Σύμφωνα με αυτούς, η ιστορία του 1821 είναι μυθοποιημένη και χρειάζεται αναθεώρηση και απομυθοποίηση. Ειδικότερα και ενδεικτικά ισχυρίζονται ότι: Το Λάβαρο της Αγίας Λαύρας, το κρυφό Σχολειό, το κλέφτικο τραγούδι, το σχοινί του Πατριάρχη, το σουφλί του Διάκου, το δαυλί του Κανάρη, όλα αυτά είναι «μυθικά». Δεν έχουν καταλάβει οι κύριοι αυτοί οι οποίοι για λόγους ιδεολογικούς, ή προπαγανδιστικούς ή λαϊκιστικούς που αποβλέπουν στο γκρέμισμα των πνευματικών μας ερεισμάτων, ότι αυτά που ζητούν να απομυθοποιηθούν παρ’ εκτός του ότι θεμελιώνονται και ανταποκρίνονται απολύτως στην ιστορική αλήθεια, έχουν εντυπωθεί στον ψυχισμό του λαού ως σύμβολα.
Ξεριζώνοντας τα σύμβολα, ξεριζώνουμε την ψυχή του. Τις ιστορικές ανακρίβειες τις διορθώνουμε, αλλά τους ιστορικούς συμβολισμούς δεν τους θίγουμε. Τους σεβόμαστε. Αλλιώς μας περιμένει το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Επίσης οι απομυθοποιητές, οι αναθεωρητές της Ελληνικής ιστορίας σπιλώνουν τους αγωνιστές του ’21 (Κολοκοτρώνης, κλπ.), στους οποίους, ανερυθρίαστα, αποδίδουν την κατηγορία ότι ήσαν προδότες! Μειώνουν τον ρόλο της εκκλησίας στην επανάσταση του 21 και τονίζουν, χωρίς ντροπή και σεβασμό στην Ιστορική αλήθεια, ότι «η επίσημη Εκκλησία, ήταν αντίθετη στην Επανάσταση και τους ελάχιστους ανώτερους κληρικούς που ελάμβαναν μέρος ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ απειλούσε ότι θα αφορίσει». Κατηγορούν οι απομυθοποιητές τον Πατριάρχη και τους ανώτερους κληρικούς ότι ταυτίσθηκαν με το Τουρκικό καθεστώς για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους.
Επικαλούνται δε για να θεμελιώσουν την κατηγορία μια Πατριαρχική εγκύκλιο που κυκλοφόρησε το 1800 με τίτλο «Πατρική Διδασκαλία που φέρεται να συνιστά ο Πατριάρχης στους πιστούς «υποταγή» στη νόμιμη εξουσία του Σουλτάνου. Επίσης και ένα άλλο κείμενο που κυκλοφόρησε την ίδια περίοδο με τίτλο «Ελληνική Νομαρχία» - γραφείσα υπό Ανωνύμου Έλληνος, στο οποίο έγγραφο επικρίνεται ο κλήρος για δουλοπρεπείς θέσεις και νομιμοφροσύνη στον κατακτητή. Οι κατήγοροι του Πατριαρχείου πρέπει ωστόσο να λάβουν υπ’ όψιν ότι η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, παρά τα προνόμια που της παραχώρησε ο Σουλτάνος για δικούς του λόγους, τελούσε εν αιχμαλωσία. Έπρεπε να ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί. Να συμβιβάζει δύσκολες και αντιμαχόμενες καταστάσεις, όπως επί παραδείγματι: Να υποστηρίζει τη Φιλική Εταιρεία και την προετοιμαζόμενη Επανάσταση απ' τη μια μεριά. Και να καθησυχάζει τις υποψίες του Σουλτάνου από την άλλη, ώστε να μην ξεσπάσει η οργή του στον άμαχο πληθυσμό. Με το ένα χέρι υπόγραφε τον «αφορισμό» της Επαναστάσεως, και με το άλλο ευλογούσε αυτό που αφόριζε! Χωρίς αυτή τη διπλωματική τακτική του Πατριαρχείου, οι σφαγές που θα ακολουθούσαν, θα μπορούσαν να καταλήξουν σε γενοκτονία και αφανισμό του Ελληνισμού.
Είναι λοιπόν εύκολο να κατηγορούμε τον Πατριάρχη Γρηγόριο, που αποκήρυξε τον Υψηλάντη, τον Σούτσο και την Επανάσταση, αλλά δεν είναι τίμιο να αποσιωπούμε τι θα ακολουθούσε αν δεν το έκανε αυτό ο Γρηγόριος. Και ακόμη πιο ανέντιμο είναι να μην επισημαίνουμε, ότι ο Πατριάρχης πλήρωσε με τη ζωή του τη διπλωματική του τακτική αποτρέποντας έτσι τις μαζικές σφαγές, και βοηθώντας την Επανάσταση να ριζώσει και να μην καταπνιγεί εν τη γενέσει της.
Η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας πρέπει να είναι πλήρης - όχι μονομερής. Χρειάζεται και η άλλη μισή αλήθεια, που λέει ότι παραλλήλως η Εκκλησία, επί 400 χρόνια, δεν ήταν απλώς Εκκλησία. Ήταν Εθναρχούσα Εκκλησία! Ενσάρκωνε δηλ. τα ιδανικά του Έθνους. Ήταν η Κιβωτός, που φύλαξε τη γλωσσική και πολιτιστική κληρονομιά της Ρωμιοσύνης απ’ τον αφανισμό, στα χρόνια της δουλείας. Και κάτι άλλο. Δεν πρέπει να λησμονούν οι απομυθοποιητές ότι η Εκκλησία διατήρησε ένα κατάλυμα συνοχής μιας υπό ζυγόν εξουσίας. Οι ραγιάδες στο πρόσωπό του Οικουμενικού Πατριάρχη είχαν ένα υποκατάστατο του αυτοκράτορα που έχασαν. Και το έθνος, χάρη στο Πατριαρχείο, ήταν μεν υπόδουλο, αλλά υπήρχε και είχε την ιεραρχία του και διατηρούσε την Εθνική του υπόσταση. Και ακόμη, η Εκκλησία είχε ένα imperium κάτω βέβαια από τη δουλοσύνη, όμως, πάντως, ένα imperium που διατηρούσε σε συνοχή τους ραγιάδες.
Το Πατριαρχείο δε στάθηκε για τον ραγιά ένας τόπος καταφυγής. Μ’ αυτό το καταφύγιο ο ραγιάς υπέφερε, επόνεσε, εμαρτύρησε, αλλά δεν εξαφανίσθηκε. Αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανένας. Το φωνάζουν και οι πέτρες. Η προσπάθεια παραποίησης της Ιστορίας μας από την ιδεολογική ομάδα των «αναθεωρητών» αλλά και από εκπροσώπους της μαρξιστικής διανόησης και αντιεκκλησιαστικούς παράγοντες θα είναι πιο έντονη μελλοντικά. Σκοπός τους είναι να επεκτείνουν στην λληνική Ορθόδοξη Εκκλησία τα όσα διέπραξε η Λατινική, να καταργήσουν την ταυτότητά μας και να μας εντάξουν στην άθεη κουλτούρα. Ματαιοπονούν. Όλοι οι Έλληνες έχουμε ριζωμένη στη ψυχή μας την Ορθοδοξία και τη βιώνουμε στην έκφρασή της κουλτούρας μας. Με την Ορθοδοξία δημιουργήσαμε το Βυζαντινό πολιτισμό, με την Ορθοδοξία επιζήσαμε ως Έθνος για τετρακόσια και πλέον χρόνια σκλαβιάς σε βάρβαρο κατακτητή, με την Ορθοδοξία, αποκτήσαμε την ανεξαρτησία μας και με την Ορθοδοξία πορευόμαστε. Ο «Έλληνας, -όπως γράφει ο Ζαμπέλιος το 1852- λατρεύει την Ορθοδοξία μάλλον ως φρόνημα του γένους του, ως αποθήκην της παραδόσεώς του, ως σύνδεσμον της Εθνικής του κοινωνίας». Καταλυτική απάντηση στους κατευθυνόμενους ιστορικούς δίνει, μέσα από τα γραφτά του, ο πιο αρμόδιος απ’ όλους ο ακαδημαϊκός – ιστορικός Κων/νος Δεσποτόπουλος. «Είναι φρονώ ιστορικά επιπόλαιη μια τέτοια γνώμη. Αγνοείται από τούς φορείς της ότι αποστολή της Εκκλησίας ήταν, να σώσει ζωές Ελλήνων και ότι με την έναρξη της Επανάστασης το μέγα πλήθος των Ελλήνων κατοίκων εκτεταμένων περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βρέθηκαν αυτομάτως σε κατάσταση ομηρίας».
Και συνεχίζει ο Κων/νος Δεσποτόπουλος, αποστομώνοντας τους διαστρεβλωτές της Ιστορίας. «Εκινδύνευσε τότε να εξολοθρευθεί μέγα πλήθος Ελλήνων και οι άνδρες της Φιλικής Εταιρείας να καταστούν ολετήρες του Έθνους. Ο Σουλτάνος έξαλλος όταν έμαθε την Επανάσταση υπέγραψε διάταγμα εξοντωτικό των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χρειάζοταν όμως να το προσυπογράψει και ο θρησκευτικός των Τούρκων ηγέτης. Και ο τότε, κάτοχος του αξιώματος αυτού, Χατζή Χαλίλ εφέντης, ανήρ φιλάνθρωπος, αρνήθηκε να το προσυπογράψει με το επιχείρημα ότι δεν επιτρέπει το Κοράνι σφαγή αθώων και μυστικά διεμήνυσε προς τον Πατριάρχη να τον ενισχύσει προς τη σωστική άρνησή του. Για να σωθούν οι Έλληνες, ο μόνος τρόπος ήταν ο θρησκευτικός τους ηγέτης, ο Πατριάρχης να αποκηρύξει την Επανάσταση. Και ανήκει τιμή και δόξα στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ για τη σωστική του υπόδουλου Γένους, απόφασή του να προβεί σε αποκήρυξη της Επαναστάσεως του 1821. Και αλίμονο για το γένος των Ελλήνων αν δεν το έκανε.
Εξάλλου επισημαίνουμε ότι ο αρχηγός της Επαναστάσεως, Αλέξανδρος Υψηλάντης, είχε διαμηνύσει από τον Ιανουάριο του 1821 προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ότι ενδέχεται ο Πατριάρχης να προβεί σε αποκήρυξη της Επαναστάσεως, για να προστατεύσει τους Έλληνες των μη επαναστατημένων περιοχών και η αποκήρυξη αυτή δεν θα εκφράζει το πραγματικό φρόνημά του. (σ.σ. αυτό το στοιχείο οι προοδευτικοί κατευθυνόμενοι ιστορικοί σκοπίμως το αποσιωπούν)».
Δύο άνδρες υπήρξαν τότε σωτήρες του Έθνους. Ο Εθνομάρτυς Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος έσωσε την επανάσταση με τη διπλωματική δεξιοτεχνία του, καθώς πέτυχε στο Λάϊμπαχ να ματαιώσει απόφαση των εκεί συγκεντρωμένων αρχηγών των Μεγάλων τότε Δυνάμεων για επέμβαση του αντεπαναστατικού συνασπισμού των εναντίον του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων και μάλιστα, για να επιτύχει τη ματαίωση αυτή, εδέησε να συντάξει ο ίδιος αποκήρυξη του Αλεξάνδρου Υψηλάντη ως Αρχηγού της Επαναστάσεως των Ελλήνων.
Δύο αποκηρύξεις, λοιπόν, συνέβαλαν κρίσιμα για την περίσωση το 1821 του Γένους των Ελλήνων και για τη μη καταστολή με διεθνή σύμπραξη της απελευθερωτικής του Επαναστάσεως. Και αποτελεί σφάλμα οικτρό των ιστορικών η γνώμη για τις σωτήριες αυτές «αποκηρύξεις» ότι ενέχουν αντίθεση των αυτουργών τους προς την Ελληνική Επανάσταση.
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού