Ανήμερα στη Χάρη της πηγαίναμε στην εκκλησία πρωί, πολύ πρωί. Ο πατέρας μου από τα χαράματα. Είχε νηστέψει όλο το δεκαπενθήμερο, είχε εξομολογηθεί και πήγαινε τώρα να λειτουργηθεί και να μεταλάβει.Το συνήθιζε αυτό, να μεταλαβαίνει στις μεγάλες γιορτές ανήμερα, Χριστούγεννα, Πάσχα, Της Παναγίας, Των Ταξιαρχών. Αυτή η αντίληψη επικρατούσε στο Αιτωλικό: οι νοικοκυρέοι ανθρώποι κοινωνάνε ανήμερα στις μεγάλες γιορτές.
Αργότερα, μεγάλη πια, προβληματίστηκα σοβαρά για τις εξομολογήσεις του πατέρα μου, τι έλεγε στον παπά, για ποιες αμαρτίες του μιλούσε, που ήταν ο ίδιος η προσωποποίηση του σεμνού χριστιανού, με αδιασάλευτες τις χριστιανικές του πεποιθήσεις, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας προς όλους και για όλα, εργατικός και μεγαλόψυχος, σαν τους καβαφικούς ήρωες των Θερμοπυλών: «Πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους». Κι εμάς τα παιδιά του, όσες φορές μας μάλωνε, μας μάλωνε σύμφωνα με το χαρακτήρα του, γλυκά και συγχωρητικά.
Όταν γυρίζαμε στο σπίτι, πρώτα εμείς τα παιδιά ευχόμαστε στους γονείς μας κι ύστερα εκείνοι, ο ένας τον άλλο:
-Να ζήσεις χίλια χρόνια, νοικοκύρη μου! Κι εκείνος της ανταπέδιδε:
- Μαρία λεν την Παναγιά, Μαρία λεν κι Εσένα!
Το μεσημεριανό φαγητό ήταν πανηγυρικό και λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένο. Κρέας χονδρό με ντομάτες και μανέστρα στο φούρνο, ψημμένο με ανεπανάληπτη μαστοριά από τον μπαρμπα -Πάνο το Μαυρίκη, τον ψήστη της γειτονιάς μας . Ή κόκορα χωριάτικο κοκκινιστό, μακαρονάδα. Λόγω της λαμπρότητας της μέρας η μάνα μας εκτελούσε τις παραγγελίες όλων μας κι εφτιαχνε μακαρόνια ψιλά, μακαρόνια χοντρά και πατάτες τηγανητές. Κι εγώ, το χαζολιχούδικο, έτρωγα κι από τα τρία.
Οι επισκέψεις άρχιζαν αμέσως μετά την εκκλησία, αλλά πρωτοπόροι, σ’όλες τις γιορτές, ήταν τα παιδιά, η λιανομαρίδα του Αιτωλικού, που δυο –δυο, τρία-τρία, γυρίζανε στους δρόμους κι όπου έβλεπαν πόρτα μισάνοιχτη στέκονταν απ’ έξω και φωνάζανε:
-Χρόνια Πολλά! Χρόνια Πολλά!
Η νοικοκυρά τότε έβγαινε έξω και τα κέρναγε, από μισό κουραμπιέ ή από μια κουταλιά γλυκό κουταλιού, βύσσινο ή σταφύλι, αν έδινε και δεύτερη «τί καλή γυναίκα και πόσο πλούσιο το σπιτικό!»
Το μεγάλο κύμα των επισκεπτών ξεκινούσε αργά το απόγευμα, αφού περνούσε ο καταβρεχτήρας και μας δρόσιζε, τουλάχιστον το προσπαθούσε. Το κοινό μας ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία γυναίκες –όσοι άντρες έρχονταν να χαιρετήσουν, μόνοι ή με τις γυναίκες τους, διάλεγαν τις πολύ βραδινές ώρες, τότε που ο εορτάζων πατερας μου έκλεινε το μαγαζί και γύριζε σπίτι. Ούτε τη μέρα της γιορτής του δεν ξεκουραζόταν.
Ανέβαιναν λοιπόν οι επισκέπτριες δυο-δυο, τρεις-τρεις, κατά παρέες. Στο κεφαλόσκαλο τις υποδέχονταν η μαμά, φορώντας το καλό της φόρεμα κι όλα τα χρυσαφικά της –άλλωστε δεν είχε και πολλά. Φορέματα φορούσαν και οι άλλες γυναίκες, φαίνεται πως το επίσημο ρούχο της επίσκεψης ήταν το φόρεμα τω καιρω εκείνω. Θαύμαζαν τα ματάκια μου και δεν χόρταινα να βλέπω τα ωραία τους εμπριμέ που έλαμπαν κάτω από το ανελέητο φως του Αυγούστου. Τις θαύμαζα βαμμένες, χτενισμένες, στολισμένες.
-Χρόνια Πολλά, για σένα και τον άντρα σου! Να χαίρεσθε τα παιδιά σας!
-Ευχαριστώ πολύ, καλώς ορίσατε! Περάστε! Καθήστε!
Όλες , μα όλες, κρατούσαν βεντάλια: «Ούφ, ούφ, τι ζέστη είναι αυτή, σκάσαμε, λιώσαμε.» Και κουνούσαν πέρα-δώθε τη βεντάλια με νάζι και φιλαρέσκεια. «Καμίνι, καίγεται ο κόσμος έξω.» (Καιγότανε και μέσα, δεν είχαμε ανεμιστήρα. Ο κόσμος δεν είχε πολλές ανέσεις τότε.)
Δίπλα στη μάνα, η μεγάλη μας αδερφή, η Ελενίτσα. Ψηλή, λεπτή, με το εμπριμέ φορεματάκι της κι αυτή, ήταν η οικοδέσποινα Νο2. Αυτή σερβίριζε το πρώτο γλυκό από τη μεγάλη πιατέλα, αμυγδαλωτό και μελιτζανάκι γλυκό του κουταλιού, στραγγισμένο και ζαχαρωμένο, όλα έργα των χειρών της μαμάς. Ούζο για τους άνδρες, μαστίχα και τριαντάφυλλο λικέρ για τις γυναίκες.(Τα αγοράζαμε χύμα, ήταν Τρικενέ). Και φυσικά, δροσερό νεράκι.
Εγώ, δεύτερη κόρη και τρίτη στη γυναικεία ιεραρχία της οικογένειας, λειτουργούσα μάλλον ως βοηθητικό προσωπικό. Έπρεπε να πλένω τα πιατέλα και τα ποτήρια. Αλλά, όταν ο κόσμος σηκωνότανε να φύγει, έφτανε η ώρα και του δικού μου μεγαλείου. Εισέβαλλα στο σαλόνι θριαμβευτικά μ΄ένα μεγάλο στρογγυλό δίσκο γεμάτο κουραμπιέδες στη λαδόκολλα και μοίραζα έναν στον καθένα.
-Ά, να και το έθιμο! Και του χρόνου! Είπε εκείνη τη χρονιά η κυρά-Τσαντούλα (Αλεξάνδρα Στούμπου), που την είχα δασκάλα στην Γ΄και την Δ’ τάξη του Δημοτικού. Είχε έρθει να ευχηθεί με τη νύφη της, την κυρία Μαχούλα. Κι εμένα το καμάρι μου δεν είχε τελειωμό και σύνορα.
Είχα ωστόσο και μια ακόμα αποστολή: να καταγράφω τα ονόματα των επισκεπτών, για να θυμάται η μαμά όλο το χρόνο πού χρωστάει επίσκεψη και να πηγαίνει. Και βέβαια σ’ αυτό το καθήκον ήμουνα πολύ πρόθυμη, γιατί απέβλεπα στους κουραμπιέδες που θα έφερνε. Δεν έγραφα όμως μόνο τα ονόματα. Σε χωριστό τετράδιο έγραφα λέξεις και φράσεις ασυνήθιστες και ιστορίες παράξενες από τις συζητήσεις που άκουγα.»Τι του θέλ’ κι τόχ’ αυτό του παραλέκατου;» «Κι γω σ’ λέου πως τόκαμι ξιμουτό». «Συνέχεια διψάου, νιρόλ’τσα μ’ έπιασι;» Ακόμα: «Ο Γιώργος ο … αρραβώνιασε το κορίτσι του. Της δίνει προίκα 200 χρυσές λίρες. Και καλά δεν ντρέπεται ο παλιοτσιγκούνης; Αυτός έχει μεγάλα λιοστάσια. Ούτε τη λαδιά μιάς χρονιάς δεν της έδωσε;» Δεν περιοριζόμουνα όμως στα παράξενα: όσο προλάβαινα ν’ακούσω άκουγα πολύ προσεχτικά, ρουφούσα κάθε λέξη, κάθε φράση, όχι μόνο τι έλεγαν, αλλά και πώς το έλεγαν. Εδώ θα πω πως θαύμαζα πολύ, όταν μιλούσε, την κ.Κούλα Γαλάνη, γιατί ήταν από την Πάτρα και μιλούσε «πατρινά.» Πάντως, όταν ο πολύς γυναικόκοσμος είχε αναχωρήσει, εγώ ένιωθα ότι είχα μορφωθεί, ότι είχα βελτιώσει τις γνώσεις μου πάνω σε θέματα του κόσμου και της κοινωνίας. Και πάνω στα γεγονότα ή τα μέλλοντα γενέσθαι σε ακτίνα Αιτωλικού, Μεσολογγίου και Περιχώρων.
Τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, ο Θόδωρος και η Δάμαρι, με τα καλά τους κι αυτά ασφαλώς, έβλεπαν, άκουγαν, μιλούσαν με τον κόσμο, βοηθούσαν όπου τους ζητούσαμε. Στο τέλος βαριόντανε και κατέβαιναν κάτω στη γειτονιά κι έπαιζαν.
Μια χρονιά, νωρίς μετά την εκκλησία, χτύπησε το χτυπητήρι της μισάνοιχτης πόρτας μας ο μπαρμπα Ζαφείρης ο Τρικαλινός, πρώτος εξάδερφος της μάνας μου.
-Μαρή ξαδέρφ’, Χρόνια Πολλά!
-Ελα πάνω, Ζαφείρη!
-Σιγά π’θ’ανεβού ιγώ αυτού πάν’. Ισύ κατέβα κάτ΄!
Η μαμά ετοίμασε το δίσκο με τα κεράσματα και κατέβηκε κάτω. Τα δυο ξαδερφάκια κάθησαν σ΄ένα σκαλοπάτι και τα λέγανε. Όταν ο μπαρμπα Ζαφείρης σηκώθηκε να φύγει , η μάνα μου θέλησε να του δώσει τυλιγμένο κουραμπιέ. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε έντονα:
-Τι μι πέρασις ιμένα, για γ’ναίκα μι πέρασις κι μ΄δίνς κουραμπιέ; Άντι, π’ πέρν’τι τ’ δάσκα κι γυρίζτι γύρα!
Έφυγε και πήγε στο στέκι του, στην ταβέρνα του Θανάση Φλάκα, απέναντι από το σπίτι μας δεξιά. Σε λίγο ακούσαμε την κελαρυστή φωνή του: «Μαραίνομαι ο καημένος , κι αμάν οχ αμάν, μαραίνομαι ο καημένος σαν το βασιλικό…»
Το βράδυ, που όπως ανέφερα παραπάνω ,έρχονταν και πολλοί άνδρες στο σπίτι να ευχηθούνε, τα θέματα των συζητήσεων άλλαζαν. Μιλούσαν για ποδόσφαιρο, τον Άρη Αιτωλικού, την οικονομία, τον Καραμανλή, τα καπνά, που «φέτος δεν έχουν καθόλου τιμή», τους νέους που έφευγαν εργάτες στη Γερμανία, για τη φτώχεια που’ χαν οι ψαράδες, ιβαράδες και σκάπουλοι. Κι όλα αυτά με μουσική υπόκρουση, γιατί από τα διάπλατα ανοιχτά παράθυρα έμπαιναν μέσα μουσική και τραγούδια, αριστερά από την ταβέρνα του Νταούση, δεξιά από την ταβέρνα του Φλάκα. (Εκεί γνώρισα το ρεμπέτικο κι από κει έμαθα να το λατρεύω). Καμιά φορά ο ρυθμός περνούσε και στο στόμα της συντροφιάς: « Ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στον ίδιο το σκοπό…» Τότε έβγαινε και το κρασί. Οι φωνές δυνάμωναν. Γέλια και πειράγματα. Και μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, οι βεντάλιες των κυριών φτερούγιζαν. Δεν έλεγε να δροσίσει!
Κάποια στιγμή έφευγαν και οι τελευταίοι επισκέπτες, συνήθως ο θείος ο Αντώνης με τη θεία τη Σωτηρία. Ο μπαμπάς τους κατευόδωνε μέχρι το δρόμο.Ύστερα η μαμά άρχιζε τις οδηγίες και τις προτροπές:
-Τώρα, θα μαζέψουμε γρήγορα-γρήγορα τα απολύτως απαραίτητα και θα τακτοποιήσουμε. ΄Υστερα να πλυθείτε, να ετοιμασθείτε και γρήγορα στα κρεβάτια σας για ύπνο. Αύριο θα σηκωθούμε πολύ πρωί, γιορτάζει ο Άι-Γεράσιμος και θα πάμε στο Κεφαλόβρυσο να προσκυνήσουμε. Έχει ποδαρόδρομο. Άντε, καληνύχτα.
Δόξα τω Θεώ, όλα καλά πήγανε και φέτος. Σ’ευχαριστούμε, Παναγία μου, μεγάλη η Χάρη Σου! Προστάτεψέ μας! Και του χρόνου καλύτερα. Και του Χρόνου!
Η μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού έκλεινε.
Αύγουστος, της Παναγιάς
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού