Στη συνέχεια, η μέρα μεγαλώνει και η νύχτα μικραίνει, ώσπου η μέρα να φτάσει στη μεγαλύτερη διάρκειά της, το θερινό Ηλιοστάσιο της 21ης Ιουνίου.
Αντίθετα, για το Νότιο Ημισφαίριο, η ισημερία του Μαρτίου σηματοδοτεί την έναρξη του φθινοπώρου. Aκολούθως, η νύχτα μεγαλώνει και η μέρα μικραίνει, ώσπου να φτάσει η νύχτα στη μεγαλύτερη διάρκειά της κατά το χειμερινό Ηλιοστάσιο της 21ης Ιουνίου.
Ο Μάρτιος είναι ο τρίτος μήνας του χρόνου και έχει 31 ημέρες. Ήταν παλιά, ο πρώτος μήνας του ρωμαϊκού Ημερολογίου, που, σύμφωνα με την παράδοση καθιερώθηκε από το Ρωμύλο, ενός από τα δίδυμα αδέρφια (Ρώμος και Ρωμύλος), που, υπήρξαν ιδρυτές αλλά και θεότητες της Ρώμης. Καθιερώθηκε, λοιπόν, από αυτόν ο μήνας Μάρτιος, ως πρώτος μήνας του ρωμαϊκού έτους προς τιμή του πατέρα του και γενάρχη των Ρωμαίων, θεού του πολέμου, Mars (Άρη), στον οποίο ήταν αφιερωμένες η 1η ,9η ,14η ,15η ,17η 19η και 23η μέρα του.
Η 1η Μαρτίου ήταν αφιερωμένη και στη θεά Ήρα, και, εκείνη την ημέρα οι Ρωμαίοι γιόρταζαν τα Ματρονάλια, γιατί, μια από τις πολλές επωνυμίες της θεάς Ήρας ήταν και Μαρτιάλη, ως μητέρα του θεού Άρη-Mars. Την ημέρα αυτή πήγαιναν στον ιερό λόφο της Ρώμης, Εσκουιλίνο, αγελάδες και χήνες, ως προσφορά στη θεά, που ήταν τα αγαπημένα της ζώα.
Την ίδια μέρα, στις καλένδες του Μαρτίου γιόρταζαν τα γενέθλια του θεού Άρη και οι Εστιάδες –ιέρειες, άναβαν ιερή φωτιά στο ναό της Εστίας, για να τιμήσουν την αρχή του έτους, (επειδή για το ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο μήνας Μάρτιος ήταν ο πρώτος μήνας του έτους), και ακόμα για να τιμήσουν και τη θεά Εστία.
Οι καλένδες ήταν για τους Ρωμαίους οι πρώτες συνήθως πέντε μέρες του κάθε μήνα, που τις γιόρταζαν με γιορτές και πανηγύρια, με λαμπρότερες όλων, τις καλένδες του Ιανουαρίου, στις οποίες έπαιρνε μέρος και ο αυτοκράτορας.
Το έθιμο των καλενδών διατηρήθηκε και στα χριστιανικά χρόνια, ώσπου, κατά την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, το 681μ.Χ. καταδικάστηκε το έθιμο αυτό ως ειδωλολατρικό, και τότε, για να μην εξαφανιστεί τελείως, επικράτησε να ψάλλονται κατά την πρώτη μέρα εκάστου μηνός, ευχετικά δημοτικά τραγούδια, και έτσι, οι καλένδες έγιναν κάλαντα, με σημαντικότερα όλων αυτά του Δωδεκαημέρου, που, είχαν σχέση με τις γιορτές αυτής της θρησκευτικής περιόδου.
Ο Μάρτης στη χώρα μας έχει πολλές ονομασίες, που, σχετίζονται με τις ασταθείς καιρικές συνθήκες του: «Κάλλιο Μάρτης στη γωνιά,(δηλ. στο τζάκι) παρά Μάρτης στην αυλή», «Μάρτης είναι χάδια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει».
Ανοιξιάτης, λοιπόν, ο Μάρτης, γιατί, είναι και ο πρώτος μήνας της άνοιξης: «Από Μαρτιού καλοκαιριά κι απ’Αύγουστο χειμώνα», χωρίς βέβαια να’ναι και καλοκαίρι ο Μάρτης, αφού, κατά το λαό είναι και Γδάρτης, γιατί, «Μάρτης, Γδάρτης και κακός Παλουκοκαύτης», ενώ, αλλού η σοφία του λαού συμπληρώνει γι΄αυτόν: «Τα παλιόβοϊδα τα γδέρνει, τα δαμάλια τα παιδεύει».
Η λαϊκή σοφία πάλι προτρέπει: «Ξύλα φύλαγε το Μάρτη, να μην κάψεις τα παλούκια». Τον ονομάζει ακόμα Κλαψομάρτη και Πεντάγνωμο: «Ο Μάρτης ο Πεντάγνωμος πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε που δεν εξαναχιόνισε».
«Όπως ασπρίζουν το Μάρτη τα βουνά απ’ τα χιόνια, έτσι ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά της νύφης και του γαμπρού απ’ τα χρόνια», εύχονται στο γάμο στο νιο ζευγάρι.
Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, που, θέλουν να καταδείξουν τον ψεύτη άνθρωπο, λένε: «Τα λόγια σου είναι ψεύτικα σαν του Μαρτιού το χιόνι, όπου το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί το λιώνει!».
Ο μήνας Ανθεστηριώνας των Αθηναίων ταυτιζόταν με το Μάρτιο, που, οι κάτοικοι της πόλης τότε συνέρρεαν, στις 23 του μήνα, στις όχθες του Ιλισού, στο ιερό του Δία Μειλίχιου, για να γιορτάσουν τη μεγάλη πατροπαράδοτη γιορτή του, τα Διάσια.
Ο Δίας αυτός δεν ήταν ο ολύμπιος βασιλιάς, αλλά, ένας θεός, που είχε σχέση με τη ΓΗ, που τον φαντάζονταν με μορφή φιδιού. Οι πιστοί, έφερναν στο ιερό του προσφορές, ομοιώματα ζώων από ζυμάρι ή καρπούς.
Αυτό το μήνα γιόρταζαν και στη Δήλο τα Δήλια, προς τιμή του Απόλλωνα, όπου, έπαιρναν μέρος στους αγώνες που οργανώνονταν και Αθηναίοι.
Ο Μάρτιος ήταν και ο Ελαφηβολιώνας των αρχαίων Αθηναίων, που, γιόρταζαν τις μεγαλύτερες γιορτές τους, προς τιμή του Διονύσου Ελευθερέως, δηλ. του Διονύσου των Ελευθερών, μια μικρή πόλη, στα σύνορα της Αττικής . Η γιορτή αυτή ήταν τα «Τα Εν Άστει Διονύσια», δηλ. τα αθηναϊκά, που ξεπερνούσαν σε μεγαλείο τα άλλα.
Το άγαλμα του θεού, που ήταν ξύλινο, το φύλαγαν σε ναΐσκο, στη νότια πλευρά της Ακρόπολης, όπου αργότερα ίδρυσαν το διονυσιακό θέατρο. Εκεί μέσα ακόμα φύλαγαν και ένα άλλο άγαλμα του θεού, χρυσελεφάντινο, έργο του γλύπτη Αλκαμένη, μαθητή του Φειδία.
Πριν από την παρουσίαση κάποιας τραγωδίας στο θέατρο του Διονύσου, γίνονταν «τα προάγωνα», δηλ. ο ποιητής παρουσίαζε τα θέματα των δραμάτων του και τους υποκριτές του, δίχως θεατρικά κουστούμια και προσωπεία.
Γίνονταν και θυσίες ζώων στο ιερό του θεού, όπου εκτός από αυτές, γίνονταν και αναίμακτες προσφορές από νέες κοπέλες, που κρατούσαν στα χέρια τους καλάθια με «απαρχές», δηλ. τους πρώτους καρπούς της άνοιξης.
Εκτός από τις κοπέλες έπαιρναν μέρος στην πομπή που σχηματιζόταν και οβελιοφόροι, δηλ. άντρες, που μετέφεραν στους ώμους τους οβελίους άρτους, δηλ. μακρόστενα καρβέλια ψωμιού.
Ακολουθούσε στο τέλος ο Αθηναίος χορηγός ντυμένος με πορφύρα.
Οι χορηγοί ήταν πλούσιοι Αθηναίοι, που αναλάμβαναν τα έξοδα των δραματικών αγώνων.
Τα έπαθλα των χορηγών, των οποίων ο χορός νικούσε ήταν τρίποδες, οι οποίοι στήνονταν στην οδό Τριπόδων.
Κατά τη διάρκεια των Διονυσίων παίζονταν την πρώτη μέρα πέντε κωμωδίες, ενώ τις επόμενες τρεις μέρες, τραγωδίες και σατυρικά δράματα.
Μετά τη λήξη των παραστάσεων ακολουθούσε η ανάδειξη των νικητών από δέκα κριτές ( ο καθένας αντιστοιχούσε σε μια από τις δέκα φυλές της αρχαίας Αθήνας), που έγραφε τις προτιμήσεις του σε πινακίδια. Τα δέκα αυτά πινακίδια έμπαιναν σε υδρία, από την οποία ο άρχοντας έβγαζε τα πέντε και από αυτά έβγαινε το όνομα του νικητή, ενώ, ακολουθούσε η στεφάνωσή του από τον άρχοντα.
Ο γιορτασμός ολοκληρωνόταν με συγκέντρωση της Εκκλησίας του Δήμου στο θέατρο, όπου, γινόταν απολογισμός της γιορτής και οι πολίτες έκριναν την επιτυχία των εκδηλώσεων. Εκεί, διατύπωναν τα παράπονά τους και αν οι γιορτές είχαν επιτυχία, ακολουθούσε το στεφάνωμα του άρχοντα.
ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑΤΑ ( ένα έθιμο του Μάρτη)
Με το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό της άνοιξης, την πρώτη μέρα του Μάρτη, τα παιδιά στην αρχαιότητα γιόρταζαν τα χελιδονίσματα. Κρατώντας στα χέρια ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας, που στο λαιμό της κρεμούσαν μικρά κουδουνάκια, που το χτύπημά τους συνόδευε το τραγούδι τους και ένα καλαθάκι με δροσερά και πράσινα φύλλα κισσού και δάφνης, τριγύριζαν την πόλη τραγουδώντας τα κάλαντα και έπαιρναν φιλέματα.
Ήρθε, ήρθε η χελιδών
καλάς ώρας άγουσα
και καλούς ενιαυτούς.
Επί γαστέρα λευκή
επί νώτα μέλανα, δηλ.
Ήρθε, ήρθε η χελιδόνα
φέρουσα καλοκαιριά
και καλή χρονιά.
Στην κοιλιά της άσπρη
και στη ράχη μαύρη.
Στα Βυζαντινά χρόνια και αργότερα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, πολλοί περιηγητές συνάντησαν το έθιμο αυτό σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας.
Δηλ., την πρώτη μέρα του Μάρτη, τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους, κρατώντας στα χέρια τα ίδια, που κρατούσαν και στην αρχαιότητα και τραγουδούσαν:
Ήρθε, ήρθε η χελιδόνα,
ήρθε κι άλλη μελιδόνα,
κάθισε και λάλησε
και γλυκά κελάηδησε:
Μάρτη, Μάρτη, βροχερέ
και Φλεβάρη φοβερέ
κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις
καλοκαίρι θα μυρίσεις.
Κι αν κακίσεις κι αν χιονίσεις
πάλιν άνοιξη θ’ ανθίσεις.
Θάλασσαν επέρασα,
τη στεριά δεν ξέχασα,
κύματα κι αν έσχισα,
έσπειρα, κονόμησα…
Στο τέλος τα παιδιά ζητούσαν από τη νοικοκυρά του σπιτιού τα φιλοδωρήματά τους:
Σαν καλή νοικοκυρά
έμπα στο κελάρι σου,
φέρε αυγά περδικωτά
και πουλιά σαρακοστά.
Φέρε και μιαν ορνιθίτσα,
δώσε και μια κουλουρίτσα,
ώσπου να ’ρθει η Πασχαλιά
με τα κόκκινα αυγά!
Τη χελιδόνα την έκαναν ξύλινη και αρθρωτή, ώστε να κουνάει το σώμα και τα φτερά.
Στη Θράκη τα παιδιά για χελιδόνα έπαιρναν από την Εκκλησία το περιστέρι του Αγίου Πνεύματος.
Στο Ρουμλούκι της Μακεδονίας, έπλαθαν ένα ομοίωμα από ζύμη καλαμποκιού.
Στα Γιάννενα τη σχημάτιζαν από ένα λεμόνι και ένα κρεμμύδι, όπου κάρφωναν πούπουλα.
Στην Κοζάνη, την ξύλινη χελιδόνα, την κάρφωναν στην κορυφή ενός ξύλινου άξονα, που ήταν περασμένος σε ξύλινο στεφάνι.
Τραβούσε ένα παιδί από τα πλάγια με ένα σκοινί τη χελιδόνα, γύριζε ο άξονας, και αυτή έτριζε και κελαηδούσε σαν τη χελιδόνα, που θα ερχόταν και θα’φερνε τα μηνύματα της άνοιξης!
Η νοικοκυρά έπαιρνε από το καλαθάκι των παιδιών λίγα φύλλα κισσού και τα ’βαζε στο κοτέτσι, για να γεννούν οι κότες πολλά αυγά. Μ’ αυτά επίσης χτυπούσε και τα άλλα ζώα που είχε στο σπίτι της, αφού πίστευε πως ο κισσός ήταν σύμβολο θαλερότητας και γονιμότητας και αυτό μεταδιδόταν και στα ζωντανά της.
Σε πολλές περιοχές τα παιδιά τύλιγαν το λαιμό της χελιδόνας με ασπροκόκκινη στριμμένη κλωστή, το «μαρτίτσι», «το Μάρτη», ή το «μαρτιάτικο»,που το φορούσαν και στο χέρι, για να μην τους καίει ο μαρτιάτικος ήλιος και ασχημύνουν!
«Οπούχει κόρην ακριβή, του Μάρτη ήλιος μην τη δει!», έλεγαν για τα κορίτσια.
Το «μαρτίτσι», το φορούσαν στο χέρι ως την τη μέρα, όπου θα ’βλεπαν το πρώτο χελιδόνι να πετάει στον ουρανό. Τότε, το έβγαζαν από το χέρι και το κρεμούσαν πάνω σε μια τριανταφυλλιά, για να πάρουν την ομορφιά της και να γίνουν τα μάγουλα των κοριτσιών κόκκινα σαν τα τριαντάφυλλα!!
Σε πολλές περιοχές ακόμη υπήρχε η συνήθεια να βγάζουν το μαρτίτσι το βράδυ της Ανάστασης και να το κρεμούν στη λαμπάδα της Λαμπρής ή να το καίνε στη φωτιά , όπου έψηναν το αρνί το Πάσχα.
Σήμερα, αυτά τα έθιμα εξακολουθούν να επιβιώνουν σε πολλά μέρη της πατρίδας μας.
Καλή άνοιξη!