ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΟΥ
JOSÉ DE ESPRONCEDA
Λιγόψυχε θνητέ, µην τη φοβάσαι
τη σκοτεινιά ή τ’ όνοµά µου
βρίσκει ο άνθρωπος στην αγκαλιά µου
το αίτιο εκειό που τον πληγώνει.
Εγώ, καλοσυνάτα σου προσφέρω
µακριά απ’ τον κόσµο, ένα λιµάνι,
να ’ρθει ο ίσκιος µου να σε θερµάνει
για πάντα στο στερνό σου παραγώνι.
Ερηµονήσι είµ’ εγώ του παραδείσου
κατάµεσα στη λήθη του πελάγου
εκεί που ο µαρνέρος τ’ αστρολάβου
καρτέραε όσου η καταιγίδα να περάσει,
εκεί που κερνούσαν θεϊκούς νηδύµους
τρεχούµενα νερά δίχως ψιθύρους
και νανουρίζαν λάγνα τους Σατύρους,
ώσπου τ’ απάνεµο αεράκι να κοπάσει.
Κλαίουσα είµαι µελαγχολική ιτιά,
που το λυπηµένο φύλλωµά της
σκύβει ευλαβικά τ’ αψήλωµά της
στο κρυφό της ροζιάρικο σαράκι,
και ξαποσταίνει τ’ ανθρώπου το ριζάφτι
µε νέκταρ χλωρής δροσοσταλίδας,
που στάζει απ’ τα φτερά της χρυσαλλίδας
καθώς ξεχνιέται στη σκιά απ’ το δεντράκι.
Είµαι η παρθενογέννητη απόκρυφη θεά
των άµετρων στερνών ερώτων,
λουλούδι χαµοδέντρων αιχµαλώτων
δίχως αγκάθια που αγκυλώνουν,
και τρυφερά προσφέρω αγκαλιά
σαν ερωτύλος δίχως µάταια κακία,
αλλά και δίχως πάθος κι αλεγρία
όπως οι απέθαντοι έρωτες που βιώνουν.
Στη σκιά µου αποσιώπησε η γνώση
κι εντός µου αµφιβολιά κατασταλάζει
και στέρφα, γυµνωµένη σαν ατλάζι
περίσκεψη και σύνεση διδάσκει…
Κι απ’ τη ζωή κι απ’ τον αφανισµό της
απόκρυφος µέντορας προβάλλει
το χέρι ανοίγοντας σαν προσκεφάλι
στης ατέρµονης ζωής τον δράστη.
Και συ κόπιασε παράφορη κασίδα
και στα θερµά µου µπράτσα ξεκουράσου.
Μάνα, που τ’όνειρο βάρυνε τα βλέφαρά σου
’κείνο που θα χαρίσω στην αθανασία
έλα και πλάγιασε αλαφρά για πάντα
σε άσπρο κλινάρι βελουδένιο,
που η σιγαλιά το ταξιδεύει κρυσταλλένιο
εκεί που η ζωή δεν έχει σηµασία.
Άσε να δαιµονίζουν τον καθένα,
που σαν τρελός στην υδρόγειο γκρεµιέται,
ψέµα πεθύµιας δεν αρνιέται
µήτε αναµνήσεις στο ζεµπίλι φέρνει,
γιατί ψέµατα είν’ οι έρωτές του
ψέµατα είναι οι θρίαµβοί του
κι ό,τι κατάκτησε µε το ραβδί του,
ψέµα κι οι πόθοι, π’ άνεµος τους παίρνει.
Κλείσε µε το ευλαβικό µου χέρι
τα µάτια σου στο διάφανο ύπνο,
φαρµάκι από χνουδάτο στρύχνο,
που ζύµωσες µε δάκρυα µουσκεµένα.
Κι εγώ θα διώξω απ’ την ψυχή σου τη µαυρίλα
τον πόνο απ’ τ’ αγγελοσκιάσµατά σου
µετρώντας τα καρδιοχτυπήµατά σου
που θ’ ανήκουνε πάντοτε σ’ εµένα.
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού