Αν ανατρέξει κανείς στη βιβλιογραφία για τον Τραυλαντώνη, θα διαπιστώσει παντού καταγεγραμμένη την καλοσύνη και το ήθος του ως ανθρώπου, την προσφορά του ως εκπαιδευτικού και τη συμβολή του στα γράμματα. Ως πεζογράφος, εκκινεί από την ηθογραφία και καταλήγει στην ψυχογραφία, μια ψυχογραφία που με λόγια λιτά και αφτιασίδωτα, με μεστό χιούμορ και ειλικρινή συμπόνια προς τον απλό άνθρωπο, παρουσιάζει το ανάγλυφο του χαρακτήρα και της ψυχής των ηρώων του .
«Η Εξαδέλφη» (1η εκδ.1912) συνιστά ένα εκ των κορυφαίων έργων του. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται στον γνώριμο και καρτερικό γενέθλιο τόπο του, το Μεσολόγγι. Εκεί ο Φανής, ένας νεαρός ψαράς, διηγείται το βίωμα που τον στιγμάτισε στα εφηβικά του χρόνια και καθόρισε την τροπή ολόκληρης της μετέπειτα ζωής του, τον έρωτά του για την ξαδέλφη του. Έναν έρωτα κολάσιμο, αλλά ουδέποτε σαρκικό, ευτελή ή χυδαίο, τον οποίο μας παρουσιάζει ο συγγραφέας με γλαφυρότητα, συμπάθεια και περισσή ανθρωπιά απέναντι στους ήρωες που είναι δέσμιοι του θυμικού τους.
Η πρωταγωνίστρια, η «Εξαδέλφη» του Φανή, η Νένω, είναι μια έφηβη με κάλλος εντυπωσιακό που σκανδαλίζει τους κατοίκους του Μεσολογγίου και αποτελεί συχνά θέμα συζήτησης στους διαφόρους κύκλους. Ο Φανής, λόγω μιας παρεξήγησης, αρχικά δεν έχει επαφή με τον θείο και την οικογένειά του. Η αριστεία του νεαρού στο σχολείο όμως, στέκεται η αφορμή να αναθερμανθούν οι σχέσεις τους και ο ίδιος να γίνει το «ψυχοπαίδι» τους. Αναπόδραστα, λοιπόν, συναναστρέφεται και αναπτύσσει συμπάθεια με τη Νένω και η μεταξύ τους συσχέτιση ανάγεται σταδιακά σε ένα επίπεδο που πόρρω απέχει του αδερφικού ή ακραιφνώς φιλικού.
Η Νένω, σαν άλλη «Σειρήνα» της λιμνοθάλασσας, τον σαγηνεύει, εκφραζόμενη μέσα από στίχους τραγουδιών, μα ποτέ με ευθύτητα και παρρησία για τα αισθήματά της. Κάνει σκηνές ζηλοτυπίας και εκμεταλλεύεται το γεγονός πως ο Φανής δεν μπορεί να της αντισταθεί και της κάνει πάντα το χατίρι. Εκείνος παρασύρεται από τη χάρη του ανθισμένου κοριτσιού, την ηδύτητα και τη λαγνεία της και εμπλέκεται συναισθηματικά σε μια κατάσταση που γνωρίζει πως εξ ορισμού είναι σφαλερή. Υπάρχουν στιγμές που ο θεοσεβούμενος νέος αυτομαστιγώνεται για το αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε, το «τρομερό κακούργημα του έρωτος σε δυο πρώτα ξαδέρφια», και θαρρεί πως θα έρθει αντιμέτωπος με κάποια φοβερή θεία δίκη, αλλά και στιγμές που δείχνει λιγοψυχία στην απόρριψη των συναισθημάτων που τον κατακλύζουν.
Η πάλη αρετής και κακίας ζωντανεύει στο υποβλητικό τοπίο της μεσολογγίτικης λιμνοθάλασσας. Το έργο του Τραυλαντώνη βρίθει περιγραφών από τον προσφιλή γενέθλιο τόπο του και την καθημερινή ζωή των ψαράδων. Ο συγγραφέας αναφέρει στην αφήγηση πλήθος ονομάτων θέσεων της λιμνοθάλασσας, από το γνωστό Αιτωλικό, έως την Κλαρίδα και τη Γαλιά. Μιλά, μεταξύ άλλων, για τις ψαροπούλες, τα ροζιασμένα χέρια των ψαράδων, τα ιχθυοτροφεία της λίμνης, τα τζένια που πιάνουν τις μπάφες για το αυγοτάραχο, τους ανέμους που υπολογίζουν τα προιάρια, τις νησίδες του Κόμματος και του Προκοπάνιστου μέσα στη λιμνοθάλασσα.
Στις πελάδες (μικρά καλύβια για να καταλύουν οι ψαράδες) του Σκοινιά και σε γειτονικά σημεία όπως ο Αϊ-Σώστης, λαμβάνουν χώρα τα πιο πολλά συμβάντα της εξιστόρησης του Φανή. Η ατμόσφαιρα του μέρους εμπνέει τον συγγραφέα που μας χαρίζει απλόχερα γραμμές ποιητικές, γεμάτες αυθεντικές, λυρικές εικόνες. Λέει ο Φανής: «μου φαινόταν πως ήξεραν την αγάπη μου όλα τα πάντα, η θάλασσα, ταστέρια, οι γλάροι, τα ψάρια, τα φύκια, τα χαμόκλαδα, και τα ξερά καλάμια που είναι στρωμένο το νησί∙» και δίνει όρκο «να τον φάει η θάλασσα», αν άλλη του πάρει το μυαλό.
Η αφήγηση κυλά αβίαστα, περιέχοντας εναργείς περιγραφές της μεσολογγίτικης επαρχίας και των εντόπιων συνηθειών, ενσωματώνοντας άρτια γλωσσικούς ιδιωματισμούς της περιοχής (όπως κίστ, Αντελικό, βλησιδιάρης, ιβαράς, αυλέμονας). Έτσι, ο νεαρός μεσολογγίτης ψαράς ιστορεί το ερωτικό του σκίρτημα μέσα στη ρουμελιώτικη φύση που παρουσιάζεται μαγευτική και κατανυκτική: «Τι γλυκό απόγιομα περάσαμε κάτω από τα μυρωδάτα κέδρα της Θολής», ιδιαίτερα προτού αρχίσει να διολισθαίνει η τρυφερότητα του ειδυλλίου του. Το όνειρο όμως του έφηβου λαμβάνει απρόσμενη τροπή για τον ίδιο και τη λατρευτή του ύπαρξη. «Η γλυκιά Νένω της λίμνης, του Σκοινιά, της Σκροφοπούλας» έρχεται τελικά αντιμέτωπη με τη νέμεση που της επιφύλασσε μια αρρώστια, ενώ ο «καϋμένος» ο Φανής από λαμπρός μαθητής καταλήγει ψαρόπουλο με μόνη συντροφιά τις ενθυμήσεις του έρωτα που έχει επιλέξει να τον καταδυναστεύουν.
Ο Τραυλαντώνης στέκει και αφουγκράζεται τη φωνή της καρδιάς των ηρώων του και αποτυπώνει με χάρη και μαεστρία τη ζωή στα στενά πλαίσια της προπολεμικής επαρχίας. Εξάλλου, όπως αναφέρει ο Παναγιωτόπουλος: «Ο Τραυλαντώνης πέρασε τη ζωή του Μεσολογγίτης. Κάτι περισσότερο μάλιστα: επαρχιώτης. Νομίζω, πως δεν το συλλογίστηκε ποτέ, πως θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο.»..
Άγρας, Τ. (1984). Αντώνης Τραυλαντώνης. Στο Άγρας, Τ. (Επιμ. Στεργιόπουλος, Κ.), Κριτικά, Τόμος Γ’. Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας (σσ. 98-111). Αθήνα, Ερμής.
Σταυροπούλου, Έ. (1997). Αντώνης Τραυλαντώνης. Στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας . Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τόμος Η’: 1880-1900 (σσ. 402-457). Αθήνα, Σοκόλης.
Παναγιωτόπουλος, Ι.Μ. (1985). Τραυλαντώνης ο αθόρυβος. Στον τόμο Τα πρόσωπα και τα κείμενα Στ’. Τα ελληνικά και τα ξένα (2η εκδ.) (σσ.197-203). Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων.
Σημ: Τα αποσπάσματα που παρατίθενται από τη νουβέλα είναι από το βιβλίο: «Η εξαδέλφη και άλλα διηγήματα», του Αντώνη Τραυλαντώνη, από τις εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα: 1991.