Του Δημήτρη Στεργίου
Η ανατολή της σημερινής ημέρας με το Σημειωματάριό μου με τις Επετείους να γράφει «27 Φεβρουαρίου 1943: θάνατος Κωστή Παλαμά», θα συνοδευτεί από πολλούς νοσταλγικούς συνειρμούς, όμορφες σκέψεις και γλυκιές αναμνήσεις.
Κατ΄ αρχάς, όταν πέθανε, πριν από 77 χρόνια, ο Κωστής Παλαμάς, όταν τελείωσε η ζωή του μεγάλου μας ποιητή, άρχιζε η δική μου, αφού η ταπεινότητά μου ήταν ακριβώς ενός έτους. Ύστερα, η διαμονή μου, κατά την περίοδο 1955-1961, ως μαθητή του Γυμνασίου της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου στην Ιερά Πόλη, με επισκέψεις σε περιοχές που έζησε και έγραφε ο Κωστής Παλαμάς για τη «θάλασσα την ήρεμη, την πλατιά και μεγάλη», με συνεχή ανάγνωση των ποιημάτων του από τα βιβλία που δανειζόμουν από τη Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου και του Δήμου της Ιεράς Πόλης του Μεσολογγίου, καθώς και η έμμεση συμμετοχή μου και ο θαυμασμός προς το έργο και την πολιτιστική αναγέννηση που είχε προκαλέσει την ίδια περίοδο ο Πολιτιστικός και Μορφωτικός Σύλλογος «Ο Κωστής Παλαμάς» στο Μεσολόγγι, με τις αξιέπαινες πρωτοβουλίες και δραστηριότητά του ο ιδρυτής και μέχρι το 1965 πρόεδρος του Συλλόγου Γεράσιμος Κασόλας.
Όλες αυτές τις σκέψεις και αναμνήσεις για το έργο και την πολιτιστική αναγέννηση που προώθησε ο Σύλλογος «Κωστής Παλαμάς» μού θέριεψε ο συμμαθητής στο Γυμνάσιο της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου, φίλος, μουσικοδιδάσκαλος, πρωτοψάλτης, χοράρχης και συγγραφέας μουσικοϊστορικών και πολιτιστικών εκδόσεων Γιάννης Δακαλάκης με το βιβλίο του «Κωστής Παλαμάς: 1955-1985, τριάντα χρόνια προσφοράς του ομώνυμου Μορφωτικού –Πολιτιστικού Συλλόγου» που τιμητικώς μού επέδωσε το 2018 ως γενικός γραμματέας του Συλλόγου. Στο βιβλίο αυτό, ο Γιάννης Δακαλάκης παρουσιάζει , με κείμενα – αρχειακό υλικό δικά του, την 20ετή δράση του ανανεωμένου Συλλόγου, τον οποίο είχε παραδώσει το 1965 ο Γεράσιμος Κασόλας σε εκείνον και σε άλλους επιφανείς Μεσολογγίτες, οι οποίοι, με πρόεδρο τον Μάρκο Στεφανάτο, τον έμπειρο συνεργάτη του Χρήστου Ευαγγελάτου και του Γεράσιμου Κασόλα, και μέλη την αξέχαστη φίλη μου Ακακία Κορδόση, τον Φώτη Παπαθανασίου, τον Γρηγόρη Αθανασίου, τον αείμνηστο συμμαθητή μου (στην ίδια τάξη) στο Γυμνάσιο της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου δάσκαλο Αριστείδη Καβάγια, τον αείμηστο συνάδελφο Χρήστο Κωνσταντίνου, τον Δημ. Μπερτσά και τον Γιάννη Δακαλάκη συνεχώς εκλεγόμενο ως γενικό γραμματέα, και προς το τέλος την Μαρία Φιλίππου και τον Βασίλη Φούντα, συνέχισαν τη δραστηριότητα του ανανεωμένου Συλλόγου από το 1971 έως το 1985, δηλαδή σε μια περίοδο που ήμουν απλώς επισκέπτης του Μεσολογγίου και των συμμαθητών μου.
Όπως τονίζει ο φίλος μου Γιάννης Δακαλάκης, ο Μορφωτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος «Ο Κωστής Παλαμάς» υπήρξε γέννημα και θρέμμα πνευματικών ανθρώπων που ζούσαν τότε στο Μεσολόγγι και το «πονούσαν», το «λάτρευαν» και αγωνιούσαν για την πορεία του μέσα σε μιαν εποχή που άρχισε να παίρνει πάνω, βγαλμένη από τις δυσκολίες και τις αναταράξεις της δεκαετίας του 1950. Πράγματι, καθώς ζούσα κι εγώ τότε στο Μεσολόγγι, επιβεβαιώνω πλήρως τη διαπίστωση αυτή του Γιάννη Δακαλάκη.
Θα ήταν λιγότερο αισιόδοξος αν ζούσε σήμερα
Εκφράζοντας δημοσίως τις θερμές ευχαριστίες προς τον Γιάννη Δακαλάκη για την τιμητική προσφορά του βιβλίου και, φυσικά, για τις έντονες σκηνές και εικόνες που μού ξύπνησε το αρχειακό υλικό, θα αρχίσω το αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά με τους ονομαστούς στίχους του από το «Προφητικό», που ανήκει στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου, το οποίο έγραψε από πόνο και ντροπή για το άτυχο 1897 και θα τον ξανάγραφε, αν ζούσε σήμερα, με λιγότερη αισιοδοξία από εκείνη στο ποίημα αυτό, με το οποίο προφήτευε την κάθαρση και την ανάταση της φυλής και του έθνους μετά από μια καταστροφή. Διότι, όπως έχω επανειλημμένως τονίσει, η χώρα μας βιώνει τα τελευταία σαράντα χρόνια μια περίοδο βαθιάς οικονομικής, κοινωνικής, ηθικής και θεσμικής κρίσης, η οποία συνεχώς οδηγεί τη Ελλάδα στο τελευταίο του κακού της σκάλας το σκαλί, όπως επισημαίνει ο ποιητής στους μελαγχολικούς στίχους που παραθέτω στη συνέχεια:
"Και θα φύγης κι από το σάπιο το κορμί,
ω ψυχή, παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα ρθη το κορμί μια σπιθαμή
μέσ` στη γη να την κάμη μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνη το ψοφήμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί της Αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μια αυγή
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω ψυχή παραδομένη από το κρίμα!
Και θ` ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή
θα σαλέψεις σαν την χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο, το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσει, πιο βαθειά
στου κακού τη σκάλα,
για τ` ανέβασμα ξανά, που σε καλεί,
θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!,
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!".
Ο βίος
Συνεχίζω το αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά με πληροφορίες και κείμενα, τα οποία υπάρχουν σε πάμπολλα βιβλία που έχουν γραφεί και κυκλοφορήσει για τον μεγάλο μας εθνικό ποιητή και, κυρίως, με βάση σχετικό κείμενο από τη Βικιπαίδεια, την Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια:
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα, και ασχολούμενων με τη θρησκεία. Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Ο θείος του Ανδρέας Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει στα "Διηγήματά" του (Β' έκδοση, 1929, σελ. 200). Ο Μιχαήλ Ευσταθίου Παλαμάς (αδελφός του Ανδρέα) και ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ασκητές. Ο Δημήτριος Ι. Παλαμάς, επίσης θείος του Κωστή, ήταν ψάλτης και υμνογράφος στο Μεσολόγγι. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός.
Όταν ο ποιητής ήταν έξι χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864-Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε, από τα τρία παιδιά της οικογένειας, το μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι και ήταν εκπαιδευτικός. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία εννέα ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής του, «ποίημα για γέλια», όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. Η αρχή του ποιήματος εκείνου ήταν: «Σ' αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ' αστράπτον βλέμμα /Μη — μ' απεκρίθης — μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον / …».
Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα, φιλολογικά άρθρα, κριτικές και χρονογραφήματα. Το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό "λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα". Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα "Μεσολόγγι". Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες "Ραμπαγάς" και "Μη Χάνεσαι". Οι τρεις φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές, που τους αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".
Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, η οποία του συμπαραστάθηκε σε όλη του τη ζωή και απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Λέανδρος Παλαμάς. το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896.
Το 1898, μετά το θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση «Ο Τάφος». Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του Βασιλιά (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωστής Παλαμάς, μαζί με άλλους Έλληνες λογίους, προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Η κηδεία του
Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Ο γιος του Λέανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν επιθυμούσε η κηδεία του πατέρα του να πάρει εθνοπατριωτική διάσταση, επειδή φοβόταν πως οι Ιταλικές αρχές κατοχής θα του στερούσαν το διαβατήριό του. Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.