aixmi-news.gr

Και να σκεφθεί κανείς πως μόνο δυο γενιές μας χωρίζουν…

Διαβάστηκε 3811 φορές
14/03/2021 - 08:30

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 11/03/2021

Της Μάγδας Βελτσίστα

Προχθές το βράδυ (Δευτέρα 22.02.21), είχα ένα πολύ ευχάριστο τηλεφώνημα. Ντριν, ντριν, και ήτανε η μικρή εγγονή μου, η Μυρτώ, μαθήτρια της Δευτέρας Δημοτικού.

- Είσαι καλά, γιαγιά μου; Διάβασα στην ΑΙΧΜΗ την τελευταία συνεργασία σου «Μερικές σταγόνες…» και πήρα να σε συγχαρώ. Μου άρεσε πολύ, κυρίως εκείνο που έγραψες για τα παιδιά της Βαλτιμόρης. Που τα αγαπούσε η δασκάλα τους πάρα πολύ.

- Ξέρεις πού είναι η Βαλτιμόρη;

Κι εκεί που ετοιμαζόμουν να «της πω», με πρόλαβε:

- Ξέρω, ξέρω! Μπήκα στο γκούγκλ και διάβασα.

Ναι, βέβαια, έτσι ήμουνα κι εγώ στα παιδικά μου χρόνια! Με υπολογιστές, ξένες γλώσσες και μπαλέτο. Βέβαια, τότε… Τα παιδιά δεν ήταν καταναλωτικά στοιχεία και δεν ήταν συνηθισμένα να ζητάνε και να χαλάνε λεφτά. Στα διαλείμματα του σχολείου τρώγαμε ό,τι μας δίνανε από το σπίτι, συνήθως δυο φέτες ψωμί με τυρί ανάμεσα ή κανένα κομμάτι πίτα, όλα τυλιγμένα σε λαδόκολλα ή πετσέτα της μητρικής κουζίνας. Δεν υπήρχανε κυλικεία στα σχολεία, είπαμε, δεν κυκλοφορούσε χρήμα.

Τα μικρότερα παιδιά έπαιρναν τα ρούχα και τα παπούτσια από τα μεγαλύτερα αδέρφια (ή ξαδέρφια ή άλλους συγγενείς) και καμάρωναν κιόλας, «κοίτα, φοράω το φόρεμα της Ελενίτσας, μεγάλωσα και μου χωράει.» Ανάμεσα στ’ απαραίτητα προσόντα της κάθε μητέρας ήταν κι αυτό: Να ξέρει να στενεύει και να φαρδαίνει ρούχα. Και να τα μακραίνει και να τα κονταίνει. Στο χέρι, οι ραπτομηχανές σπανίζανε.

Τα παπούτσια μας που τα «ξεπατώναμε» στο παιχνίδι, δεν τα πετούσαμε, δεν παίρναμε άλλα. Υπήρχε κι ο τσαγκάρης, υπήρχε κι ο μπαλωματής. «Μπάρμπα Νάσο, σόλες και τακούνια,» ή « Μπάρμπα  Σπύρο, ψίδια και τακούνια.» Από κει βγήκε και το περίφημο ρητό για τα πολύ χαλασμένα παπούτσια: «Αυτά τα παπούτσια, θέλουν σόλες, ψίδια και πέταμα!»  

Εύκολη πρόσβαση στη γνώση δεν είχαμε και πολλά παιδιά της ηλικίας μου τη θεωρούσαν περιττή. Και οι γονείς τους παρομοίως. Να δώσουν λεφτά για φροντιστήριο; Δεν είχαν, αλλά και να είχαν, δεν τα χαλάλιζαν. Τα πολλά τα γράμματα δεν σου γεμίζουν την τσέπη… τώρα, αν σου γεμίζουν το μυαλό είναι άλλη ιστορία. Συζητήσιμη για πολλούς.

Γενέθλια δε γιόρταζε κανείς, ούτε μεγάλος, ούτε μικρός. Και μάλιστα, όταν άρχισε να κατεβαίνει η μόδα των γενεθλίων από την Αθήνα στό Αιτωλικό, πολλοί μεγαλόσχημοι αντέδρασαν λέγοντας «αυτό το καινούργιο είναι έθιμο… ειδωλολατρικό!» Μόνο ονομαστική εορτή γιόρταζαν, όχι όλοι βέβαια: οι μπαμπάδες, ο πρωτότοκος γιος  ή όλοι οι γιοί, σπανιότερα η μαμά. Τα κορίτσια δεν τα γιόρταζαν, εννοώ κανονικά, στο σπίτι, με ανοιχτή την εξώπορτα, επισήμως. Κάποιο γλυκό συνήθως φτιάχνανε, ριβανή ή κουραμπιέδες. Πάντα όμως πήγαιναν στην εκκλησία ένα πρόσφορο τυλιγμένο σε άσπρη φρεσκοπλυμένη πετσέτα. Κι ένα χαρτί, με ένα ή περισσότερα ονόματα για να τα διαβάσει ο παπάς: «Υπέρ Υγείας.»

Παρόλα αυτά, δεν αισθανόμασταν στερημένοι. Έτσι είχαν τα πράγματα. Τα παιδιά ωστόσο είναι παιδιά και «τα παιδία παίζει.»  Εμείς τα κορίτσια, παίζαμε άϊ πασά και κυνηγητό κι εφτάπετρο. Φωνές, γκαρίλες, μέχρι τον ουρανό. Και ιδρώτας, μούσκεμα. Τα παπούτσια μας τα ξεσολιάζαμε. Και μετά, τα μπαλώναμε.

Τ’ αγόρια παίζανε κυρίως ποδόσφαιρο. Με όποια μπάλα μπορούσαν να βρουν. Και συνήθως μοίραζαν τις αρμοδιότητες: Οι επιθετικοί, οι αμυντικοί και, βέβαια, οι τερματοφύλακες. Στην αλάνα της γειτονιάς. Το ζούσαν αυτό το παιγνίδι τα παιδιά. Το ζούσαν κι ονειρεύονταν. «Το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής μου» έλεγε ένα παιδάκι της Τρίτης Δημοτικού, «είναι να παίξω back στον Ολυμπιακό. Να δείτε, θα τα καταφέρω!» Το καλό παιδάκι, το συμπαθητικό, έχει πετύχει πολλά πράγματα στη ζωή του: Και καλή δουλειά και καλή οικογένεια. Ποδοσφαιριστής ωστόσο του Ολυμπιακού δεν έγινε. Άραγε, τι έχει απομείνει μέσα στην ψυχή του από κείνο το παλιό, μεγάλο όνειρο;

Τηλέφωνα δεν είχαμε. Λίγα μόνο, ελάχιστα σπίτια και ο ΟΤΕ. Ούτε και τηλεόραση, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 60. Αυτά όμως  δεν μας έλειπαν γιατί δεν τα ξέραμε. Η στέρηση έχει δύναμη αναδρομική.

Βιβλία εξωσχολικά ελάχιστα κυκλοφορούσαν γιατί ελάχιστοι τα αγόραζαν. Οι εφημερίδες είχαν καλύτερη κυκλοφορία, ωστόσο πάρα πολλοί άντρες διάβαζαν την εφημερίδα (της προτίμησής τους) στο καφενείο, όπου πήγαιναν να πιουν καφέ. Η εφημερίδα ήταν η προσφορά του καταστήματος.

Με βάση τα παραπάνω, για επιπλέον πληροφορίες πέρα από το σχολικό βιβλίο έπρεπε να ανατρέξεις σε εγκυκλοπαίδειες. Πού να τις βρεις; Στις βιβλιοθήκες των σχολείων και των καθηγητών μόνο. Κι εμείς ντρεπόμαστε να πάμε να ζητήσουμε. Ήταν και ταλαιπωρία, έπρεπε να πάρεις χαρτί και μολύβι και να γράφεις με τις ώρες.

Και να σκεφθείς ότι έχουν περάσει μόνο δυο γενιές από το σήμερα, που το κάθε μικρό παιδάκι έχει το κινητό του (γεννιέται θα έλεγε κανείς με το κινητό του) και μπορεί, πατώντας μερικά κουμπιά, οποιαδήποτε στιγμή και ώρα, να μάθει τί γίνεται στην άλλη άκρη του κόσμου, ποιος είναι ο ηγέτης του Τουρκεστάν, ποια γλώσσα μιλάνε στην Εσθονία και την Τανζανία, ποια ομάδα πήρε το πρωτάθλημα στο αγγλικό ποδόσφαιρο και ποια είναι η τιμή της βενζίνης στο Καζακστάν.

Και η μικρή μου εγγονή, η Μυρτώ, να ξέρει πού βρίσκεται η Βαλτιμόρη και τί πέτυχε σ’ ένα σχολείο από τις φτωχογειτονιές της Βαλτιμόρης εκείνη η καλή δασκάλα που αγαπούσε τόσο πολύ τους μαθητές της. Μόνο δυο γενιές! Ευτυχώς!..

Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού

13/03/2021 - 22:08 Εκτύπωση