Εκτύπωση αυτής της σελίδας
aixmi-news.gr

Ο Δικός μας Federico

Κι όμως ήσανε ποιητές και τροβαδούροι

Διαβάστηκε 1819 φορές
20/10/2019 - 10:40

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 17/10/2019

Γράφει ο Rodi de Fuca

Ο Federico Garcia Lorca ήθελε να γίνει μουσικός. Ήταν η μεγάλη του, η κρυφή του αγάπη. Χάιδευε τα πλήκτρα του πιάνου όπως τ’ αυτιά των αναγνωστών του όταν σιγομουρμούριζαν τους στίχους απ’ το Romancero gitano που ερμήνευσε αμίμητα ο Ελύτης για την ελληνική απόδοσή τους: «Παντέρμη λούσε το κορμί σου, λούσε το χελιδονόψαρο κι άσε κυρά μου την ψυχή σου, άσ’ την να βρει αναπαμό».

Ύστερα έγινε ποιητής. Ο αγαπημένος βάρδος των αφορισμένων και των απόκληρων. Ώσπου ύστερα από κάποια χρόνια αναδύθηκε ο Μίκης μέσα από τις σκιές και τις σιδεριές των κελιών. Είχε αρχίσει από παιδί να πλάθει τραγούδια και στίχους πριν ακόμα μάθει μουσική. Καθρεφτιζόταν στο μαυριδερό πρόσωπο του Φεντερίκο που ήδη είχε αρχίσει να συλλέγει παραδοσιακούς σκοπούς στα ανδαλουσιανά χωριά και να τους κάνει άσματα. Εκείνος πήρε το άσμα ασμάτων του Ιάκωβου και το φτερούγισε πάνω κι απ’ το ρομαντισμό του Σολομώντα. «Μην είδατε την αγάπη μου; Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι, δεν είχε πια το φόρεμά της ούτε χτενάκι στα μαλλιά».

Πόσες φορές δεν έχετε αναρωτηθεί με ποιον θα θέλατε να δειπνήσετε κάποιο βράδυ, να ανταλλάξετε λίγες κουβέντες, να γευθείτε ένα κεχριμπαρένιο άσπρο κρασί; Εγώ ανατριχιάζω όταν φαντάζομαι τον εαυτό μου καθισμένο ανάμεσα στον Φεντερίκο και στον Μίκη, ο ένας στο πιάνο του παίζοντας το «tres morillas», ο άλλος με το μαντολίνο ανάμεσα στα δάχτυλα και μια μελωδία που να αχνίζει πάνω απ’ το πιάτο μου. «Ήρθες στ’ όνειρό μου άστατο πουλί».

- Αισθάνομαι ντροπή για τους γέροντες που λιώνουν στις ουρές για ένα πιάτο φαΐ. Άκουσα τον Μίκη να λέει μέσα στην αγριανεμιά εκείνης της πρόσφατης δαιμονισμένης κρίσης που τραυμάτισε θανάσιμα την Ελλάδα μας. Καθώς ο Federico γυρνούσε από χωριό σε χωριό να μαζέψει τα δημοτικά τραγούδια που από στόμα σε στόμα είχαν παραμείνει ακόμα από την εποχή των «μορίσκων» στις γωνιές των φτωχικών που αγκομαχούσαν κάτω από το σατραπισμό του δικτάτορα. Δίχως να το ξέρουν, δίχως σχεδόν να συναντηθούν στον χωροχρόνο οι δυο βράχοι της άκρατης εμμέλειας είχαν συναλλάξει τους ρόλους χωρίς να χάσουν την υπόστασή τους. Γιατί ο Φεντερίκο ήταν γεννημένος για μελωδός κι έγινε βάρδος της παγκόσμιας ποίησης, όταν ο Μίκης κατανοούσε πως ο ποιητής που γεννιόταν μέσα του μεταμορφωνότανε σε οικουμενικό βάρδο που θα ξεπερνούσε ακόμα κι αυτή τη μουσικότητα του στιχουργού απ’ τη Γρανάδα. Και τα θέματά τους, δίχως να γνωρίζει ο ένας τον άλλον άγγιζαν τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες συνειδήσεις, ολόιδια δημοτικά τοπία. Τραγούδαγε ο ένας για τη Μαργαρώ που 'χε γίνει περιστεράκι στον ελληνικό ουρανό κι ο άλλος έβαζε τα δυνατά του για να συντρέξει την Ισαβέλλα που έψαχνε το μέλι στον ανθό του δεντρολίβανου. Την ίδια ρίζα δεντρολίβανου που έκανε κι ο Μίκης τραγούδι ποτισμένη σε ροδόσταμο. Κι έτσι μπλεκόντουσαν οι τροβαδούροι κι οι ποιητές, μια με τις «τρεις moriles του Χαέν, την Άξα, τη Φάτιμα και τη Μαριέν» που τις βάφτιζε "ελληνικά" ο Μίκης, «η Κατερίνα, κι η Ζωή, τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία…». Κι ύστερα όταν κατάλαβε ο δικός μας Federico πως του μοιάζε εκεινού του αδικοχαμένου απ’ το Fuentevaqueros, «αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό», όπως έγραψε ο Μίκης το 44, κι όταν είχαν πια στήσει δόλια στο τοίχο το Φεντερίκο λίγο πριν αφήσει για την αιωνιότητα το άσμα του που 'κανε ύμνο ο Λέοναρντ Κοέν. «Πάρε αυτό το βαλς με σφραγισμένα τα χείλη, πάρε αυτό το βαλς που ξεψυχάει στα μπράτσα μου…»

Δεν φιλοδόξησα ποτέ να γίνω πολιτικολόγος, παρά τ’ απαρνήθηκα σχεδόν, θεωρώντας πως αυτό το άλαλο μίσος της πολιτικής παρείσφρησης οδηγεί στον όλεθρο που αφανίζει την παιδεία και την κουλτούρα. Γι’ αυτό δεν αναφέρομαι στις πολιτικές παρατάξεις των δυο τιτάνων της παγκόσμιας καλλιτεχνίας παρά μόνο στο τεράστιο ταλέντο τους και την αλησμόνητη προσφορά τους απέναντι στις διψασμένες ψυχές εκείνων που τρέφονται αχόρταγα με το στίχο και τη μελωδία. Κι ούτε θα 'θελα να περιμένω το εύλογο ταξίδι του μεγάλου βάρδου μας στην άλλη όχθη του Αχέροντα για να του αποδώσω αυτό το ολιγόστιχο τίμημα παρομοιάζοντάς τον με τον εκλεκτό στιχοποιό της ισπανικής καρδιάς μου. Γιατί πάντα κατά κάποιο τρόπο και δίχως να ξέρω το λόγο, μου ‘χε φανεί πως ο Μίκης ήτανε «ο δικός μας Λόρκα» και πως του αλλουνού θα τ’ άρεσε να θρονιαστεί στο πλάι του στο παλιό ξύλινο πιάνο και να παίξουν μαζί συγκινημένοι ένα ακόρντο απ’ το Romance de la luna, luna! «Στον συνεπαρμένο αγέρα τα μπράτσα του ανεμίζει το φεγγάρι, κι άσπιλα κι αδιάντροπα φαντάζει τα στήθια του από σκληρό μολύβι».

Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού

20/10/2019 - 10:40 Εκτύπωση
TAGS

Σχετικά Άρθρα