Η άνοδος της Χριστιανικής Εκκλησίας λοιπόν, κατά τα τέλη του 2ου και τον 3ο αιώνα, είναι η άνοδος μιας ομάδας πιστών ανθρώπων στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, οι οποίοι είχαν και την απόλυτη αυτοσυνειδησία πως είχαν κατορθώσει να κυριαρχήσουν επί των ‘’επίγειων’’ δυνάμεων του κόσμου τους, πιστεύοντας ακράδαντα στο παλαιοδιαθηκικό χωρίο: «µεθ’ἡµῶν ὁ Θεός,γνῶτε ἔθνη καί ἡττᾶσθε,ὅτι µεθ’ ἡµῶν ὁ Θεός» (Ής.η’ 8-10). Μέσω λοιπόν της πίστης τους, της αφοσίωσης τους, των χαρισµάτων και των χρισµάτων, τα οποία τους είχε µεταδόσει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός: «πορευθέντες µαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος,διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάµην ὑµῖν» (Ματθ.κη’19-20), αλλά και µέσω της απόλυτης πίστης για την ειδική σχέση που είχαν µε τον ουράνιο Πατέρα και βιώνοντας το χωρίο: «οὗτος ὁ Θεός ἡµῶν ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρούχ. γ’ 35-38), κατόρθωσαν να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Και όλα αυτά μετά από υπεράνθρωπες θυσίες και πολυκύμαντους αγώνες.
Περί τα τέλη του 3ου αιώνα, μπορούμε να διακρίνουμε το καθαρό περίγραμμα της πνευματικής ιεραρχίας τους. Η παρουσία τους σε αυτόν τον κόσμο αντλούνταν και νομιμοποιούνταν αναμφισβήτητα από τον ουράνιο Πατέρα. Οι Χριστιανοί ένιωθαν κατά κάποιο τρόπο μετανάστες και παρεπίδημοι σε αυτό τον κόσμο. Η Εκκλησία κήρυσσε στους κόλπους της την ισότητα και η χριστιανική κοινότητα έγινε πόλος έλξης για όσους ένιωθαν εγκαταλελειμμένοι, πραγματώνοντας το ευαγγέλικό χωρίο, «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην,οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος ,οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ,πάντες γάρ ὑµεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ» (Γαλ.γ’ 28). Στη Ρώμη το 250 μ.Χ., η Εκκλησία συντηρούσε 1500 χήρες και φτωχούς. Επίσης, οι Εκκλησίες της Καρχηδόνας και της Ρώμης έστειλαν στην Καππαδοκία και στην Αφρική μεγάλα ποσά για να απελευθερώσουν Χριστιανούς αιχμαλώτους. Η αυστηρή εσωστρέφεια του βίου της Εκκλησίας την έκανε να ξεχωρίσει και αύξησε τη δημοτικότητά της. Αυτό ήταν κι ένα από τα καθοριστικά στοιχεία για την μελλοντική εξέλιξη του Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Οι Χριστιανοί αυτοαποκαλούνταν «μη έθνος». Το nomen Christianum που υιοθέτησαν ήταν ένα «μη όνομα», το οποίο απέκλειε τα συνηθισμένα ονόματα της συγγένειας, και της πόλης, κατεδεικνύοντας συνειδητά το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων στο οποίο κάτοικοι άλλων ρωμαϊκών πόλεων εξακολουθούσαν να βασίζουν την ταυτότητα τους.
Το σημαντικότερο για το άμεσο μέλλον και την ανάπτυξη του χριστιανισμού, ήταν ότι οι ηγέτες της Χριστιανικής Εκκλησίας, ειδικά στον ελληνικό κόσμο, μπόρεσαν να ταυτιστούν με τη κουλτούρα, τις βλέψεις και τις ανάγκες του μέσου εύπορου πολίτη. Ο χριστιανισμός είχε εξελιχθεί σε μία Εκκλησία έτοιμη να απορροφήσει μια ολόκληρη κοινωνία. Πρόκειται, ίσως, για το σημαντικότερο εκσυγχρονισμό στην ιστορία της Εκκλησίας και αναμφίβολα για το πιο αποφασιστικό γεγονός στην πολιτιστική ζωή του 3ου αιώνα.
Οι μάρτυρες της πίστης ετιμούντο και έχαιραν σεβασμού όπως και οι προφήτες, οι οποίοι μιλούσαν για τις ανάγκες της κοινότητας ως σύνολο και όχι για μεμονωμένα άτομα, και αυτό το έκαναν μόνον όταν ο Θεός τους το επέτρεπε. Εκείνο που επιθυμούσαν οι χριστιανικές κοινότητες του 2ου αιώνα ήταν η σύμπνοια. Η εικόνα της χριστιανικής κοινότητας των μέσων του 3ου αιώνα, είναι η εικόνα μιας ομάδας αποτελούμενης από μία μάζα παλαιών Χριστιανών και μία ευρύτερη ομάδα ανθρώπων, που συμμετείχαν σε αυτήν σποραδικά. Το μεγαλύτερο επίτευγμά τους ήταν ότι είχαν κατορθώσει μία κοινή πορεία ώστε να πορευθούν στον κόσμο. Αυτό η Εκκλησία του 3ου αιώνα, το κατάφερε μέσω των δασκάλων και κυρίως των Επισκόπων της, ακολουθώντας το αγιογραφικό χωρίο: «προσέχετε τους ἑαυτούς σας καί ὅλο το ποίµνιο στό ὁποῖο ἐσᾶς τοποθέτησε ὡς ἐπισκόπους τό Ἅγιο Πνεῦµα» (Πράξ.κ’,28). Ο Χριστιανισμός ήταν ικανός να αποδείξει σε οποιονδήποτε βρισκόταν μέσα στους κόλπους του, ότι ήταν ευλογημένος ως άνθρωπος και πως ο Χριστιανισμός ήταν η πιο σοφή και σωστή επιλογή η οποία θα τους οδηγούσε στην απόλυτη Αλήθεια και στη σωτηρία.
Επίσης, οι Χριστιανοί Επίσκοποι στις πόλεις της Καππαδοκίας έκαναν επίμονα κηρύγματα στα ελληνικά, στρατολογούσαν σε ελληνόφωνα μοναστήρια ντόπιους και έστελναν ελληνόφωνους ιερείς στην επαρχία. Τα ευέλικτα δογματικά λόγια και κηρύγματα των Επισκόπων, μπορούσαν να ταξιδέψουν ταχύτερα από τα εσωστρεφή, κλασικιστικά ελληνικά των ρητόρων. Μπορούσαν να μεταφραστούν, να υπερασπιστούν και να υπερπηδήσουν τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι Χριστιανοί δάσκαλοι προσέφεραν μία θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου, που έκοβε πολλούς γόρδιους δεσμούς της μέχρι τότε κοινωνικής ζωής με τρόπο πειστικό.
Οι αρχές του 4ου αιώνα ήταν η εποχή των Χριστιανών απολογητών οι οποίοι υποστήριζαν ότι οι καλύτερες παραδόσεις της κλασικής φιλοσοφίας και τα υψηλά πρότυπα της κλασικής ηθικής, θα διαφυλαχθούν από την απειλή των βαρβάρων μόνο, αν επικυρώνονταν από τη Χριστιανική αποκάλυψη και ότι η πολιορκούμενη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θα σωθεί μόνο χάρη στην προστασία του Θεού. Κατά τις τελευταίες δεκαετιές του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός καθιερώθηκε για πρώτη φορά ως θρησκεία της πλειονότητας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι ο Χριστιανισμός επισημοποιήθηκε μετά από ανελέητους και πολυετείς διωγμούς της ειδωλολατρικής κρατικής εξουσίας, βγαίνοντας από τις κατακόμβες και τις σπηλιές.
Επίσης, να αναφέρουμε πως ο μεγάλος διωγμός που είχε αρχίσει το 302 και συνεχίστηκε σπασμωδικά για μια δεκαετία, τερματίστηκε όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, κέρδισε τη μάχη στη Μούλβια γέφυρα, έξω από τη Ρώμη και απέδωσε τη νίκη του στην προστασία του χριστιανικού Θεού. Όταν ο αυτοκράτορας κατέκτησε τις ανατολικές επαρχίες το 324, χριστιανοί ηγέτες όπως ο επαρχιακός Επίσκοπος Όσιος Κορδούης (Cordova-257-357 μ.Χ.), εγκαταστάθηκε στην αυλή του και ο Ευσέβιος Καισαρείας τέθηκε στην υπηρεσία του με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Αυτές οι επαφές του με τον χριστιανισμό και άλλα γεγονότα, όπως η επιρροή της ευσεβούς Χριστιανής μητέρας του Αγίας Ελένης, ήταν οι αληθινές αιτίες της μεταστροφής του στο χριστιανισμό. Με το να γίνει Χριστιανός ο Κωνσταντίνος διακήρυττε δημόσια πως έσωζε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και είχε προσχωρήσει στον κύκλο του «αληθινού» πολιτισμού. Με την επίσημη αναγνώριση και την παραχώρηση ορισμένων ελευθεριών στους Χριστιανούς, οι δύο πλευρές, Χριστιανοί και Παγανιστές, που ήταν οι κύριοι συντελεστές των κοινωνικών και θρησκευτικών εξελίξεων της ύστερης αρχαιότητας, κατάφεραν να συνασπιστούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο γύρω από το πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Στις επαρχιακές ανώτερες τάξεις αλλά και στον λαό της Μ.Ασίας, πρόσφερε αυτό που εδώ και καιρό επιθυμούσαν, μια «νέα» Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν σε βολική απόσταση από την αυτοκρατορική αυλή και κατά μήκος των οδών που συνέδεαν τον Δούναβη με τη Μ.Ασία. Η καινούργια πρωτεύουσα, απλωνόνταν στη βαλκανική ακτή των στενών του Μαρμαρά, μόνο διακόσια μίλια μακριά από την περιοχή των εκβολών του Δούναβη. Κατά τον 5ο και 6ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη ήταν μία πόλη-κράτος, μία προφυλακή που τροφοδοτούσε μια απέραντη αυτοκρατορία της Εγγύς Ανατολής. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, είχε μεταφέρει τη μεγαλοπρέπεια του ρωμαϊκού κράτους στην καρδιά του ελληνικού κόσμου και για τους Έλληνες συγκλητικούς και γραφειοκράτες, οι δρόμοι συνέκλιναν στη νέα πρωτεύουσα. Οι Λατίνοι, υποχώρησαν αργά κατά τον 5ο αιώνα. Στην Κωνσταντινούπολη, η παιδεία και τα γράμματα ήταν συμπλήρωμα της πολιτικής και όχι αντίπαλός της. Εν τω μεταξύ οι παλατιανοί αξιωματούχοι του αυτοκράτορα, στρατολογούνταν από στρώματα που δεν ανήκαν στην παραδοσιακή κυβερνητική τάξη και έτσι το πολιτικό σκηνικό του παλατιού δεν απέκοπτε τον αυτοκράτορα από τους υπηκόους του.
ακολουθήστε το aixmi-news.gr στο Facebook για να μαθαίνετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις