Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 26/09/2019
Πανέμορφο κτήριο νεοκλασσικό! Κανένας δε ρώτησε πότε κι από ποιον χτίστηκε και -το χειρότερο- γιατί γκρεμίστηκε. Πρώτα ήταν Δημαρχείο. Μετά Γυμνάσιο. Κι ύστερα, πάλι Δημαρχείο. Κάποια χρόνια, σ΄αυτό το μεσοδιάστημα, από το 1956 μέχρι το 1962 φοίτησα κι εγώ. Περίεργη φοίτηση. Κάναμε εγγραφή, ύστερα από εξετάσεις, στην 1η Γυμνασίου και παίρναμε απολυτήριο από την 8η.
Το σχολείο πάμπτωχο, με ανύπαρκτα μέσα. Η εποπτική διδασκαλία άγνωστη κι ανήκουστη. Υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός κάθε Κυριακή. Απαγορεύεται ο κινηματογράφος. «Αν είσθε καλά παιδιά, θα σας πάμε μαθητική παράσταση σε έργα σεμνά, όπως π.χ. Μαρία η Πενταγιώτισσα κι άλλα ηθικοπλαστικά». Μαύρη ποδιά οι μαθήτριες με άσπρο γιακαδάκι. Έπρεπε να τη φοράμε εντός κι εκτός του σχολείου πλην των εθνικών εορτών, όπου, μέσα σε μια κρίση μεγαλοψυχίας, μας επέτρεπαν να φοράμε «τα καλά μας», άσπρη μπλούζα, μπλε φούστα πλισέ κι άσπρο μπερεδάκι. Τα αγόρια κουρεμένα με την ψιλή μηχανή και το γυμνασιακό καπέλο με την κουκουβάγια οπωσδήποτε στο κεφάλι. Αυτό το καπέλο έπρεπε να το βγάζουν για να χαιρετήσουν τιμητικά καθηγητές και καθηγήτριες, όχι μόνο στο σχολείο, όχι μόνο στο Αιτωλικό, αλλά και παντού στην επικράτεια. Στρατόπεδο!
Οι τιμωρίες έπεφταν βροχή. Χωρίς προεδρεία, 15μελή ή άλλα ένδικα μέσα. Είκοσι μέρες αποβολή στον Κώστα από τη Σταμνά, γιατί είπε στο φιλόλογό του «αυτό που λες, να το αποδείξεις, είσαι άντρας.» Και το παιδί έφυγε για το χωριό του και για 20 μέρες ξενοίκιασε και το δωμάτιο που νοίκιαζε. Τουλάχιστον να τού βγαινε ο μήνας φθηνότερα...
Η βαθμολογία σκληρή από τη φύση της κι από τους λειτουργούς της. Και τα 8άρια πηγαίνανε σύννεφο. Τα μαθήματα χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες, τα πρωτεύοντα και τα δευτερεύοντα. Αν έπεφτες κάτω από τη βάση σε δυο πρωτεύοντα, έμενες στην ίδια τάξη. Όταν βγαίνανε τ’αποτελέσματα, συνήθως στις 30 Ιουνίου, κλαίγανε μανούλες. Αρχαία Ελληνικά 09 – Νέα Ελληνικά 09: στον τόπο. Μαθηματικά 09, Φυσική 09: στον τόπο. Τότε τον καθηγητή τον είχες απέναντι κι όχι δίπλα.
Οι μαθητές διακρίνονταν σε δυο κατηγορίες: τους Αιτωλικιώτες, εντός των γεφυριών και τα βλαχόπουλα-χωριατόπουλα, εκτός των γεφυριών (Αι-Γεράσιμος, Χρυσοβέρι, Σταμνά, Αι-Λιάς, Μάστρου, Γουριά, Νιοχώρι και περίχωρα). Η διάκριση είχε κοινωνική σημασία και μόνο. Μέσα στην τάξη η μαθησιακή λειτουργία ανέτρεπε την αξιολογική κλίμακα.
Τα μαθήματα σε 8ωρη βάση, 8.15 με 2.00, εάν κι εφόσον υπήρχε επάρκεια καθηγητών. Διαφορετικά, ήταν δυνατόν να φεύγουμε κι από τις 11.00 ακόμα. «Μέχρι να στείλουν καθηγητές και να συμπληρωθεί πλήρως το πρόγραμμα». Αυτό όμως σπάνια συνέβαινε. Η Γυμναστική γινότανε νωρίς το απόγευμα, στην αυλή του 2ου Δημοτικού Σχολείου Αιτωλικού, ακριβώς πίσω από το κτήριο του Γυμνασίου. Αυτό ήταν μπελάς για όλους, αλλά αναπότρεπτο, το Γυμνάσιο δεν είχε καθόλου δικό του χώρο για Γυμναστική και στο μικρό προαύλιο του 2ου Δημοτικού, στο πρωινό ωράριο λειτουργίας, αυλίζονταν οι μαθητές του.Εδώ θα πρέπει να τονίσω πως Γυμναστική κάνανε χωριστά τ’ αγόρια από τα κορίτσια. «Αυτό είναι σεξιστικό,» θα πούνε μερικοί. ‘Ε, κι ΄Υστερα;
Η Γυμναστική το απόγευμα, λοιπόν. Εμείς οι Αιτωλικιώτες πηγαίναμε στα σπίτια μας, τρώγαμε και γυρίζαμε πίσω στο σχολείο ξανά. Τα εκτός Αιτωλικού όμως χωριατόπαιδα μένανε στο σχολείο, τρώγανε, διαβάζανε, και περίμεναν να έρθει η ώρα της Γυμναστικής. Το γεύμα πανομοιότυπο: ψωμί, ελιές, αυγά βραστά, καμιά ντομάτα μέσα στην καρό κόκκινη πετσέτα. Κανένας, ή σχεδόν κανένας ποτέ δεν προβληματίστηκε πώς τα παιδιά αυτά θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του μαθήματος. Αν δηλαδή είχαν φάει αρκετά για να αντέξουν στη Γυμναστική. Κι ο κ. Στόλης, ο γυμναστής μας, δε χάριζε κάστανα. Εκανε πολύ καλά τη δουλειά του. Και μας ξεθέωνε!
Και κάτι τελευταίο, πριν φύγουμε από τον κόσμο της Γυμναστικής: τα κορίτσια, την ώρα του μαθήματος, αντί για παντελόνι, φορούσαν ενα ρούχο απερίγραπτο: το λέγαν μπουραζάνα. Δες τε κάποια φωτογραφία της εποχής και θα συμφωνήσετε!
Το προαύλιο με τσιμέντο σαγρέ. Εκεί η παράταξη για προσευχή, εκεί ο αγιασμός, ο μικροεορτασμός της εθνικής επετείου, οι ομιλίες. Στις 25 Μαρτίου το απόγευμα οι μαθήτριες χορεύαμε. Συνήθως, με το δικό μας τραγούδι. Καμιά φορά και σπάνια με μπάντα μουσικής, μέγα γεγονός. Η Λενίτσα χόρευε την πέρδικα στον κερκυραϊκό. Τα αγόρια χόρευαν συρτό μόνο και τσάμικο. Και μόνο οι μεγάλες τάξεις. Δεν υπάρχει γιατί.
Στη μέση της πλατείας, η πανέμορφη βασιλική της παλιάς Παναγίας. Πανέμορφη κι ιστορικότατη. (Αργότερα την γκρέμισαν. Έγκλημα χωρίς τιμωρία.)
Στη δεξιά πλευρά της πλατείας, (δεξιά με την πλάτη προς το Γυμνάσιο), ο αφέντης Αι-Δημήτρης. Εκεί κάναμε καθημερινά μάθημα εμείς τα πρωτάκια της σχολικής χρονιάς 1956-57. Δεν επαρκούσαν οι αίθουσες του κεντρικού κτηρίου. Κάναμε Αρχαία Ελληνικά, τη γλώσσα μόνο, πάνω από δέκα ώρες την εβδομάδα. Καθηγητής ο κ. Αλεξόπουλος. Και μάθαμε καλή Γραμματική. Κατεβατά οι γραμματικές και συντακτικές παρατηρήσεις που παίρναμε για το σπίτι. Σίγουρα, δε θα ξεχάσω ένα στιγμιότυπο: «Άριστος: να αναγνωρισθούν και να γραφούν τα παραθετικά. «Άριστος, αριστότερος, αριστότατος», έγραψε ένα παιδί από τη Γουριά. Σε ντελίριουμ ο φιλόλογος:
- Αφού, παιδί μου, η λέξη είναι υπερθετικός, γιατί ξεκινάς από κεί; Πού θα το φθάσεις; Στο Θεό;
Το παιδί τον άκουγε έντρομο, χωρίς μιλιά. Το παιδικό του μυαλό παγιδευμένο: «Έτσι εύκολα φθάνουν στο Θεό; Κι αν έφθασα στο Θεό, μπορεί να μείνω και στην ιδια τάξη; Γίνονται και τα δυο μαζί;»
Ωστόσο, αυτή η συγκατοίκηση με τον Αι-Δημήτρη είχε και τα τυχερά της. Συχνά, τις καθημερινές και τα Σάββατα -τότε είχαμε σχολείο και το Σάββατο- γινόντανε εκεί μνημόσυνα. Πρωί, φυσικά. Τότε μέναμε έξω τις δύο πρώτες ώρες, χαζεύαμε, τρώγαμε κόλλυβα και συχωράγαμε το μακαρίτη.
Στη Β’ Γυμνασίου (επισήμως Τετάρτη) αλλάξαμε αίθουσα. Μας πήγαν λίγο μακρύτερα, στην παλιά ταβέρνα του Γιαννάκη Μπούνου. Βάλανε έδρα, τραπέζι, θρανία. Στο βάθος της αίθουσας, κολλητά στον τοίχο, μεγάλα βαρέλια, κρασοβάρελα. Έτσι, το μάθημα γινότανε ευωδάτο και μεθυστικό. Και το απολαμβάναμε! Δε χάναμε ώρες από τα μνημόσυνα, χάναμε από το πήγαινε-έλα των καθηγητών που είχαν να καλύψουν μιαν απόσταση, από το κεντρικό κτήριο στην ταβέρνα. Και η χαρά μας γι’αυτή την καθυστέρηση, δε λέγεται!
Εκδρομές στον Αι-Θανάση ή τον Αι-Νικόλα τον Κουντριώτη. Ημερήσια στην Αγία Παρασκευούλα με τα πόδια πήγαινε - έλα. Θυμάμαι λάτρευα τη διαδρομή με την πρασινάδα, τους αμάραντους και τις αγριοαγκινάρες με «αξό». Και τέλος, εκεί στην 7η τάξη αποτολμήσαμε κι εκδρομή 4ήμερη: Δελφοί-Λειβαδιά-Αθήνα-Τρίπολη-Βυτίνα-Ολυμπία. Δε θυμάμαι ακριβώς τη διαδρομή. Εκείνο που θυμάμαι καλά είναι πως κοιμόμαστε το βράδυ στα σχολεία, κάτω στο πάτωμα -πού λεφτά για ξενοδοχείο- είχε συνεννοηθεί ο Γυμνασιάρχης μας, ο κ. Πουλημένος, με τους διευθυντές εκείνων των σχολείων. Κι εμείς κουβαλούσαμε μαζί μας ένα σεντόνι κι ένα στρωσίδι, καλοκαίρι ήταν. Κανένα πρόβλημα. Ταλαιπωρία, φτώχεια, και νιάτα και γέλιο. «Φανταστικά περάσαμε.» Δεν είχαμε απαιτήσεις!..
Στη Β΄ τάξη φιλόλογο είχαμε την κ.Παπαλέξη. Εκείνη τη χρονιά, της έφερε ο πελαργός την Ερμιόνη της. Τους μήνες που έλειψε την αναπλήρωσε ο Γυμνασιάρχης μας, ο κ. Πουλημένος, θεολόγος στην ειδικότητα. Σ’ όλα μας τα γυμνασιακά χρόνια είχαμε τον ίδιο Γυμνασιάρχη, τον κ. Πουλημένο, όπως προανέφερα, τον ίδιο μαθηματικό, τον κ. Κρασσά, τον ίδιο γυμναστή, τον κ. Στόλη. Φιλόλογοι: Αλεξόπουλος, Παπαλέξη, Ντούρος, ξανά Παπαλέξη. Για φυσικούς δεν το συζητάμε: Παπαντωνάτος, Χριστοφίλου, Δερμεντζόγλου. Εν πάση περιπτώσει, στην ογδόη τάξη δεν είχαμε φυσικό, δεν είχε κανέναν το σχολείο. Ούτε ο Σύλλογος Γονέων είχε τις δυνάμεις να τρέξει και να διεκδικήσει. Ποιος σκοτίστηκε ν’ ασχοληθεί στα σοβαρά με το «Γυμνάσιον εν Αιτωλικώ.»
Θα τελειώσω περιγράφοντας ένα γνησιότατο στιγμιότυπο της σχολικής λειτουργίας, που τον καιρό εκείνο το λέγαμε «ντόρο» και σημαίνει τα καψόνια και τη φασαρία που κάνανε οι μαθητές σε καθηγητές που παρουσίαζαν αδυναμία επιβολής στην τάξη.
Στην Γ’ τάξη (ή στην Δ’, δεν θυμάμαι καλά) είχαμε καθηγητή φυσικό τον Κεφαλλονίτη κ. ..... Η καζούρα πήγαινε σύννεφο. Ιδιόρρυθμος, αμέθοδος, με έντονη την κεφαλλονίτικη προφορά και λεξιλόγιο «τζόγια μου», «ατζουλίνα μου», «έλα να πάρεις το βερβεράτι σου», άντε να επιβληθείς στους τραχείς ρουμελιώτες μαθητές εκείνης της εποχής. Η διδασκαλία του ήταν παράσταση, προσπαθούσε με τη μιμητική να μας δώσει να καταλάβουμε, ο καημένος. Όσο για την αξιολόγηση, σας δίνω ένα δείγμα:
Είχε βγάλει έξω για εξέταση τον αγαπητό μας συμμαθητή Σπύρο...(έχει φύγει από τη ζωή). Μάθημα: Γεωγραφία. Ενότητα: Τουρκία.
-Πες μου, παιδί μου, τα προϊόντα της Τουρκίας.
Ο Σπύρος κοίταξε πίσω στη γαλαρία για συμπαράσταση. Το υποβολείο κινητοποιήθηκε, τη δουλέψανε κιόλας την κατάσταση: αυγά).
-Αυγά, κύριε καθηγητά.
-Αυγά, παιδί μου. Κι έγλειψε τα χείλη του.
Γέλια τρανταχτά από κάτω. «Μωρέ, αυτός ψοφάει για αυγά.»
-Τι άλλο παράγει η Τουρκία, παιδί μου;
-Αυγά, κύριε καθηγητά.
-Αυγά, παιδί μου, το είπες.
-Αυτά ήταν τα μικρά αυγά, κύριε καθηγητά. Παράγει και μεγάλα. Νααα κάτι αυγά, κύριε καθηγητά. (Κι έδειχνε με τις χούφτες του κι έκανε το σχήμα σαν να ήταν μπάλλα).
-Αυγά, παιδί μου.
Και να γλείφεται ο ευλογημένος σαν γάτα.Πανδαιμόνιο στην τάξη. Τα παιδία παίζει, σφυρίζει και χοροπηδάει.
-Τι άλλο παράγει η Τουρκία, παιδί μου;
Το υποβολείο, με ανοιχτά τα βιβλία, ξανάπιασε δουλειά: «Γάτες Αγκύρας». Ο εξεταζόμενος ακούει για γάτες και αναφωνεί:
-Γάτες, κύριε καθηγητά.
-Τι είπες; Παράγει γάτες; Τι γάτες;
-Απ’ αυτές με τα μακριά μαλλιά.
Τα θρανία κόντεψαν να φύγουν έξω από τα παράθυρα. Ο καθηγητής, ατάραχος, πήρε σβηστήρι, έσβησε από το βαθμολόγιό του τον παλιό βαθμό του εξεταζόμενου, ζήτησε μολύβι, έγραψε τον καινούριο, κι ύστερα έβαλε το μπλοκάκι στην αριστερή του τσέπη. Η εξέταση-αξιολόγηση είχε τελειώσει. Κι εμείς, οι τυχεροί μαθητές του, είχαμε συνειδητοποιήσει πως η Τουρκία παράγει: Αυγά μικρά! Αυγά γίγαντες! Γάτες τριχωτές!..
Αυτά λέμε όταν και όπου συναντιόμαστε οι παλιοί συμμαθητές. Και διασκεδάζουμε και γελάμε!
Αχ, νιότη μου...
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού