×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 918
aixmi-news.gr

Οι εμφύλιοι πόλεμοι και η Επανάσταση του 1821

 

Διαβάστηκε 4834 φορές
21/03/2016 - 09:01

Του Γ. Η. Ορφανού

Οι εμφύλιοι πόλεμοι για την πολιτική εξουσία παραλίγο να καταστρέψουν όσα είχαν πετύχει πολεμώντας οι Έλληνες κατά την επανάσταση του 1821. Στο σημερινό μας σημείωμα – αφιέρωμα στο 1821 θα παρουσιάσουμε τους δυο εμφυλίους πολέμους που οφείλονται και στην αρχομανία τινων εκ των επαναστατών και ελπίζουμε να αποτελούν πάντα παράδειγμα προς αποφυγήν.

Από το φθινόπωρο του 1823, λοιπόν, μέχρι την άνοιξη του 1824, ενώ συνεχίζονται αμείωτες οι πολεμικές επιχειρήσεις και η αναζήτηση διπλωματικής στήριξης και βοήθειας προς τον Αγώνα, έχουμε τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο, που είχε ως αφορμή την καθαίρεση από την κυβέρνηση ενός υπουργού, του Περούκα, από τον πρόεδρο του βουλευτικού, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με την κατηγορία της υπέρβασης καθήκοντος. Νωρίτερα, σε διάφορα μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας, είχαμε «βίαιες συρράξεις» μεταξύ τοπικών παραγόντων (οπλαρχηγών – προεστών), οι οποίες έφταναν και στα όρια εμφύλιων συγκρούσεων.

Ενδεικτικά, ας αναφερθεί ότι κρούσματα «ανταρσίας» συναντιώνται και στους πρώτους χρόνους της Επανάστασης, όπως βλέπουμε σε επιστολή του Αρείου Πάγου προς το Μινίστρο των εσωτερικών Κωλέττη, όπου αναφερόταν ότι « τινές κακεντρεχείς Ευβοείς» μαζί με καπεταναίους « εσύστησαν στρατόπεδον, μη θέλοντες να υπακούσουν εις τας διαταγάς της υπερτάτης Διοικήσεως, ως τοις έγραφεν, ήλθον πλησίον εις Ξεροχώρι, και εκήρυξαν πόλεμον κατά του αρχηγού συνεργεία του επιβούλου και ταραχοποιού, οι οποίοι αφού κατεβλήθησαν υπό του κυρίου Διαμαντή, έφυγον κρυφίως επί λόγω ότι έρχονται εις την υπερτάτην Διοίκησιν, έργω δε να καταφύγουν εις Αθήνας προς τον διδάσκαλον αυτών». Την αναφορά, που φέρει ημερομηνία 20/9/1822, την υπογράφουν οι αρεοπαγίτες, Ταλαντίου Νεόφυτος, Ανθιμος Γαζής, Δρόσος Μανσόλας, Κ. Τασσίκα, Κωνστ. Σακελλίωνος, Κωνσταντίνος Ιωάννου.

Λίγο μετά, επήλθε η πραξικοπηματική κατάργηση του Αρείου Πάγου από τον Ανδρούτσο στις 29 Σεπτεμβρίου 1822, αφού προηγήθηκε η επιβολή του οπλαρχηγού στους προεστούς των Αθηνών. Ο Άρειος Πάγος, η δύναμη του οποίου είχε περιοριστεί στην Ανατολική Στερεά και μόνο στην Εύριπο είχε ακόμη κάποια επιρροή, κατήγγειλε τις ενέργειες του Ανδρούτσου στη Διοίκηση, προσδοκώντας την αποκατάσταση των πραγμάτων με την παρέμβασή της. Ο Ανδρούτσος παρουσιαζόταν στη Διοίκηση από τους αρεοπαγίτες ως υπαίτιος για την προέλαση των οθωμανικών δυνάμεων στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα. Ο Ανδρούτσος αντέδρασε άμεσα στις κατηγορίες που του προσήψαν οι αρεοπαγίτες, ανταποδίδοντας τις κατηγορίες αυτές, κατονομάζοντας τους αρεοπαγίτες ως τους κύριους υπεύθυνους για τη δυσμενή πορεία της επανάστασης στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα.

Ο φόβος υπήρξε μεγάλος ακόμη και στην Πελοπόννησο, γιατί υπήρχε η αίσθηση πως αν χανόταν η Ανατολική Ελλάδα, οι Πελοποννήσιοι θα βρίσκονταν εκτεθειμένοι σε μεγάλο κίνδυνο. Πολλοί ήταν εκείνοι που εξέφραζαν την απαισιοδοξία τους για την εξέλιξη των επαναστατικών επιχειρήσεων από τον Ιούνη και Ιούλη του 1822 και ιδιαίτερα οι πρόκριτοι της Ύδρας, οι οποίοι πίστευαν (29 Ιούνη 1822) ότι η υποχώρηση της Επανάστασης προήλθε απ’ τις εσωτερικές διχόνοιες των επαναστατών και όχι εξαιτίας της στρατιωτικής υπεροχής του αντιπάλου. Μερικές μέρες αργότερα, ο πρόεδρος του εκτελεστικού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος υποδείκνυε (09/07/1822) ως υπευθύνους για τη δυσμενή εξέλιξη των πραγμάτων ένα «κόμμα σκανδαλοποιών», χωρίς να δίδει περισσότερες, όμως, διασαφηνίσεις. Με γράμματά του, το φθινόπωρο (14 Σεπτέμβρη 1822), ο Μαυροκορδάτος προς τους χιλίαρχους της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, προσπαθούσε να πετύχει μια εξισορρόπηση των πραγμάτων μεταξύ της ανάγκης της Διοίκησης από τη συνδρομή των οπλαρχηγών της Ανατολικής Στερεάς, που οι περισσότεροι ήταν κάτω από την επιρροή του Ανδρούτσου – παρά την αντίθετη άποψη του Μαυροκορδάτου – και της πολιτικής, που στόχευε να εδραιώσει τον έλεγχό της στην Ανατολική Στερεά και την Εύριπο.

Πάντως, να σημειωθεί και ότι, κατά τον Κορδάτο, οι εμφύλιοι σπαραγμοί, αν και έμοιαζαν με κομματικές αντιπαραθέσεις, δεν ήσαν αποτελέσματα προσωπικών αντιθέσεων ή συνεπακόλουθα της πολυαίωνης σκλαβιάς και όσων «ανωμαλιών» κληροδότησε αυτοί τους Έλληνες, αλλά ήσαν ταξικοί και γι’ αυτό, και έπαιρναν μαζικό χαρακτήρα οι συγκρούσεις. Οι κυριότερες αιτίες ήσαν οι προσπάθειες των κοτζαμπάσηδων να εκμεταλλευτούν τα «εθνικά κτήματα» και η καταβολή μισθών και οικονομικής ενίσχυσης, που ζητούσαν οι οπλαρχηγοί, που βρισκόντουσαν, σ’ αντίθεση με τους προύχοντες, στην «πρώτη γραμμή» της Επανάστασης. Να γραφεί, βεβαίως, και ότι με το μέρος των προεστών από τις ευρωπαϊκές χώρες τασσόταν η Αυστρία του Μέττερνιχ!

Ενδιαφέρουσα, όμως, είναι η ανάλυση των εμφυλίων πολέμων στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης από το Θανάση Παπαρήγα, ο οποίος μεταξύ άλλων στέκεται και στα ακόλουθα: «Οι πόλεμοι αυτοί αντανακλούσαν τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ακόμη υπό διαμόρφωση νεοελληνικής κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη της φάση αλλά και σε μια συγκεκριμένη της ιστορική στιγμή: Τη στιγμή της πορείας προς τη δημιουργία του εθνικού κράτους.

Οι πόλεμοι αυτοί, συνεχίζει ο Θ. Παπαρήγας, περιείχαν και ήταν φυσικό να περιέχουν τη σφραγίδα των γενικών συνθηκών της εποχής. Οι συνθήκες αυτές συγκεκριμένα ήταν: Στην ελληνική περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τη διάλυση του ανατολικού - με την έννοια του συγκεντρωτικού φεουδαρχικού κράτους και η πορεία προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας γίνεται με ειδικό, τοπικό, «βαλκανικό» τρόπο. Ο τελευταίος έχει σαν πυρήνα του την προσπάθεια δημιουργίας χωριστού εθνικού κράτους σαν νέας μορφής αστικής κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής.

Το γεγονός ότι ο χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης έπαιξε πολύ σοβαρό ρόλο στους εμφυλίους πολέμους φαίνεται πολύ καθαρά και μόνο από τις συγκρούσεις του τύπου «Ρουμελιώτες εναντίον Μοραϊτών». Εδώ, ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι δεν πρόκειται για φαινόμενο επιφανειακό και ούτε καν μόνο ελληνικό.. Στη Γαλλία έχουμε την άγρια αντιπαράθεση μεταξύ του Ιακωβινικού Βορρά και του Γιρονδινικού Νότου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για φυσιολογική κατάσταση, που δείχνει ότι η αστική κοινωνία βρίσκεται ακόμη στη φάση της πρώτης διαμόρφωσής της.

Η Επανάσταση του ’21 – όπως δέχεται ο Παπαρήγας – γίνεται σε γενικές ιστορικές συνθήκες όπου η μόνη βιώσιμη επαναστατική και προοδευτική δύναμη είναι η αστική τάξη. Σε αυτήν ανήκουν τόσο η ηγεσία της Επανάστασης όσο και ο χαρακτήρας της σφραγίδας που μπαίνει στα προβλήματά της. Ωστόσο, ο όρος «αστική τάξη» καλύπτει μια πραγματικότητα ιδιαίτερα πολύπλοκη και γεμάτη ασυνέχειες ή και αντιθέσεις. Σε αυτήν ανήκουν οι πανίσχυροι και, για την εποχή και την περιοχή, γιγαντιαίοι εφοπλιστικοί όμιλοι, οι αστοί - γαιοκτήμονες, που βαθμιαία δημιουργούνται και, ταυτόχρονα, διαλύονται στις συνθήκες της αποσύνθεσης της αναχρονιστικής Οθωμανικής γαιοκτησίας, τα στοιχεία της πολιτικής και διοικητικής αριστοκρατίας που έχουν κατακτήσει θέσεις σε αυτό που έχει ονομαστεί «δοσιματική διοίκησις», ένας ολόκληρος και ιδιαίτερα πολυάριθμος κόσμος από βιοτέχνες επιχειρηματίες και μικρούς και μεσαίους εμπορευομένους.

Οι δυνάμεις αυτές κάθε άλλο παρά ταυτίζονται πλήρως μεταξύ τους. Δε βρίσκονται όλες στον ίδιο βαθμό αστικοποίησης. Από την άποψη αυτή, οι πιο προωθημένοι είναι οι πάσης φύσεως πλοιοκτήτες και οι πάσης φύσεως έμποροι, αν και αυτοί επίσης χωρίζονται μεταξύ τους από σοβαρές αντιθέσεις. Αντίθετα, στους αστούς - γαιοκτήμονες και, ακόμη περισσότερο, στο στοιχείο της διοικητικής αριστοκρατίας, το βάρος των αναχρονιστικών στοιχείων είναι πολύ ισχυρότερο. Τα διάφορα αυτά τμήματα διαφέρουν από την άποψη της οικονομικής επιφάνειας (π.χ. οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ήδη από πρώτα ιδιαίτερα πλούσιοι, έχουν πλουτίσει παραπέρα από την οικειοποίηση των περιουσιών των τοπικών πασάδων, που επίσης ήταν ιδιαίτερα πλούσιοι, ενώ οι πρόκριτοι της Ρούμελης στηρίζονται ιδιαίτερα σε πολιτικές λειτουργίες). Διαφέρουν ακόμη και από την έλλειψη μιας πληρέστερα διαμορφωμένης εθνικής αγοράς, που δείχνει τις δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Τα πιο προωθημένα στοιχεία έχουν δεσμούς πιο πολύ με το εξωτερικό παρά με την ίδια την χώρα. Οι διαφορές αυτές δεν είναι ακαδημαϊκές αλλά έχουν σοβαρότατες συνέπειες και επιπτώσεις. Ανάμεσα στους εφοπλιστές, τους ιδιόμορφους γαιοκτήμονες και τους εκπροσώπους της διοικητικής αριστοκρατίας είναι φανερό ότι υπάρχει πολύ έντονη «ιστορική όσμωση»: Όλοι τους έχουν από καιρό στραφεί προς την αστική εξέλιξη μέσω της εμπορικής δραστηριότητας. Αυτό εξηγεί και την έντονη τάση προσέγγισης και συμπαράταξης που τους διακρίνει και που θα φανεί καθαρά στην Επανάσταση.

Μεταξύ τους, όμως, υπάρχουν και διαφορές. Οι πλούσιοι εφοπλιστές βλέπουν τη γη σαν χώρο επένδυσης των κεφαλαίων τους και εξόδου από την οικονομική κρίση, αφού ο βιομηχανικός τομέας τους είναι κλειστός (ή, σωστότερα, κλεισμένος). Τα υπόλοιπα στοιχεία των κυριάρχων τάξεων, όμως, βλέπουν τη γη σαν δική τους και δεν έχουν διάθεση να την παραχωρήσουν σε άλλους. Αυτό κάνει το συνασπισμό των μεγαλοεφοπλιστών και των μεγαλοπροκρίτων ασταθή και γεμάτο αντιθέσεις, πράγμα που οδηγεί σε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων.

Πέρα από αυτά τα προβλήματα, υπάρχουν και τα προβλήματα της γενικότερης ιστορικής διαμόρφωσης των κυριάρχων τάξεων: Μέσα στα πλαίσια μιας ακόμη χαμηλής εθνικής ολοκλήρωσης, της επίδρασης των παραδόσεων της Οθωμανικής διοίκησης κλπ. οι ενέργειες και οι βλέψεις μερικών τμημάτων των κυριάρχων τάξεων όχι μόνο στρέφονται ευθέως ενάντια στα συμφέροντα των υπολοίπων αλλά, καμιά φορά, θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση».

Στις 15/10/1823, ο Θ. Κολοκοτρώνης παραιτείται από αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού και το Νοέμβριο του ίδιου έτους, ωστόσο, η ένταση κλιμακώθηκε, όταν ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης εξεδίωξαν τους «πολιτικούς» από το Ναύπλιο και επιχείρησαν να σχηματίσουν δική τους Διοίκηση. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, γιος του Θεόδωρου, φρούραρχος του Ναυπλίου, μαζύ με το Νικηταρά και τον Τσόκρη και άλλους 200 πάνε στο Άργος (26/11/1823), μπήκαν στο βουλευτήριο, παίρνουν τα αρχεία και τρομοκρατούν τους παραβρισκόμενους. Την παραμονή (25/11/1823), ο Ιωάννης Κωλέττης διοριζόταν μέλος του Εκτελεστικού στη θέση του εκπεσόντος Ανδρέα Μεταξά.

«Θλίβομαι βαθύτατα ακούγοντας ότι οι εσωτερικές έριδες της Ελλάδας συνεχίζονται ­ και αυτό σε μια στιγμή που η πατρίδα σας θα μπορούσε να θριαμβεύσει παντού, όπως έχει θριαμβεύσει σε μερικούς τομείς. Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: να κατακτήσει την ελευθερία της ή να γίνει κτήση των ηγεμόνων της Ευρώπης ή τουρκική επαρχία. ­ Τώρα μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στις τρεις. ­ Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στις δύο τελευταίες. ­ Αν η Ελλάδα ζηλεύει την τύχη της Βλαχίας και της Κριμαίας, μπορεί να την έχει αύριο· αν της Ιταλίας, μεθαύριο. Αν όμως θέλει να γίνει για πάντα ελεύθερη, αληθινή και ανεξάρτητη, καλά θα κάνει ν' αποφασίσει τώρα, αλλιώς δεν θα έχει ποτέ πια αυτή την ευκαιρία», γράφει ο λόρδος Βύρωνας σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, στις 2 Δεκέμβρη του 1823, από την Κεφαλλονιά, ενώ διαρκεί ακόμα ο πρώτος εμφύλιος μεταξύ των επαναστατών στην κυρίως Ελλάδα.

Λίγες ημέρες αργότερα (9/12/1823), οι Υδραίοι στηλιτεύουν, με δημόσια προκήρυξη, τους Κολοκοτρώνηδες και όσους τους ακολουθούν.

Το Γενάρη του 1824, αφού οι Σπετσιώτες στρέφονται κι αυτοί κατά του Κολοκοτρώνη και των Πελοποννησίων (2/1/1824), το Βουλευτικό του Μαυροκορδάτου, που μετέθεσε την έδρα της κυβέρνησης στο Κρανίδι, συμμάχησε (5 ή 17/1) με τους νησιώτες προεστούς. Κατόπιν, ο Μαυροκορδάτος, αφού καθαιρεί από πρόεδρο του εκτελεστικού τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και κηρύσσει έκπτωτους όσα μέλη του Βουλευτικού δεν είχαν πάει στο Κρανίδι, ορίζει νέο εκτελεστικό υπό την προεδρία του Γ. Κουντουριώτη και τη συμμετοχή των Γκίκα και Π. Μπόταση (ως αντιπροέδρου από 9/2/1824), Ν. Λόντου, Ιω. Κωλέττη. Οι κατηγορίες που βάραιναν τον Π. Μαυρομιχάλη και το Σ. Χαραλάμπη, που, επίσης, εκείνες τις μέρες του Γενάρη κατηγορήθηκε από τη Βουλή, συμπεριελάμβαναν και το ότι «επώλησαν και εθνικά κτήματα», δηλαδή άρπαξαν δημόσια έσοδα προς ίδιον όφελος! Ο Ανδρέας Ζαΐμης, στις 20/4/1824, πάντως, δεν αποδέχτηκε το διορισμό του στη θέση του αποθανόντος Νικολάου Λόντου, εν αντιθέσει με τον Α. Σπηλιωτάκη, ο οποίος, νωρίτερα – στις 9/2/1824, είχε τοποθετηθεί στη θέση του Γκίκα Μπόταση, εφόσον είχε αποχωρήσει την 1η Φλεβάρη.

Ο πρόεδρος του Βουλευτικού, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, από την αρχή, όταν πρωτόφτασε στην Ελλάδα, σκεφτόταν να υπερφαλαγγίσει το Δ. Υψηλάντη. Όταν διορίστηκε στο Μεσολόγγι, αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις για αυτό. Έτσι, παρά την ήττα στο Πέτα (1822), το 1822 – 1823 προσεγγίζει τους νοικοκυραίους και καταφέρνει να αναρριχηθεί σε πολιτικά αξιώματα εωσού τον βλέπουμε και γενικό γραμματέα της Διοίκησης στο Άστρος.

Όταν ο Κολοκοτρώνης, όμως, συμμάχησε με τους κοτζαμπάσηδες και ο Υψηλάντης τέθηκε στην άκρη, ο Μαυροκορδάτος, χάνοντας τα ερείσματά του, προσεταιρίζεται τους Υδραίους, δίνοντάς τους υποσχέσεις σχετικά με τη χρήση του δανείου, που αναμενόταν στα μέσα του 1824 από την Αγγλία. Είχε, λοιπόν, σχέσεις με τον λόρδο Βύρωνα και το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου και πέτυχε να γίνει αυτός αποδέκτης του δανείου. Με τα χρήματα αυτά, ο Κωλέττης, που, επειδή έκρινε ότι πιο αποτελεσματικά θα αντιπαλέψει τον αντίζηλό του Μαυροκορδάτο εάν βρισκόταν κοντά του, δέχτηκε τη σύμπραξή τους, ενεργοποίησε τις σχέσεις που διατηρούσε με τους Ρουμελιώτες και ετερόχθονες ενόπλους, που αποτέλεσαν έτσι το στρατό της Διοίκησης του Κρανιδίου. Στο πλευρό του Μαυροκορδάτου, βρισκόταν τώρα και ο Παπαφλέσσας, ο οποίος, λίγους μήνες αργότερα, μέσα στο 1824, θα τεθεί και επικεφαλής αποτυχημένης εκστρατείας για την εξόντωση του Θ. Κολοκοτρώνη και όσων νοικοκυραίων πολιορκούσαν, εκείνη την εποχή, ακόμα την Πάτρα!

Ο επαναστατημένος Ελληνισμός είχε κοπεί στα δύο. Από τη μια, με το Κρανίδι συμπαρατάσσονταν οι νησιώτες εφοπλιστές και κεφαλαιούχοι, όσοι Ρουμελιώτες πίστευαν τον Κωλέττη, η πλειοψηφία των Πελοποννησίων γαιοκτημόνων και οι Έλληνες του εξωτερικού. Από την άλλη, όσοι ακολουθούσαν το Θ. Κολοκοτρώνη και τον Π. Μαυρομιχάλη και την κυβέρνησή τους, που, από τις 17/1/1824, έδρευε στην Τριπολιτσά.

Παράλληλα με μιαν αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα σε βάρος του Κολοκοτρώνη κατά τα τέλη Γενάρη της ίδιας χρονιάς στην Τρίπολη, ο Παπαφλέσσας πέρασε στο Κρανίδι και ανέλαβε το υπουργείο εσωτερικών. Όταν ο Δ. Υψηλάντης και ο Πλαπούτας, κατά το Φλεβάρη του 1824, πήγαν στο Κρανίδι με προτάσεις για συμφιλίωση και συνδιαλλαγή. Η κυβέρνηση, όμως, του Κρανιδίου φάνηκε αδιάλλακτη και αποφασισμένη να διαλύσει την κυβέρνηση της Τρίπολης. Από τις 17/2/1824, μετά την άρνησή της και ενώ ο Κολοκοτρώνης διέλυε το στρατιωτικό του σώμα, η κυβέρνηση Κουντουριώτη διέταξε προετοιμασίες για ένοπλη αναμέτρηση. Με χρήματα από την εκποίηση των εθνικών προσόδων διαφόρων επαρχιών, η κυβέρνηση του Κρανιδίου κάλυπτε τα έξοδα στρατολογίας και συντήρησης των στρατιωτικών σωμάτων, ενώ για το ναυτικό θα μεριμνούσαν οι Υδραίοι κοτζαμπάσηδες (Κουντουριώτηδες, Μπότασης).

Τα τέλη Φλεβάρη, άρχισε και η πλευρά της Τρίπολης να προετοιμάζεται, αν και κύρια επιδίωξή της παραμένει η συμβιβαστική λύση, για την οποία το Κρανίδι κωλυσιεργεί να απαντήσει. Επιδιώκουν το συμβιβασμό μέσω Ζαΐμη (21/2), ίσως επειδή είχαν λιγότερες δυνάμεις να αντιπαραθέσουν, ίσως γιατί ήθελαν να κερδίσουν τη λαϊκή συμπαράσταση και να προσδώσουν στον αγώνα τους ηθικό και λαϊκό περιεχόμενο, σ’ αντίθεση με τα μέλη της κυβέρνησης Κουντουριώτη, που κατηγορούνταν ότι παγιδεύουν τις λαϊκές ελευθερίες και δρουν συμφεροντολογικά και αντεθνικά, υπό την επιρροή του Μαυροκορδάτου. Τις τελευταίες ημέρες του Φλεβάρη (26/2/1824), αποτυχαίνει παταγωδώς διαμεσολαβητική προσπάθεια του πρώην επάρχου Μεσολογγίου, Κωνσταντίνου Μεταξά, για συνδιαλλαγή, επειδή το Κρανίδι δεν εμφανίζεται πρόθυμο για τη συμφιλίωση, αλλά πανέτοιμο για ένοπλη λύση!

Από τις 6 Μαρτίου του 1824, η κυβέρνηση Κρανιδίου σχεδιάζει από ξηράς και θαλάσσης «μετακόμιση» στο Ναύπλιο, αλλά ο φρούραρχος της πόλης, Πάνος Κολοκοτρώνης, αρνιόταν να παραδώσει το φρούριο σε κυβέρνηση που δεν είχε εκλεγεί από εθνοσυνέλευση. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη αποκηρύττει, την επόμενη μέρα, ως προδότη, αποστάτη και εχθρό του έθνους το φρούραρχο και όσους θα τον ακολουθούσαν ή θα τον βοηθούσαν.

Αφού προσπάθησε να εμποδίσει με πιστούς του στρατιώτες ο Π. Κολοκοτρώνης την κυβέρνηση Κουντουριώτη να έλθει στο Ναύπλιο, οι Κρανιδιώτες προέλασαν στους Μύλους και εγκαταστάθηκε εκεί η κυβέρνησή τους, αν και δεν έλειψαν οι πολεμικές συγκρούσεις έξω από το Ναύπλιο. Απώτερός τους στόχος, βεβαίως, ήταν η Τριπολιτσά! Μέχρι το β’ δεκαήμερο του Μάρτη, οι Κρανιδιώτες πολιορκούν το Ναύπλιο και χρησιμοποίησαν κάθε μέσο, καθώς ο Π. Κολοκοτρώνης αντιμετώπιζε σωρό προβλημάτων και πάνω απ’ όλα, πέρα από τον επισιτισμό, και την αυτομολία, λόγω απατηλών υποσχέσεων ή κακουχιών, κάποιων από τους υπερασπιστές της πόλης προς τους αντιπάλους τους.

Στις 12 Μάρτη 1824, έχουμε νέα άκαρπη προσπάθεια του Δ. Πλαπούτα να επέλθει συμφωνία ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, γιατί – αν και η κυβέρνηση Κουντουριώτη έμοιαζε σύμφωνη – η πρωτοβουλία «κόλλησε» στους όρους για παράδοση του φρουρίου του Ναυπλίου στους Κρανιδιώτες αφενός και για υποδειγματική τιμωρία του Π. Κολοκοτρώνη αφετέρου εάν αποδεικνυόταν, σε ειδική δίκη, ένοχος.

Αφού οι περί τον Κουντουριώτη κυρίεψαν το Άργος (13/3/1824) και εγκατέστησαν εκεί την κυβέρνησή τους εωσού πέσει το Ναύπλιο, την ερχόμενη εβδομάδα (19/3) ο Π. Νοταράς, για λογαριασμό τους, κατέλαβε τον Ακροκόρινθο και ανήγγειλε στην κυβέρνησή του ότι είχε πλέον τον έλεγχο σε όλη την Κορινθία. Από τις 22 Μάρτη, όμως, το κέντρο βάρος των επιχειρήσεων πέφτει στην Τρίπολη, την οποία υπερασπίζουν ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο άλλος γιος του Γενναίος (παρά την αποτυχία του να περισώσει τον Ακροκόρινθο), ο ανιψιός του, Νικηταράς κι ο Κανέλλος Δεληγιάννης με 1000 περίπου άντρες. Στους πολιορκητές επικεφαλής είχε τεθεί ο Ανδρέας Λόντος και συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Ι. Νοταράς, Αναγνωσταράς, Ν. Δικαίος, Γ. Γιατράκος, Β. Πετμεζάς κ.α. ως ηγήτορες Ρουμελιώτικων και Πελοποννησιακών στρατευμάτων.

Ενώ συνεχιζόταν για 10 μέρες η πολιορκία, έπειτα από λαϊκές συγκεντρώσεις έξω από το σπίτι του Π. Μαυρομιχάλη ζητώντας συμβιβασμό γιατί οι κάτοικοι της Τρίπολης δυσφορούσαν από την παρουσία των ενόπλων του Κολοκοτρώνη, ο Κανέλλος Δεληγιάννης παίρνει την πρωτοβουλία και, καθώς η μείωση των τροφών και των πολεμοφοδίων μάστιζε τους πολιορκούμενους και οι πολιορκητές αντιμετώπιζαν προβλήματα λιποταξιών, αρχίζουν διαπραγματεύσεις. Από τη μεριά της Τρίπολης, θα παρίστανται ο Κ. Μεταξάς και 4 βουλευτές και από τους περί τον Κουντουριώτη οι Α. Ζαΐμης και Α. Λόντος.

Αυτή τη φορά, οι διαπραγματεύσεις προχωρούν και οι δύο μεριές μοιάζουν να συμφωνούν: Καθένας από την κυβέρνηση της Τρίπολης θα έφευγε στην επαρχία του με τους στρατιώτες του – Οι πολιορκητές δεν θα εμπόδιζαν την αποχώρηση των πολιορκούμενων – Η Τρίπολη θα παρέμενε ουδέτερη, αλλά τα φρούρια του Ναυπλίου θα παραδίδονταν στους Ζαΐμη και Λόντο, ενώ ο Π. Κολοκοτρώνης θα έπαιρνε ένα χρηματικό ποσό για τα έξοδα της φρουράς.

Η πλευρά, όμως, του Κουντουριώτη, μόλις άκουσε τους όρους αυτούς, απέρριψε τη συμφωνία (31/3) και ξεκίνησε νέες συζητήσεις. Θα δέχονταν φτάνει να τους παρέδιδαν την Τρίπολη και όλους όσους είχαν στραφεί εναντίον τους. Επειδή, όμως, απέτυχαν να εμφανίσουν τους πολιορκημένους οι Κωλέττης – Ζαφειρόπουλος και Καλαμαριώτης ως επίορκους και έτοιμους να παραβιάσουν την ανακωχή, δέχτηκαν να συναφθεί συμφωνία με τους αρχικούς όρους. Έτσι, στις 3/4/1824, η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη αυτοδιαλύεται και τα μέλη της φεύγουν από την Τρίπολη και επακολουθεί διχογνωμία Βουλευτικού – Εκτελεστικού (12/4) εάν θα έπρεπε να μεταφερθεί εκεί από το Ναύπλιο, του οποίου συνεχιζόταν ακόμα η πολιορκία, η κυβέρνηση Κουντουριώτη.

Ο Γ. Κουντουριώτης, όμως, ως πρόεδρος, πια, της μόνης κυβέρνησης, στις 4/4/1824, θα «δυναμιτίσει» το κλίμα, καθώς κάλεσε τους «αντιπατριώτες» του Θ. Κολοκοτρώνη να παραδοθούν, με την απειλή ότι θα θεωρούνταν αποστάτες και θα τιμωρούνταν! Ενώ ο Μαυρομιχάλης κι οι δικοί του βρίσκονταν στη Μεσσηνία, στο Μιστρά και στη Λακωνία και εδραίωναν τη δύναμή τους, ο Θ. Κολοκοτρώνης ήθελε να συγκληθεί νέα εθνοσυνέλευση στην Καρύταινα Αρκαδίας, αλλά δεν παρέλειπε και την προετοιμασία για πιθανή πολιορκία της Τρίπολης. Τότε, ήλθε οριστικά προς το μέρος του κι ο Δ. Πλαπούτας, ενώ λίγο μετά επιτέθηκε νικηφόρα στη φρουρά της Τριπολιτσάς, μα η επιτυχία του αυτή «ενόχλησε» το Εκτελεστικό, που όρισε Παπαφλέσσα, Λόντο, Ζαΐμη να χτυπήσουν στην Καρύταινα. Αυτοί, όμως, παράκουσαν στις διαταγές που πήραν και μπήκαν, επικεφαλής 1000 αντρών, στην Τρίπολη.

Τις τελευταίες ημέρες του Απρίλη του 1824, είχαμε προσπάθειες συνδιαλλαγής Κολοκοτρώνη και Κουντουριώτη. Όροι, η παράδοση του Ναυπλίου και η αναγνώριση της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Μεσολαβητής ήταν ο Νικηταράς. Τις προσπάθειες «ναρκοθέτησε» ο Παπαφλέσσας, με συκοφαντίες κατά του Νικηταρά. Ο Κολοκοτρώνης (26/4) αποφασίζει να συναντηθεί με τον επικεφαλής της κυβέρνησης για απευθείας συνεννοήσεις, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό αποφασίζουν να τον καλέσουν μαζύ με το Νικηταρά (29/4). Η συνάντηση αυτή ήταν να γίνει στο Κυβέρι Αργολίδας, μα δεν πραγματοποιήθηκε τελικά.

Αφού ματαιώθηκε η συνάντηση Κολοκοτρώνη – Κουντουριώτη, η πολιορκία του Ναυπλίου εξακολουθούσε και ο πρώτος θέλησε να ενισχύσει με κάθε τρόπο τις αμυντικές προσπάθειες του γιου του, Πάνου. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης αντιμετώπιζε το διαρκώς αυξανόμενο κύμα διαρροών προς τους πολιορκητές , ενώ οι πρώτες εβδομάδες του Μάη αναλώθηκαν σε πολεμικές συγκρούσεις και μάχες μεταξύ κυβερνητικών στρατευμάτων και των «αντιπατριωτών» του Πάνου και Γενναίου Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα και του Νικηταρά στην περιοχή γύρω από το Ναύπλιο και στην επαρχία του Άργους.

Τότε (12/5/1824), εμφανίστηκε και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στο Άργος ως ειρηνοποιός και προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίπαλες μερίδες. Παίρνοντας τη συγκατάθεση του Κουντουριώτη στις 20 Μάη, κίνησε να βρει τον Π. Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο. Αυτός δεχόταν να φύγει από το Ναύπλιο, αλλά υπό όρους. Ο Γ. Κουντουριώτης, όμως, ήθελε το φρούριο του Ναυπλίου άνευ όρων! Και κρατούσε τέτοια αδιάλλακτη στάση, γιατί, αφού νίκησε τους αντιπάλους του στην Αργολίδα, ήταν υπερσίγουρος για την τελική του επικράτηση. Τον παρόξυνε και ο Κωλέττης, που συκοφαντούσε το Ζαΐμη.

Ο Ζαΐμης τότε, ως Πελοποννήσιος προύχοντας, δεν ήθελε την εκμηδένιση των Κολοκοτρώνηδων και την ενίσχυση των νησιωτών κοτζαμπάσηδων. Έτσι, με τη στάση του, βοηθά να καρποφορήσει η πρωτοβουλία του Κολοκοτρώνη για έντιμο για τους ηττημένους συμβιβασμό. Ο Αναγνώστης Δεληγιάννης, στις 22/5/1824 και έξω από την Τριπολιτσά, φέρνει κοντά Ζαΐμη και Κολοκοτρώνη, αλλά ο πρώτος αρνείται, παρόντων των αδελφών Δεληγιάννη και άλλων προκρίτων από Τρίπολη και Καρύταινα, να συζητήσει τις προτάσεις Κολοκοτρώνη (εθνοσυνέλευση, ανατροπή Κουντουριώτη). Οι θέσεις του Ζαΐμη είναι σταθερές: Για να αποκατασταθεί η πολιτική ομαλότητα, απαιτείται συμβιβασμός. Για το συμβιβασμό, απαιτείται η παράδοση του Ναυπλίου στους κυβερνητικούς.

Από τις συζητήσεις εκείνης της ημέρας (22/5/1824), ο Κολοκοτρώνης υποχωρεί, δέχεται την παραχώρηση του Ναυπλίου όχι στην κυβέρνηση, την οποία δεν αναγνωρίζει ακόμα ως νόμιμη, μα σε Λόντο και Ζαΐμη έναντι συμβολικού ποσού και υποχρεώνεται αυτός, ο Νικηταράς και ο Πλαπούτας να διαλύσουν τα στρατεύματά τους. Να σημειωθεί, όμως, πως η συμφωνία, που τερματίζει τον πόλεμο, δεν ικανοποίησε εξίσου το Εκτελεστικό, που χάρηκε για την άλωση του Ναυπλίου αλλά ήθελε και υποδειγματική τιμωρία των «αντιπατριωτών», το κάπως μετριοπαθέστερο Βουλευτικό και τον Κουντουριώτη, που ήθελε πλήρη εξόντωση των αντιπάλων του και των Πελοποννησίων, αφού από τις 28/5/1824 άρχισε να εκδηλώνεται εναντίον Ζαΐμη – Λόντου και Πελοποννησίων. Ο Γ. Κουντουριώτης εγκαθίσταται πλέον στο Ναύπλιο, που είχε, βάσει των συμφωνιών, περάσει, στις 5/6/1824, από τον Π. Κολοκοτρώνη στα χέρια των περί τον Κουντουριώτη, από 12/6/1824 κι αναγνωριζόμενος από όλους χορηγεί, σε μιαν εβδομάδα (18/6), αμνηστία.

Το πάθημα δεν έγινε … μάθημα!

Λίγο μετά, ξεσπά ο δεύτερος εμφύλιος που ξεκινά τον Ιούλη του 1824, στις 14 του οποίου ο Πανούτσος Νοταράς διορίστηκε στο Εκτελεστικό. Ο πόλεμος αυτός διαρκεί έως το Γενάρη του 1825. Προσωπικές δυσαρέσκειες, ανταγωνισμός για την εξασφάλιση της στρατιωτικής και της πολιτικής ηγεσίας που εκδηλώθηκε στα στρατόπεδα και στα βουλευτικά έδρανα είναι τα αίτια τούτης της σύρραξης, που έφερε τους νησιώτες (Ύδρα – Σπέτσες) κοτζαμπάσηδες υπό τον Γ. Κουντουριώτη και τον Ι. Κωλέττη και Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς από τη μια (Γκούρας και Καραϊσκάκης) και τους Πελοποννήσιους στρατιωτικούς και πολιτικούς (Ζαΐμης, Λόντος, Κολοκοτρώνηδες, Σισίνης, Νοταράς) από την άλλη.

Οι Λάζαρος και Γεώργιος Κουντουριώτηδες ήξεραν καλά ότι η αμνηστία του καλοκαιριού του 1824 δεν ικανοποιούσε τον Κολοκοτρώνη και τους συν αυτώ, καθώς τους απέκλειε από ενεργό συμμετοχή στη νομή της πολιτικής εξουσίας και στην εκμετάλλευση του ξενόφερτου δανείου. Η διαχείριση των χρημάτων του δανείου, που είχε συναφθεί με εγγύηση τα «εθνικά κτήματα», ήταν μια «πέτρα σκανδάλου» για το κυβερνητικό σχήμα που γρήγορα διασπάστηκε και οι Πελοποννήσιοι, τον Ιούλη του 1824, φεύγουν από την κυβέρνηση, ενώ οι εκλογές είχανε οριστεί για τις 3 Οχτώβρη του ίδιου έτους.

Γίνονται, λοιπόν, σε τέτοιο κλίμα οι εκλογές του Οχτώβρη του 1824 και βρίσκουν νικητές τους Υδραίους και τους συμμάχους τους. Ας ιδούμε, εδώ, και τη μετεκλογική σύνθεση του Εκτελεστικού: Πρόεδρος (από 11/10/1824) εξακολουθεί ο Γεώργιος Κουντουριώτης, Προεδρεύων (από 23/12/1824 – 6/2/1825) ο Αναγνώστης Οικονόμου, Αντιπρόεδρος αρχικά (11 – 29/10/1824) ο Π. Μπότασης και μετά (11/2/1825) ο Γκίκας Μπότασης και μέλη οι: Ασημάκης Φωτήλας (11/10 – 9/11/1824), Αναγνώστης Σπηλιωτάκης – Ιωάννης Κωλέττης (και οι δύο τους από 11/10/1824), Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης (από 9 Νοέμβρη 1824). Δεν πρέπει να περάσει, όμως, απαρατήρητη και η αποτυχία του Ανδρέα Ζαΐμη να εκλεγεί πρόεδρος στο Βουλευτικό, ενώ οι Πελοποννήσιοι έκαναν λόγο για εκβιασμούς και εξαγορά ψήφων!

Μετά την άρνηση των κατοίκων της Τριφυλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη, που δείχνει πως Θ. Κολοκοτρώνης και Πελοποννήσιοι δεν αναγνωρίζουν την κυβέρνηση, και στέλνει, τέλη Οχτώβρη, στην εν λόγω επαρχία τον Παπαφλέσσα, για να επιβάλει την πειθαρχία στην περιοχή. Από τη μια Κολοκοτρώνηδες και οι σύμμαχοί τους και από την άλλη Παπαφλέσσας, Βάσος Μαυροβουνιώτης και κυβερνητικοί έδωσαν σκληρές πολυαίμακτες μάχες, απ’ τις οποίες, τελικά, εξήλθε ο Παπαφλέσσας ηττημένος και γύρισε στο Ναύπλιο.

Επακολούθησαν αιματηρές συγκρούσεις, όπου σκοτώνεται – 13/11/1824 – ο Π. Κολοκοτρώνης και οι οποίες καθιστούν το δεύτερο τούτο εμφύλιο πόλεμο «λίαν δεινό και φθοροποιό». Ο δε Θ. Κολοκοτρώνης αποσύρεται στη Στεμνίτσα, οι κυβερνητικοί εξοπλίζουν με τα χρήματα του δανείου στρατό Ρουμελιωτών (Καρατάσος, Καραϊσκάκης, Τζαβέλας, Γκούρας, Δράκος κ.α.) μ’ ηγήτορα τον Ιωάννη Κωλέττη και σκοπό να καταστρέψει τους Πελοποννήσιους «αντάρτες» και τα κέντρα τους. Και ο Γκούρας, δέκα ημέρες μετά το θάνατο του Π. Κολοκοτρώνη, επικεφαλής ενός τμήματος από το στράτευμα του Κωλέττη, περνά με Ρουμελιώτες τον Ισθμό, ενώ και οι λεηλασίες είναι πρωτοφανείς.

Το δεύτερο σώμα με τον Τζαβέλα και τον Καραϊσκάκη κ.α. αποβιβάζεται, το Δεκέμβρη του 1824, στο Αίγιο. Σ’ όλη την Αχαΐα διώκουν το Λόντο, το Ζαΐμη και όσους τους ακολουθούν και ταυτόχρονα καταστρέφουν το βιος τους, ενώ λίγο μετά την καταστροφή των χωριών της επαρχίας Καλαβρύτων οι Ρουμελιώτες φτάνουν στη Γορτυνία, όπου, με εντολή του Κωλέττη, επιδίδονται σε μεγάλες καταστροφές, δίχως να καταφέρουν να πιάσουν τους Δεληγιανναίους στα Λαγκάδια. Τέλη Δεκέμβρη πια, ο Κολοκοτρώνης παρουσιάζεται αυθορμήτως στην Τρίπολη και ζητά να παραδοθεί. Μεταφέρεται στο Ναύπλιο, απ’ όπου συντάσσει επιστολή μεταμέλειας προς τον πρωθυπουργό, Γ. Κουντουριώτη, και αποδοχή των αντεθνικών πράξεών του. Τότε, τίθεται από την κυβέρνηση, που, κατά δήλωσή της, νοιάζεται μόνον για την πιστή εφαρμογή των νόμων του έθνους, σε περιορισμό στο Ναύπλιο, στο σπίτι του Παπαφλέσσα.

Στο μεταξύ, συνεχιζόταν η εισβολή στην Πελοπόννησο των ρουμελιώτικων στρατευμάτων, που είχε σκοπό όχι μονάχα την εφήμερη εξουσία, μα την ολοσχερή καταστροφή και την εξόντωση των ισχυρών του Μοριά και είχε ως αποτελέσματα τόση διαρπαγή και τόση ακολασία, που τα θύματά τους ξαναθυμήθηκαν τις συφορές που είχαν υποστεί από την εισβολή των Τουρκαλβανών το 1770!

Ο Δ. Πλαπούτας, που είχε τοποθετηθεί, νωρίτερα, από τον Κουντουριώτη συναρχηγός του Λόντου στο στρατόπεδο των Πατρών, μεσολαβεί για ειρήνευση. Όταν ο Θ. Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι, οι Νοταράδες, οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης και ο Ρουμελιώτης στρατηγός Θεόδωρος Γρίβας, που ‘χε ταχτεί μαζύ τους, παραδίδονται, φυλακίζονται στην Ύδρα (6/2/1825). Το Μάη, όμως, του 1825 (17/5), αμνηστεύτηκαν οι Θ. Κολοκοτρώνης και Π. Μαυρομιχάλης και αμέσως διορίστηκαν (18/5) αρχηγοί της άμυνας του Νεόκαστρου. Έτρεξαν τότε οι Πελοποννήσιοι «αντάρτες» να βοηθήσουν τον Παπαφλέσσα. Ωστόσο, δεν πρόλαβαν. Ο Παπαφλέσσας πέφτει ηρωικώς στο Μανιάκι (20/5).

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πιάνεται από τους κυβερνητικούς τον Απρίλη και «δολοφονείται» (;) στην Ακρόπολη των Αθηνών (5/6/1825), όπου φυλακίστηκε. Και λίγες ημέρες αργότερα (11/6), ο Ιμπραήμ παίρνει την Τριπολιτσά.

Τα χρόνια των εμφυλίων πολέμων (1824 και 1825), ο Ρουμελιώτης αγωνιστής Μακρυγιάννης, όπως βλέπουμε στα «Απομνημονεύματά του», θα βρεθεί στο Μοριά, όχι για να συμμετάσχει στις συγκρούσεις, αλλά προσπαθώντας να πετύχει την επαναφορά της διασαλευμένης μα πολυπόθητης ενότητας, προκειμένου να έλθει, επιτέλους, η ελευθερία των σκλαβωμένων Ελλήνων χωρίς φατρίες και έριδες για τα πολιτικά. Δεν προσχωρεί στις φατρίες, αντιστέκεται στις δελεαστικές προτάσεις των Πελοποννησίων κοτζαμπάσηδων (Δεληγιάννηδες, Ζαΐμηδες, Λόντοι κ.α.) και στους καριερίστες πολιτικούς, ενώ, συγχρόνως, με την αντικειμενικότητα που τον διακρίνει, δε θέλει να φανεί αρεστός σε ντόπιους ή ξένους «παράγοντες» της Επανάστασης, μα θέλει να ψέξει όσα, ένθεν κακείθεν, βλάπτουν την πατρίδα του, ακόμα κι αν αυτά προέρχονται από κάποιους αγωνιστές των λαϊκών στρωμάτων!

Καταλήγοντας όσα αφορούν τους εμφυλίους πολέμους στα χρόνια του Αγώνα, οφείλουμε να ξαναδώσουμε το λόγο στο Θανάση Παπαρήγα, που επισημαίνει εύστοχα: «[…] Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των εμφυλίων πολέμων είναι το ότι παραμένουν πάντα αναμετρήσεις μεταξύ των διαφόρων κυριάρχων ομάδων, δηλαδή των εμποροναυτικών των νησιών, της μισογαιοκτημονικής – διοικητικής αριστοκρατίας κυρίως της Πελοποννήσου και των διαφόρων στρωμάτων της πολεμικής αριστοκρατίας. Η αγροτιά σαν δύναμη που έχει μεγάλο αριθμητικό βάρος στις συνθήκες της εποχής φαίνεται να λείπει. Αυτό από μόνο του δημιουργεί, από τη μια, τη διαπίστωση ότι «η αγροτιά δεν μπόρεσε να δημιουργήσει δικό της κόμμα, έστω και αδύνατο, που να παλέψει για τις δικές της διεκδικήσεις» […]».

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  1. Βουλή των Ελλήνων, «Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας».
  2. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού για την Ελληνική Επανάσταση (http://www.fhw.gr/chronos/12/gr/1821_1833/index.html) και την Ελληνική Μετανάστευση (http://www2.fhw.gr/projects/migration/index_gr.html )
  3. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα, τ. ΙΒ, 1975.
  4. «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770 – 2000», Αθήνα, τόμος 3ος, 2003, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».
  5. Κόκκινος Διονύσιος, «Η ελληνική επανάστασις», τ. I – VI, Αθήνα, 19573 , εκδόσεις «Mέλισσα».
  6. 6.Κολοκοτρώνης Θεόδωρος, «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836», Αθήνα, 1846.
  7. Κορδάτος Γιάνης, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, Αθήνα, εκδόσεις «20ος αιώνας».
  8. Κορδάτος Γιάνης, «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821», Αθήνα, 19747, εκδόσεις «Επικαιρότητα».
  9. Μακρυγιάννης Γιάννης, «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Α.Σ.Ε..
  10. Παπαρήγας Θανάσης, στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχος 1/2001, τίτλος άρθρου: «Οι εμφύλιες συγκρούσεις».
  11. Παπαρρηγόπουλος Κων/νος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμοι 7, εκδόσεις Μπούρα, Αθήνα, χ.χ..
  12. Σκαρίμπας Γιάννης, «Το 1821 και η Αλήθεια», Αθήνα, 1995, εκδόσεις «Κάκτος».
  13. Σπηλιάδης Νικόλαος, «Απομνημονεύματα», Αθήνα, 1970.
  14. Σταματόπουλος Τάκης, «Ο εσωτερικός αγώνας κατά την επανάσταση του 1821» (τόμοι Α – Δ), Αθήνα, εκδόσεις «Κάλβος», 1979
  15. Τρικούπης Σπυρίδων, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»., τ. Α – Δ, Αθήνα , εκδόσεις «Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη».
  16. Φίνλεϋ Γ., «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις Αφοί Τολίδη.
  17. Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθακόπουλος), «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1821-1828», Αθήνα, εκδόσεις «Επικαιρότητα», 2005.

21/03/2016 - 09:05 Εκτύπωση