατόρθωσαν να μερέψουν, να χτίσουν, να δημιουργήσουν από την αρχή. Η γιαγιά Δέσποινα φεύγοντας από τη ζωή αισθάνεται το χρέος να παραδώσει τα «ιερά και τα όσια» στην εγγονή της, τη νέα Δέσποινα κι εκείνη στα παιδιά της για να μην χαθεί τίποτα μέσα στον χρόνο.
Αυτά τα ιερά και τα όσια είναι ανάγκη να προσδιορίζουν και το μέλλον μας. Η Μικρά Ασία, ο άγριος διωγμός ενός λαού από την πατρική γη δεν τιμάται μόνο ως μια επέτειος εθιμοτυπικά. Αυτό που χρειάζεται είναι το παρελθόν να αποτελέσει φάρο για το μέλλον, για ένα αύριο με λιγότερα λάθη και τουλάχιστον όχι με τα λάθη του χθες, χωρίς νέες ανοιχτές πληγές πριν καλά καλά επουλωθούν ακόμα οι παλιότερες. Το 2022 τιμούνται τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά σαν εκπνεύσει τούτη η χρονιά, δεν πρέπει να λησμονηθεί τι έγινε, πώς έγινε και γιατί επιχειρείται σκόπιμα για στενά εθνικιστικούς λόγους να ξεχαστεί να «στρογγυλοποιηθεί» μια εθνική συμφορά, να «ωραιοποιηθεί μια τραγωδία, να αποσοβηθεί ο άγριος διωγμός των Μικρασιατών και Ποντίων από τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους, τα άγια χώματά τους. Κάθε ιστορικό γεγονός αυτή την αξία έχει, όταν το πέρασμα του χρόνου δεν αλλοιώνει και την πραγματική αξία και σημασία των γεγονότων.
΄Ενα χαμένο παπούτσι, μια χαμένη προσδοκία, ένα άπιαστο όνειρο, μια σβησμένη ελπίδα,
ένα γυμνό πόδι, μια ολόγυμνη καρδιά, μια ξυπόλυτη ύπαρξη, μονοσάνταλος καημός…
Ένα χαμένο ταίρι που ζητά την ολοκλήρωσή του, τη δικαίωσή του μέσα στον χρόνο, ώστε η μνήμη να λειτουργήσει παρωθητικά και δημιουργικά προς το καλό και το ωραίο.