Ήταν μια φράση, μια παροιμία, που έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου όταν, τότε, τις σπάνιες φορές, χιόνιζε στο Αιτωλικό. Τη λέγανε οι ψαράδες, οι ιβαράδες, οι άνθρωποι της θάλασσας και οι παραλοιπόμενοι. Και βέβαια σήμαινε ότι ο κίνδυνος δεν είναι στη χιονόπτωση. Ο κίνδυνος ελλοχεύει τις άλλες μέρες, όταν το χιόνι έχει γίνει κρύσταλλο και γλιστράει, πώς γλιστράει!
Προσπάθησα να βρω την ετυμολογία του ρήματος «κιαρίζω». Αν εγώ το γράφω σωστά κι αν η μάνα μου το πρόφερε σωστά. Ξεκίνησα από το λεξικό Μπαμπινιώτη έχοντας εξ αρχής λιγοστές τις ελπίδες. Και είχα δίκιο.
Μετά έφθασα στο άλλο άκρο και κοίταξα στο λεξικό των Liddell-Scott, τον λατρευτό σύντροφο των φοιτητικών μας χρόνων. Κι εκεί τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, σκέφτηκα, από τα συμφραζόμενα μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι σημαίνει τη διαύγεια της ατμόσφαιρας. Αν, όμως, υπάρχει κάπου κάποια λέξη, που δεν είναι ελληνική;
Ψάχνοντας, βρίσκεις! Το ιταλικό επίθετο «κιάρο», που σημαίνει φωτεινός, διαυγής. Και η κατάληξη -ιζω ελληνικότατη. Να μην ξεχνάμε πως οι Βενετοί δίδαξαν τους δικούς μας την τέχνη της ιχθυοκαλλιέργειας και πολλές λέξεις αυτού του χώρου είναι ιταλικές: ιβαράς, ιβάρι, μπονόρα, κολλέγας, τζένιο, πελάδα, πίρα, λότζα, πανέλι, βό(λ)λο κ.ά. (Βλ. Ενετοκρατία στη Δυτική Ελλάδα, 1684 – 1699).
Σημ. Οι λαοί που εφευρίσκουν το είδος δημιουργούν και τη λέξη.
Πάντως, από πλευράς καιρού, η παροιμία είχε δίκιο!
(Κατάθεση στη μέθοδο ανταλλαγής λέξεων στην πορεία του ανθρώπου προς τον πολιτισμό! )
2. Το διαβάζαμε λίγο - λίγο για να μη μας τελειώσει γρήγορα
Προχθές, τέλειωσα μια ακόμα ανάγνωση του θρυλικού μυθιστορήματος της Μπέτυ Σμιθ «Ένα δένδρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν». Το ωραιότερο μυθιστόρημα που διάβασα ποτέ!
«Στο Μπρούκλιν φυτρώνει ένα δέντρο. Οπουδήποτε και να πέσουν οι σπόροι του, βγαίνει πάντα ένα δέντρο που αγωνίζεται να φτάσει στον ουρανό. Είναι το μόνο δέντρο που φυτρώνει ακόμα και στο τσιμέντο και καταφέρνει να ζήσει χωρίς ήλιο, χωρίς νερό και, θα 'λεγε κανείς, χωρίς χώμα. Αλλά, οι άνθρωποι δύσκολα μπορούν να το ξεχωρίσουν μέσα σε τόσα πολλά δέντρα.» (Από την εισαγωγή του βιβλίου).
(Σημείωση: Το Μπρούκλιν είναι ένας από τους 5 Δήμους της Ν. Υόρκης, μεγάλος στην έκταση. Στις αρχές του 200υ αι. ήταν ο Δήμος της εργατικής τάξης, των φτωχών και των μεταναστών.)
Πρώτη φορά το διάβασα στα είκοσί μου χρόνια. Το λάτρεψα! Το ρούφηξα! Στις αρχές του περασμένου αιώνα όπου τοποθετείται το βιβλίο, μετανάστες απ’ όλη την Ευρώπη, πάμπτωχοι, προσπαθούν να επιβιώσουν με σκληρή δουλειά, επιμονή και πείσμα κι αντοχή στο Μπρούκλιν. Όθεν και ο παραλληλισμός με το Δέντρο τ’ Ουρανού!
«Η οικογένεια ουσιαστικά ζούσε μ’ αυτό το μπαγιάτικο ψωμί και να δεις τι καταπληκτικά πράγματα έφτιαχνε με το ψωμί η μαμά. Έπαιρνε το μπαγιάτικο καρβέλι, του 'χυνε από πάνω ζεστό νερό, το δούλευε να γίνει ζύμη, έβαζε αλάτι, πιπέρι, λίγο θυμάρι, λίγο ψιλοκομμένο κρεμμύδι, ένα αυγό (όταν τ’ αυγά ήτανε φθηνά), κι ύστερα το 'ψηνε στο φούρνο. Ωραίο ήτανε, ζεστό, νόστιμο, και προ παντός σ’ έπιανε. Ό,τι έμενε, το κόβανε την άλλη μέρα ψιλές-ψιλές φέτες και το τηγάνιζαν με ζεστό λίπος». (Από το βιβλίο, σελ. 59).
Αυτό το μοναδικό για μένα βιβλίο το διάβαζα σιγά-σιγά και λίγο-λίγο, για να μη μου τελειώσει γρήγορα. Εγώ και η πολύ φίλη μου, συνάδελφος και συγκάτοικος -τότε- Σοφία, (τώρα, συν τοις άλλοις, είναι και η νονά του γιου μου.)
- Σε ποιο σημείο είσαι;
- Να, εκεί που πέθανε ο Τζόνυ.
- Κάπου εκεί είμαι κι εγώ. Το αφήνω τώρα για λίγο ή για πολύ και θα το ξαναπιάσω σίγουρα, όταν το ποθήσει η ψυχή μου.
Κάτι παρόμοιο θελήσαμε να κάνουμε με το πολύ γνωστό βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Αναφορά στο Γκρέκο». Όταν το τελειώσαμε, το βάλαμε σ ’ένα ράφι και είπαμε: «Πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικό μας θα 'σαι.»
Αλλ’ όταν το ξαναπιάσαμε, δε θυμάμαι ύστερα από πόσο καιρό, αρκετό καιρό, δεν ήταν καθόλου το ίδιο. Το κείμενο δεν είχε αλλάξει βέβαια καθόλου, εμείς είχαμε αλλάξει, η ψυχή μας, οι αναζητήσεις μας, τα ιδανικά μας. Ο Καζαντζάκης είναι μεγάλος, αληθινά μεγάλος, στα φιλοσοφικά, στην αφ’ υψηλού ενόραση του κόσμου και της ζωής.
«Καθώς τόσο συχνά στη ζωή μου, τα δυο ανείπνωτα δαιμόνια το Ναι και τ' Όχι, πάλευαν και τραβολογιούνταν μέσα μου. Κάθε που βρίσκω μιαν απάντηση στα ρωτήματα που με τυραννούν, πάντα τη δέχομαι με ανησυχία, γιατί ξέρω πως χωρίς άλλο από την απάντηση αυτή θα γεννοβοληθούν καινούρια ρωτήματα, κι έτσι το κυνηγητό που κάνουν τα δυο δαιμόνια μέσα μου δεν έχει τελειωμό. Θαρρείς κι η κάθε απάντηση κρύβει τυλιμένα στην πρόσκαιρη σιγουριά της τα μελλούμενα ρωτήματα. Γι’αυτό πάντα τη βλέπω να 'ρχεται όχι με ανακούφιση παρά με κρυφήν ανησυχία.» (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 439-440)
Αλλά, στα κοινωνικά; Στη βιοπάλη; Στην αγωνία του μικρού ανθρώπου για το καθημερινό ψωμί; Κάτι μέσα μας είχε αλλάξει, η σκέψη μας ακόμα θαύμαζε το βιβλίο, αλλά, όχι πια η καρδιά μας. Ίσως στην αλλαγή έπαιξε ρόλο και το άλλο που μάθαμε, και το επαληθεύσαμε, ότι ο Καζαντζάκης, αν και βρισκόταν στην Αθήνα, δεν είχε πάει στην κηδεία του Παλαμά «για να μην παρεξηγηθεί…» Ενώ ο φίλος του, ο Άγγελος Σικελιανός, σήκωσε το φέρετρο στους ώμους του κι εκφώνησε λόγο επικήδειο, έναν ύμνο-σάλπισμα στο υπόδουλο, τότε, έθνος των Ελλήνων.
Με το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» δεν συνέβη αλλαγή στην προσέγγιση. Το κείμενο παραμένει το ίδιο, ωστόσο, με τα χρόνια εγώ άλλαξα, η ζωή με λαχτάρισε, έζησα στιγμές χαράς και στιγμές πόνου. Όπως όλοι οι άνθρωποι! Δε με συγκινούν πια τα ίδια πράγματα, ωστόσο, η σχέση μου με το βιβλίο αυτό παραμένει αμετάβλητη, όπως τον πρώτο καιρό. Ίσως, θα έλεγα, γιατί εκεί αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, τον συνηθισμένο, τον γνωστό. Ίσως, γιατί καταξιώνεται το έπος της Βιοπάλης. Ίσως, θα έλεγα, γιατί αναδίνει μια δύναμη ψυχής, μιαν ακαταμάχητη αγωνιστικότητα, που δικαιώνει τη θεϊκή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης!
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού