aixmi-news.gr

Πώς η «ψυχολογία» ενός λαού επηρεάζει το ρου της Ιστορίας;

 

Διαβάστηκε 2126 φορές
04/02/2016 - 10:09

Του Γ. Η. Ορφανού

Οι λαοί μπορούν να αλλάξουν το ρου της Ιστορίας τους; Ή μήπως η τύχη τους εξαρτιέται αποκλειστικά από τους ηγέτες τους; Κι αν οι λαοί είναι ρυθμιστές της τύχης τους, ποιος ο ρόλος του ψυχολογικού παράγοντα κατά τη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων; Βασανιστικά για τους ιστορικούς ερωτήματα που γυρεύουν απάντηση εδώ και αιώνες

Στις 08 Ιουνίου του 411 π.Χ., συγκαλείται η Εκκλησία του Δήμου στον Κολωνό, στην Αθήνα. Είναι μια συνέλευση, οι αποφάσεις της οποίας, όπως πιστεύεται, θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην έκτοτε Αθηναϊκή πολιτική ιστορία. Ο Πείσανδρος εισηγείται την κατάργηση της Βουλής των 500 και την αντικατάστασή της από μια Βουλή των 400, τα μέλη της οποίας θα είχαν την ανώτατη εξουσία στην πόλη προέρχονται από 5000 ευκατάστατους Αθηναίους. Τελικά, ο Πείσανδρος – λέγοντας ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η μόνη σωτηρία για την πόλη θα ήταν η αλλαγή του πολιτεύματος ενώ αργότερα, όταν θα καλυτέρευαν τα πράγματα, θα μπορούσαν να ξαναφέρουν τη Δημοκρατία – τα κατάφερε!

Πιστεύοντας στα δολερά λόγια του Πείσανδρου, οι Αθηναίοι θέλησαν να ορίσουν τον ίδιο και άλλους 9 πολίτες να συνεννοηθούν, άμεσα και χωρίς χρονοτριβές, με τους Πέρσες και τον Αλκιβιάδη, γιατί, εάν, μεταβάλλοντας το πολίτευμά τους σε Ολιγαρχικό, πετύχαιναν να τους πάρουν με το μέρος τους, η Αθήνα θα υπερίσχυε στον πόλεμο. Αυτό, όμως, αν και ήταν απάτη, εφόσον ο Πείσανδρος ήξερε ότι οι Πέρσες δεν επρόκειτο να τους βοηθήσουν ανιδιοτελώς, αποτέλεσε τελικά το θεμέλιο του σχεδιαζόμενου Ολιγαρχικού πραξικοπήματος!

Και η μεγαλύτερη «παγίδα» που έστησε εκείνη τη μέρα ο Πείσανδρος στους Αθηναίους ήταν η υπόσχεσή του ότι θα μπορούσε ο λαός να ψήφιζε, εάν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, την παλινόρθωση της Δημοκρατίας. Οι πολίτες, όπως γράφει ο G. E. M. DeSte. Croix («Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο», σελ. 725), «δεν αντιλήφθηκαν ότι το σχέδιο των Ολιγαρχικών ήταν να τους στερήσουν ολότελα το δικαίωμα ψήφου – όπως συνέβη στον Κολωνό: Θουκ. VIII 67.3, Αριστ. Αθ. Πολ. 29.5».

Έτσι, άρχισε να παίρνει «σάρκα και οστά» η υπόθεση, που, όπως σημειώνει ο G. E. M. DeSte. Croix («Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο», σελ. 368), «είχε προσχεδιαστεί από άτομα που ήταν από τους πλουσιότερους Αθηναίους: τους τριηράρχες (Θουκ. VIII 47.2) και από «πρόσωπα με τη μεγαλύτερη επιρροή» (τους «δυνατωτάτους», 47.2 (δις), 48.1, τους «βελτίστους» (47.2)». Δεν ήταν, όμως, η πρώτη φορά, που οι ευπορότεροι από τους πολίτες «επηρεάζουν» την πολιτική ζωή της πόλης. Για την κοινωνική αναταραχή στην Αθήνα του 7ου π.Χ. αιώνα, η οποία προηγήθηκε της οικονομικής και πολιτειακής μεταρρύθμισής του στα 594 π.Χ., ο Σόλων – σύμφωνα με την «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη – «συνέχεια έριχνε το φταίξιμο στους πλουσίους».

Ας επιχειρήσουμε, όμως, μιαν «ψυχανάλυση» του λαού που μαζεύτηκε στον Κολωνό τον Ιούνη του 411 π.Χ. και ψήφισε, άλλοι υπό συναισθηματική «φόρτιση» και άλλοι ενθουσιωδώς, υπέρ της κατάλυσης της Δημοκρατίας. Πρωτύτερα, όμως, ας κάνουμε δύο παραδοχές που θα μας βοηθήσουν: Πρώτον, σε κάθε κοινωνία συναντούμε ένα τμήμα του πληθυσμού που μετά ελλόγου γνώσεως ενδιαφέρεται και συμμετέχει σταθερά στα πολιτικά «δρώμενα», άλλοτε επικροτώντας τα και άλλοτε κατηγορώντας τα· δεύτερον, το ακροατήριο του Κολωνού πρέπει να ήταν ένα μεγάλο μέρος του εν Αθήναις πληθυσμού, δεν ήταν οργανωμένο με χαλαρούς δεσμούς, γιατί, μολονότι περιείχε και δραστήρια και παθητικά μέλη της Αθηναϊκής πολιτικής ζωής, όλοι πήγαν να ακούσουν τις προτάσεις για το μέλλον της πόλης, παρασυρμένοι από τη φιλοπατρία τους και θα αντιμετώπιζαν, με την αρωγή της κρίσης τους, όσα θα άκουγαν.

Κρίση, λοιπόν, λέμε ότι έχει κάποιος άνθρωπος όταν, επηρεασμένος από το ψυχικό ή το πνευματικό του «οπλοστάσιο» και τις καθημερινές εμπειρίες του, μπορεί να αξιολογεί, να συγκρίνει και να κρίνει καταστάσεις, να διακρίνει πότε κάτι τον ωφελεί και πότε όχι, να ξεχωρίζει και να προτάσσει ό,τι αξίζει να τεθεί ως προτεραιότητα, για την επίτευξη των βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων στόχων του. Η δυνατότητα της ορθής κρίσης του ατόμου ή ομάδας ατόμων μπορεί, από εξωτερικούς παράγοντες επηρεασμένη, να εξαλειφθεί απότομα και απροειδοποίητα ή να μετριαστεί βαθμιαία και να υποταγεί στην «ψυχολογία του όχλου».

Στη βαθμιαία συρρίκνωσή της, όπως στην περίπτωση των προτάσεων του Πείσανδρου που «εκμεταλλεύτηκε» τη δυσφορία κάποιων πολιτών για να προτάξει τις ιδέες του, μπορεί να προηγηθούν και «καμπανάκια κινδύνου», εν προκειμένω οι εκκαθαρίσεις από τις Ολιγαρχικές εταιρείες κάποιων Δημοκρατικών πολιτών και του Ανδροκλή. Ο Αθηναϊκός λαός, όμως, όταν κατατίθεται η εισήγηση του Πείσανδρου για αλλαγή του πολιτεύματος, χάνει τη δυνατότητα ορθής κρίσης, εφόσον τον πιέζουν ο μηδαμινός χρόνος που είχαν οι πολίτες για αντίδραση και οι ελλιπείς ή «χαλκευμένες» ή εσφαλμένες ή συγκεχυμένες πληροφορίες που τους παρείχε, στον προηγούμενο ερχομό του, ο Πείσανδρος για ό,τι πραγματικά σχετίζεται με την πόλη, τον Αλκιβιάδη και τον Τισσαφέρνη.

Οι Αθηναίοι εμφανίζονται, βάσει όσων διαβάζουμε στο Θουκυδίδη, να δέχονται παμψηφεί τις προτάσεις του Πείσανδρου περί 400 και 5000, αν και μέσα τους είχαν φωλιάσει έντονος πανικός για το τι θα επακολουθούσε και, κυρίως, το αίσθημα της απώλειας όσων τους είχε δώσει η Δημοκρατία επί Περικλή. Φόβο, μήπως θεωρηθούν «εχθροί της πατρίδος ή κακοί πατριώτες» και θα τους εξόντωναν για το λόγο αυτό οι Ολιγαρχικοί, θα ένιωσαν πιθανότατα, εκείνη τη μέρα, να τους κυριεύει μέσα τους και όσοι διαφωνούσαν με τις ιδέες του Πείσανδρου περί επανόδου του Αλκιβιάδη και μεταβολής του πολιτεύματος και προτίμησαν να κρύψουν τις όποιες, που δεν θα ήταν και ασήμαντες, αντιρρήσεις τους.

Επιπλέον, κάποιοι πολίτες – μόλις ακούνε τα λόγια των Ολιγαρχικών – αν και έχουν βιώσει προσωπικά ο καθένας την απώλεια, τα δέχονται, καταπνίγοντας το θυμό τους και μάλλον αντιδρώντας με βάση το συναίσθημα και όχι τη λογική, δηλαδή νιώθοντας ότι ίσως κάτι διαφορετικό θα έλθει και καλύτερο πιθανότατα από όσα τους έχουν μέχρι τότε συμβεί στη δημόσια και ιδιωτική ζωή τους. Τόσο πολύ τούς είχε πληγώσει η εξέλιξη που είχε λάβει ο πόλεμος! Πράγματι, οι Αθηναίοι αυτοί έδρασαν υπό συναισθηματική φόρτιση επηρεασμένοι από τον πολιτικό λόγο του Πείσανδρου, επαληθεύοντας όσα Π. Τερλεξής έχει γράψει, ότι δηλαδή «[…] οι πολιτικοί ηγέτες, άλλοτε επιδέξια και με επιτυχία και άλλοτε αδέξια και χωρίς αποτέλεσμα, κάνουν ευρεία χρήση των διαφόρων συναισθηματικά φορτισμένων σχημάτων, εννοιών και παραστάσεων, με σκοπό να επηρεάσουν τις διαθέσεις και τη στάση των πολιτών» (βλ. «Πολιτικοί προσανατολισμοί και κοινωνική αλλαγή», σελ. 112).

Εάν, όμως, οι πολίτες αυτοί δρούσαν με βάση τη λογική, θα καταλάβαιναν ότι κάτι τέτοιο, οι Ολιγαρχικοί να ωφελούσαν το πλήθος δηλαδή αντί τους εαυτούς τους και τους δικούς τους ανθρώπους, θα ήταν αδύνατο να συμβεί. Δυστυχώς, όμως, δεν μπόρεσαν, λόγω των χωροχρονικών συγκυριών, οι πολίτες να επανακτήσουν την ψυχραιμία τους και την ορθή κρίση τους και συμπαρέσυραν και τους αναποφάσιστους και όσους, αν και αντίθετοι με την Ολιγαρχία, έδωσαν «ψήφο ανοχής», με τη σιωπή τους σ’ εκείνη τη λαϊκή συγκέντρωση, στον Πείσανδρο και στις εισηγήσεις του.

Για μιαν ακόμη φορά, λοιπόν, επαληθεύτηκε το ότι μια μεταβολή στη συνείδηση και στον τρόπο σκέψης, δράσης και αντίδρασης των ανθρώπων σχετικά με όσα τους περιβάλλουν δεν γίνεται ποτέ αυθαίρετα από τους ίδιους. Σε οποιαδήποτε κοινωνία, όπως γράφει ο Π. Τερλεξής («Πολιτικοί προσανατολισμοί και κοινωνική αλλαγή», σελ. 247), «Οι διαδικασίες, η δομική σύνθεση, οι ρόλοι και οι λειτουργίες, η κάθε σχέση, τυπική ή άτυπη, επηρεάζουν και επηρεάζονται από ένα πλήθος αξιών, συμβόλων, παραδόσεων, ιδεολογιών, πίστεων και δοξασιών, συνηθειών, νοοτροπιών και διαθέσεων, που επικρατούν μέσα σε ένα σύστημα». Πράγματι, κάθε μεταβολή πάντοτε ξεκινά από την υλική ζωή και τις ανάγκες της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης και έχει πάντοτε άρρηκτη εξάρτηση από την κοινωνική εξέλιξη και τα πατροπαράδοτα κοινωνικοπολιτικά ήθη και έθιμα, τις αξίες μιας κοινωνίας ή ομάδας ανθρώπων – πολιτών. Ας ιδούμε, λοιπόν, για ποιο λόγο, πέρα από το φόβο που παρουσιάστηκε νωρίτερα, οι Αθηναίοι «παρασύρθηκαν» από τον Πείσανδρο: Εάν η Αθήνα αποχτούσε ολιγαρχικό πολίτευμα, εξασφαλιζόταν η συμμαχία των Περσών – Οι Πέρσες θα βοηθούσαν τους Αθηναίους να νικήσουν στον πόλεμο – Με τη νίκη στον πόλεμο, οι Αθηναίοι θα διατηρούσαν την πανελλαδική ηγεμονία – Η πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία των Αθηναίων ανά την Ελλάδα θα τους εξασφάλιζε, όπως και προπολεμικά, οικονομικούς πόρους – Οι οικονομικές πρόσοδοι θα βοηθούσαν, στο εσωτερικό της πόλης, τους πολίτες σημαντικά, όπως άλλοτε, να εξασφαλίζουν τα προς το ζην και το ευ ζην.

Ας προβούμε, όμως, σε μια σειρά αναγκαίων διευκρινίσεων σχετικά με το προτεινόμενο από τον Πείσανδρο Ολιγαρχικό πολίτευμα. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι το ζητούμενο σε μια Δημοκρατία είναι η συμμετοχή των λαϊκών μαζών στη διακυβέρνηση και στη διαχείριση των κοινών. Ταυτόχρονα, όμως, όλοι ξέρουμε πως η Δημοκρατία έχει συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο και η βάση της έγκειται στη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ των χρηστών των μέσων παραγωγής, οι οποίοι συνήθως προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις, και όσων καρπώνονται τα αποτελέσματα της παραγωγής, οι οποίοι είναι πάντοτε από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Εν προκειμένω, το Ολιγαρχικό πολίτευμα του 411 π.Χ. – σε αντίθεση με όσα είδαμε νωρίτερα ότι προσδοκούσαν οι πολίτες να πετύχαιναν με την πολιτειακή μεταβολή – επιδίωκε, ανατρέποντας τη Δημοκρατία, όχι μόνο να «εξολοθρέψει» όσους πολίτες είχαν ενεργό μέχρι τότε ανάμειξη στην πολιτική υπέρ των Δημοκρατικών, αλλά και να κλίνει προς το μέρος της Ολιγαρχίας τη «ζυγαριά», να οικειοποιηθεί το βιος και το αποτέλεσμα του κόπου του λαού, παραμερίζοντας, συνάμα, τη φτωχολογιά και τους προερχόμενους απ’ αυτήν πολιτικούς από τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Στην Ολιγαρχική Αθήνα του 411 π.Χ., αντίθετα από όσα αναφέρει για τη Δημοκρατία του Περικλή στον «Επιτάφιο» του 431 π.Χ. ο Θουκυδίδης (Βιβλίο 2ο, κεφάλαια 34 – 46), τα ταξικά συμφέροντα των ολίγων αριθμητικά κρατούντων ήταν εκείνα που επρόκειτο να κυριαρχήσουν σε βάρος ολόκληρης της υπόλοιπης κοινωνίας. Επομένως, δικαίως προκάλεσαν και την οργή των Αθηναίων στρατιωτών στη Σάμο, ακόμη κι όταν, αργότερα, αποδείχτηκε ότι ο Χαιρέας ήταν «υπερβολικός» στις περιγραφές του, για να τους «φουντώσει» υπέρ της παλινόρθωσης της Δημοκρατίας και κατά των πρωτοστατών της Ολιγαρχικής συνωμοσίας.

Στην περίοδο των 400 (Μάης – Σεπτέμβρης 411 π.Χ.) για τους Αθηναίους, μαζύ, λοιπόν, με την «ψυχολογία όχλου», διακρίνουμε και κοινωνική εξαθλίωση, ιδιοτελή κίνητρα και άφθονη βία, σε μιαν αλληλένδετη μεταξύ τους σχέση. Τα βλέπουμε και σ’ όσους έμειναν στην πόλη, μα και στο Αθηναϊκό στράτευμα που έχει στρατωνιστεί στη Σάμο.

Η κοινωνική εξαθλίωση, ιδίως κατά την ύστερη φάση του πολέμου, οφείλεται στην «παρουσία» των Λακεδαιμονίων στη Δεκέλεια, προ των πυλών, δηλαδή, της Αθήνας. Εκδηλώνεται δε, όπως βλέπουμε στις αρχαιοελληνικές πηγές (θεατρικά κείμενα, ρητορικοί λόγοι, ιστοριογραφία), με την αδυναμία της πλειοψηφίας του πλήθους να εξασφαλίσει τα προς το ζην σε μια δύσκολη, ομολογουμένως, φάση του συνεχιζόμενου πολέμου.

Τα ιδιοτελή κίνητρα ανιχνεύονται στις κινήσεις των επικεφαλής των νέων κυβερνώντων, των 400 δηλαδή και του Θηραμένη στην Αθήνα, αλλά και του Αλκιβιάδη στη Σάμο να προβληθούν ότι και οι μεν και ο δε νοιάζονται για τα συμφέροντα των πολιτών και των στρατιωτών αντίστοιχα. Από τους πολίτες και τους στρατιώτες, ο καθένας πάλι κοιτάζοντας το δικό του συμφέρον θέλει να σώσει τον εαυτό του και το βιος του από τις «προγραφές» των Ολιγαρχικών ή την επέλαση των Σπαρτιατών αντίστοιχα. Οι μόνοι, ίσως, που δεν κοιτούν τον εαυτό τους την περίοδο αυτή, ήταν ο Θρασύβουλος και ο Θράσυλλος, οι οποίοι – αντί να διεκδικήσουν για τους ίδιους την ηγεσία του αγανακτισμένου λαού και στρατού εις βάρος των Ολιγαρχικών – έσπευσαν να καλέσουν τον Αλκιβιάδη.

Κατά την «ψυχολογία του όχλου», αρκούν λίγοι επιθετικοί και βίαιοι ταραξίες να εξεγείρουν μιαν πολυάριθμη ομάδα, όπως και η εσκεμμένη ή «καμουφλαρισμένη» παραπληροφόρηση. Έτσι, η βία και η τρομοκρατία ήταν τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι ολιγομελείς Ολιγαρχικές εταιρείες, για να «προλειάνουν» το έδαφος στον Πείσανδρο· ήταν τα μέσα και για να δημιουργήσουν τέτοια «ατμόσφαιρα» στο πολυάριθμο πλήθος η οποία να δικαιολογεί στην ψυχοσύνθεση του ταραγμένου λαού τη μεταβολή του πολιτεύματος αρχικά, αλλά και, αργότερα, με την επικράτηση των 400, το να «βγάζουν από τη μέση» κάθε «ενοχλητικό» για το καθεστώς τους, το Φρύνιχο π.χ.. Είναι αναμφισβήτητο ότι μόνο με έναν τρομοκρατημένο όχλο και με άλλοθι την «ψυχολογία του όχλου» θα μπορούσαν οι Ολιγαρχικοί να επιβάλουν το καθεστώς τους. Σ’ ό,τι αφορά την «καμουφλαρισμένη» παραπληροφόρηση, πρέπει να ξαναγραφεί ότι έγκειται στο ότι ο Πείσανδρος και οι συν αυτώ πρότειναν μιαν αλλαγή πολιτεύματος που οι καιροί επιβάλλουν να εφαρμοστεί άμεσα στο όνομα των συμφερόντων του λαού τάχα. Έτσι, ασκήθηκε στον Αθηναϊκό λαό – με «όπλο» την απάτη περί της βοήθειας από τον Τισσαφέρνη προς την Ολιγαρχική Αθήνα για τη νικηφόρα συνέχιση και έκβαση του πολέμου – μια ολόκληρη ιδεολογική βία από τους μηχανισμούς των Ολιγαρχικών, για να ψηφίσουν υπέρ του Πείσανδρου οι πολίτες στην καθοριστική λαϊκή συνέλευση.

Ο γνωστός τραγωδιογράφος και πρόβουλος του 413 π.Χ. Σοφοκλής, πάντως, φέρεται να είπε, τότε (411 π.Χ.), στον Πείσανδρο, σχετικά με το Ολιγαρχικό πραξικόπημα, ότι δεν το ενέκρινε, δεν έβλεπε, όμως, εκείνη τη στιγμή καμιά καλύτερη διέξοδο από την κοινωνικοπολιτική κρίση στην Αθήνα. Ενδέχεται, παρά ταύτα, να μην ήταν ο γνωστός τραγωδιογράφος ο πρόβουλος και αυτός που έδωσε «ψήφο ανοχής» στους 400 δύο χρόνια αργότερα Σοφοκλής, αλλά ένας συνονόματός του Ολιγαρχικών φρονημάτων ρήτορας, ο οποίος, όταν έληξε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, συμπεριλήφθηκε στους Τριάντα τυράννους που επέβαλε η Σπάρτη στην Αθήνα. Όπως, όμως, και να έχουν τα πράγματα, στις 7 του Ιούνη στα 411 π.Χ., οι 400 αναλαμβάνουν την εξουσία, έχοντας υπέρ τους και την «ψήφο ανοχής» πολλών απ’ όσοι, τα τελευταία χρόνια, εμφανίζονταν απογοητευμένοι από την φθίνουσα πορεία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ή από τους δημαγωγούς της πολιτικής ζωής.