Η αρχαία θρησκεία στρεφόταν γύρω από τους μεγάλους ναούς, οι οποίοι επισκίαζαν ακόμη και τον επιβλητικό ιερέα. Οι τελετές της απηχούσαν έναν βίο στον οποίο η κοινότητα και η πόλη προβαλλόταν εις βάρος του ατόμου. Αντίθετα, τον 4ο και 5ο αιώνα το άτομο ήταν αυτό που επισκίασε τις παραδοσιακές κοινότητες και πολλοί αρχαίοι ναοί πλέον, είχαν εν μέρει «εκκοσμικευθεί» ενώ, άλλοι είχαν εγκαταλειφθεί τελείως. Ωστόσο, δεν έλειπαν και ορισμένες βίαιες πράξεις κυρίως από τη Μεσοποταμία ως τη βόρεια Αφρική. Έτσι, όλα τα παραπάνω συνετέλεσαν ώστε να καταρρεύσει ο παγανισμός.
Η καθημερινή ζωή των χριστιανικών κοινοτήτων δεν συνεπαγόταν την αποταγή της κοινωνίας καθ’εαυτής, αλλά, μια διαδικασία ανάπλασης και αναπροσανατολισμού των δεσμών της. Αυτό οφειλόταν και στο ότι ο Χριστιανός Επίσκοπος, είχε ξεκαθαρίσει το καίριο ερώτημα «ποίος είναι ο πλησίον μου». Πλησίον ήταν ο ομόδοξος χριστιανός. Η απάντηση αυτή άρμοζε ολοένα και περισσότερο στις συνθήκες των μεσογειακών πόλεων του 3ου αιώνα. Οι Χριστιανοί αυτού του αιώνα, αγαπούσαν τον πλησίον τους και ήταν αυτοί οι οποίοι επέλεγαν τους ηγέτες τους. Η ανάληψη του επισκοπικού αξιώματος, θεωρήθηκε όπως και για τους ύστερους Ρωμαίους αυτοκράτορες, προϊόν θεϊκής κρίσης που οι άνθρωποι επικύρωναν.
Η Αίγυπτος εν τω μεταξύ, έγινε το επίκεντρο όπου τα βασικά θέματα που είχαν αναπτυχθεί στις χριστιανικές κοινότητες του 3ου αιώνα εξελίσσονται εντονότερα. Οι θεατές αυτών των εξελίξεων προέρχονταν απ΄ όλες τις τάξεις και τις περιοχές του ρωμαϊκού κόσμου. Η γραμματεία του ασκητικού κινήματος, μάς προσφέρει τη δυνατότητα να εξετάσουμε εκ του σύνεγγυς μερικά από τα θέματα που είχαν έρθει στο προσκήνιο τον 3ο αιώνα και τα οποία μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε να καρποφορούν μέσω των ερημιτών. Ο χριστιανικός αναχωρητισμός απλώθηκε σε πολλές περιοχές με ταχύτητα. Η Μεσοποταμία ήταν κέντρο μιας τέτοιας εξέλιξης, η οποία μεταδόθηκε σ’ όλη τη Μέση Ανατολή. Όπως και γύρω από τη Νίσιβι, την Έδεσσα και σε άλλα μέρη, με τους «άγριους» και ντυμένους με προβιές ασκητές. Οι πιο χαρακτηριστικοί αντιπρόσωποί τους ήταν οι «στυλίτες» άγιοι του 5ου αιώνα. Στην Αίγυπτο, οι ασκητές είχαν επιλέξει την ταπεινοφροσύνη, την αδιάλειπτη προσευχή, τη χειρονακτική εργασία, την σιδερένια πειθαρχία και την ασφάλεια της ομάδας. Η εντύπωση που αποκομίζουμε διαβάζοντας την γραμματεία των πρώτων Αιγυπτίων ασκητών είναι ότι, οδηγήθηκαν στην έρημο λόγω κρίσης των ανθρωπίνων σχέσεων. Η ασκητική γραμματεία παραπέμπει σ’ ένα περιβάλλον όπου οι εντάσεις της εγκόσμιας ζωής είχαν γίνει ανυπόφορες. Τα αποφθέγματα των Αιγυπτίων Πατέρων, έγιναν ένα αξιόλογο νέο λογοτεχνικό είδος συγγενικό της παραβολής και της λαϊκής σοφίας. Μέσα από τα αποφθέγματα αυτά η αγροτική τάξη της Αιγύπτου, μίλησε για πρώτη φορά στον πολιτισμένο κόσμο.
Τα χωριά της Αιγύπτου και της Συρίας έβγαζαν όλο και περισσότερους εύπορους και ικανούς ανθρώπους, οι οποίοι ήθελαν να ξεπεράσουν τα στενά όρια των αγροτικών κοινοτήτων τους. Η αναχώρηση ήταν αντίδραση ορισμένων Αιγυπτίων αγροτών που είχαν περιέλθει σε δύσκολη θέση. Κάποιοι μετακινούνταν σε άλλα χωριά ή προσπαθούσαν να απεμπλακούν από τον στενό κύκλο της μικρής κοινωνίας τους με άλλους τρόπους.
Η Αίγυπτος του 4ου και του 5ου αιώνα ήταν χωρισμένη σε δύο ίσα μέρη, το Χριστιανικό και το παγανιστικό. Στις αρχές του 4ου αιώνα, ένας σιωπηρός θρησκευτικός πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη στα αιγυπτιακά χωριά. Το αντικείμενο της σύγκρουσης σχετιζόταν με την προσέγγιση στο θείο. Για τους παγανιστές οι θεοί εξακολουθούσαν να είναι μέρος της καθημερινής κοινωνικής ζωής της κοινότητας, ενώ για τη Χριστιανική Εκκλησία, η πνευματική κυριαρχία έγινε ισχυρότερη και περισσότερο σαφής. Οι Χριστιανοί ισχυρίζονταν ότι η δύναμη τους προέρχοταν από τον ουρανό και οικοδόμησαν επί της γης νέους χωριστούς θεσμούς θεμελιωμένους γύρω από νέους ήρωες της Πίστης. Οι μοναχοί υπήρξαν πάντα μια μικρή μειονότητα στο σύνολο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Παραδόξως αυτοί, όμως, μετέτρεψαν τον χριστιανισμό σε μαζική θρησκεία. Έτσι, μία ιδιαίτερη τάξη ανθρώπων κατέληξε να ασκεί ολοένα και μεγαλύτερη εξουσία στη ρωμαϊκή κοινωνία, λόγω της ειδικής σχέσης της με το θείο. Η γοητεία και σημασία του ασκητισμού που σάρωσε το ρωμαϊκό κόσμο κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα, έγκειται ακριβώς στο ότι ήταν ένα κίνημα αναχωρητών, που υποστήριζαν ότι είχαν κάνει μία καινούργια αρχή στη ζωή τους. Ο ασκητής ήταν άνθρωπος που είχε «νεκρώσει» τον εαυτό του. Για τους Χριστιανούς ο παραδοσιακός παγανισμός δεν ήταν έργο ανθρώπων, ήταν δημιούργημα των δαιμόνων, το οποίο διοχέτευαν στην ανθρωπότητα.
Η Κωνσταντινούπολη για να γίνει μια πραγματική «Βασιλεύουσα», έπρεπε να καθοδηγεί την αυτοκρατορία και σε δογματικά θέματα για να διασφαλίσει τη θέση, της ως ηγέτιδα χριστιανική πόλη της αυτοκρατορίας. Για να επιτευχθεί αυτό όμως διαταράχθηκε η ισορροπία της αυτοκρατορίας για δύο περίπου αιώνες μετά τη σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 μ.Χ.. Ο ρόλος του αυτοκράτορα στη σύνοδο ήταν εν μέρει πολιτικός. Παρά την εκρηκτική φύση των ζητημάτων, η αυτοκρατορία παρέμεινε ενωμένη. Το γόητρο του αυτοκράτορα αυξήθηκε λόγω των θρησκευτικών αβεβαιοτήτων, μιας και όλες οι προσπάθειες να επιτευχθεί ενότητα περνούσαν από την αυλή. Ο αυτοκράτορας απέκτησε μια θέση που θα διατηρούσε σε όλη τη Βυζαντινή και πρώιμη ρωσική ιστορία. Ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος για την «ειρήνη της Εκκλησίας».
Το 527 έγινε αυτοκράτορας ο Ιουστινιανός, ο οποίος από τη νεαρή του ηλικία προσπάθησε να ευθυγραμμιστεί με τα συντηρητικά ήθη της αριστοκρατίας. Η πρώτη του ενέργεια ήταν ο σχηματισμός μιας επιτροπής για την αναδιοργάνωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Ιουστινιανός στην Κωνσταντινούπολη απέκτησε μια βαθιά γνώση της ελληνικής θεολογικής φιλολογίας και τάχθηκε με τους αντιμονοφυσίτες. Επίσης, παρουσίαζε τον εαυτό του ως τον «χριστιανικότερο αυτοκράτορα».
Επί Ιουστινιανού, η δημόσια αιδώς προφυλάχθηκε με νομοθεσία κατά της βλασφημίας και των τυχερών παιχνιδιών. Σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας έχτιζε Εκκλησίες στο πρότυπο των βασιλικών της πρωτεύουσας, με επιστέγασμα την ανοικοδόμηση της Αγίας Σοφίας. Στα εσωτερικά προβλήματα ο Ιουστινιανός αναζητούσε διαρκώς λύσεις για την απόκτηση εσόδων. Μετά το 541, η μεταξουργία έγινε κρατικό μονοπώλιο, περικόπηκαν οι περιττές δαπάνες και καταργήθηκαν οι δωρεάν μεταφορές κρατικών υπαλλήλων. Μόνο ένας δρόμος διατηρήθηκε, η μεγάλη αρτηρία, μέσω της Μικράς Ασίας, που οδηγούσε στα ανατολικά σύνορα. Οι λόγιοι διοικητικοί των αρχών του 6ου αιώνα ήταν συντηρητικοί, είχαν αντιταχθεί στην υψηλή φορολογία και ενθάρρυναν τη συμμετοχή της μορφωμένης άρχουσας τάξης του ελληνικού κόσμου στη διοίκηση.
Η δεκαετία του 530 μ.Χ. ήταν ιδιαίτερα ευνοΪκή για το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος. Ο έκπλους του στόλου το 533, από τον Βόσπορο για την Αφρική, παρουσιάσθηκε σαν ‘’σταυροφορία’’ για τη σωτηρία των χαμένων επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους επικυρίαρχους. Η απροσδόκητα γοργή κατάρρευση του βανδαλικού βασιλείου στην Αφρική, δικαίωσε τον Ιουστινιανό και το 539 οι Οστρογότθοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία της Ρώμης και να ζητήσουν ειρήνη.
ακολουθήστε το aixmi-news.gr στο Facebook για να μαθαίνετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις