Θεωρώ λοιπόν πως έχουμε υποχρέωση να καταγράψουμε και να διασώσουμε το παλιό έθιμο της ονομαστικής γιορτής. Που δεν ήθελε και δεν χρειαζόταν προσκλήσεις. Σε προσκαλούσε το ημερολόγιο.
Tης Παναγιάς θέλω να βρεθώ στο Αιτωλικό, τη μικρή μου πατρίδα. Να ξαναζήσω χίλια πράγματα, με το σώμα, με τις σκέψεις, με τις αναμνήσεις. Από τα παιδικά μου χρόνια, την αυγή της ζωής μου.
Τα καλοκαίρια του Αιτωλικού ήταν των αναστεναγμών. Πύρα και λιοπύρι να σου κόβεται η αναπνοή, να πνίγεσαι. Το παπούτσι ή το γυμνό πόδι, βούλιαζε μέσα στη ρευστή άσφαλτο. Σαράντα και σαρανταδύο βαθμοί ήταν η καθημερινότητά μας. Περνούσε το απόγευμα ο καταβρεχτήρας του Δήμου και κατάβρεχε. Τότε σηκωνότανε μπουχός, σού κλεινε τα ρουθούνια, ανάσαινες λίγη δροσιά κι ύστερα πάλι τα ίδια. Από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.
Προσπαθώ να θυμηθώ αν ο κόσμος φορούσε καπέλα στο κεφάλι. Τα παιδιά σίγουρα όχι – ήταν και πολλά σε κάθε σπίτι- αλλά οι μεγάλοι; Όταν πηγαίναμε στα Ρεμπάκια για μπάνιο, με τη γαϊτα του Δημητράκη του Μπαλάφα, οι μεγάλες γυναίκες είχανε μαντήλια στο κεφάλι, που τα κρατούσανε ανοιχτά μπροστά με τα δυο τους χέρια, για αντήλιο. Μερικές φορούσανε ανδρικές τραγιάσκες, φθαρμένες, με τρύπες δω κι εκεί. Και για μαγιώ, σατινέ κομπινεζόν μαύρο, που είναι χονδρό και δε διαγράφει. Μαγιώ δεν είχανε, αλλά δεν τις ένοιαζε. Η στέρηση έχει μνήμη αναδρομική. Όπως και τώρα η δική μου νοσταλγία, που ήρθε να μ’αγκαλιάσει πολύ σφιχτά και να με πάει στα μέσα της δεκαετίας του 50.
Ο ιστορικός ναός της Παναγίας Αιτωλικού γιορτάζει κάθε χρόνο ανήμερα στη μνήμη της. Εσπερινός την παραμονή, μονοκκλησία μεγαλόπρεπη ανήμερα. Όλο το Αιτωλικό στις δόξες του. Κοσμοσυρροή, λουλούδια, τάματα, λειτουργιές για ύψωμα. Γιορτάζει το μισό Αιτωλικό, οι μισοί Αιτωλικιώτες φέρουν το τιμημένο όνομά της: Παναγιώτης, Μαρία.
Δε λέγαμε η γιορτή, λέγαμε «το γιορτάσι». Τα σπίτια λάμπανε από πάστρα, φρεσκοασβεστωμένα μέσα κι έξω. Μυρωδικά φυτά και θάμνοι, σε μεγάλα βαρέλια, μύρωναν τη ζωή σου. Σύμφωνα με το έθιμο, όσα σπίτια είχαν γιορτάσι έπρεπε να έχουν την εξωτερική πόρτα τους μισάνοιχτη, να φαίνονται πως δέχονται επισκέψεις. Ένα στα δύο σχεδόν σπίτια, τότε, της Παναγιάς ανήμερα, είχε την πόρτα του μισάνοιχτη.
Παναγιώτης και Μαρία ήσαν και οι γονείς μου. Τη μέρα αυτή γιορτάζαμε τη μεγάλη, βασική γιορτή της οικογένειας. Ήταν το γιορτάσι του πατέρα μας.
Από τα τέλη Ιουλίου η μάνα μου άρχιζε τις ετοιμασίες. Γενική καθαριότητα του σπιτιού, επιστράτευε και τις δύο μεγαλύτερες κόρες της, την Ελενίτσα κι εμένα, η Δάμαρη τη γλίτωνε γιατί ήταν μικρή, τη στέλναμε στα εύκολα θελήματα. Όσο για το γιο, το Θοδωράκη, δεν το συζητάμε, τα σερνικά παιδιά τότε δεν κάνανε νοικοκυριό. Αλλά τα σπίτια δεν είχαν ευκολίες, ούτε είχε καθαριστικά στο εμπόριο, προσπαθούσαμε με ζεστό νερό, πράσινο σαπούνι και ποτάσα. Μην ξεχάσω τη βαρκίνα και τον ασβέστη. Ασβεστώματα, σφουγγαρίσματα, «θα χλίσου (θα ασβεστώσω) κι θα σφουγγαρίσου», έλεγαν οι νοικοκυρές. Όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού έβγαιναν έξω στα μπαλκόνια για να γίνουν αυτά. Το σφουγγάρισμα δεν ήταν όπως τώρα, ήταν αληθινό ξεθέωμα. Με μια βούρτσα στο χέρι, νερό και ποτάσα, βούρτσιζες τα ξύλινα πατώματα όλου του σπιτιού, μετά έριχνες μπόλικο νερό για ξεβγαλμα, μετά μάζευες τα νερά με τις πατσαβούρες. Μετά, να βάζεις ξανά στη θέση τους κρεβάτια, τραπέζια, καρέκλες και τα λοιπά. «Ξεκαμώθ’ κα», λέγανε οι γυναίκες, οι ταλαίπωρες. Αλλά η νηστεία, νηστεία, νηστεύαμε όλοι μικροί-μεγάλοι με την καρδιά μας, «κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξουμε, αφού έχουμε τόσες δουλειές», το ντοματόρυζο έδινε κι έπαιρνε.
Και το βράδυ, στις Παρακλήσεις, όλοι μας, εκτός από τον πατέρα μου, που είχε το μαγαζί και δεν μπορούσε να φύγει. Και ξέραμε, ακόμα κι εμείς τα παιδιά, στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού ή στις πρώτες του Γυμνασίου, ποιο βράδυ θα ψαλεί ο Μικρός Παρακλητικός Κανών και ποιο ο Μέγας, καθώς και το Ευαγγέλιό τους, «Εν ταις ημέραις εκείναις αναστάσα Μαριάμ» για το Μικρό και «Τω καιρώ εκείνω εισήλθεν ο Ιησούς εις κώμην τινά» για το Μεγάλο. Και ψέλναμε με την ψυχή και την καρδιά μας, όπως οι περισσότεροι μέσα στην εκκλησία, τους πανέμορφους ύμνους προς τη Δέσποινα του κόσμου, θαυματουργά τραγουδισμένους. ( Έχουμε δουλέψει πάνω στη Βυζαντινή Μουσική Παράδοση του Αιτωλικού. Την έχουμε παρουσιάσει.)
Aφού τελειώναμε με τις καθαριότητες και τους καθαρισμούς, περνούσαμε στη διακόσμηση. Τώρα τα πράγματα γινότανε πιο κομψά και πιο ενδιαφέροντα. Η μαμά έβγαζε τα προικιά της, κουρτίνες και τραπεζομάνδηλα από άσπρο περικάλι, κεντημένα στο χέρι με τελάρο, καρέ και καρεδάκια, πετσέτες και πετσετάκια, άλλα με ατραντέ και άλλα με δαντέλα, τα έπλενε και τα κολλάριζε και της έβγαινε η ψυχή, γιατί τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε το ηλεκτρικό σίδερο και παιδευότανε με τα κάρβουνα. Θυμάμαι μέχρι σήμερα με πολλή ευχαρίστηση τις άσπρες κουβέρτες από κοττόν περλέ, πλεγμένες από την ίδια με το βελονάκι, που έριχνε πάνω στα κρεβάτια και τις άσπρες μαξιλαροθήκες και σεντόνια με το «αζούρ». Ακόμα, ένα μεγάλο βενετσιάνικο καθρέφτη με επίχρυση σκαλιστή κορνίζα, που η αδερφή μου η Νίτσα άλειφε με ρευστή χρυσόσκονη μ’ ένα μικρό πινελάκι. Οι άντρες, πατέρας και γιος, φρεσκάρανε τη μπογιά στα βαρέλια με τα λουλούδια που είχαμε στα μπαλκόνια, μπουγαρίνια, γαρδένιες και γιασεμί.
Τα γλυκά τα φτιάχναμε την προπαραμονή. Δεν υπήρχε καμιά πρόθεση για αγοραστά γλυκά, η νοικοκυρά έπρεπε να δείξει, ή να επιδείξει, την τέχνη της και την προκοπή της. Γλυκά του κουταλιού, γλυκά σιροπιαστά, γλυκά του ταψιού. Γλυκά παραδοσιακά, που δεν χρειάζονται ψυγείο. Που μπορούν ν’αντέξουν στο κάμα του αυγουστιάτικου Αιτωλικού.
Πού ψυγεία εκείνη την εποχή! Το φαγητό που περίσσευε το φύλαγαν ξεκούπωτο, για να παίρνει αέρα, μέσα στην «κλούβα» ή «φανάρι», για να μην το φτάνουν οι ποντικοί.Το καρπούζι το διατηρούσανε δροσερό κομμένο στον ήλιο ή ολόκληρο μέσα στο πηγάδι. Το νερό όμως; Το βγάζανε δροσερό από το πηγάδι, σε λίγο όμως δεν πινότανε. Αργότερα, οι «προνομιούχοι» αποκτήσανε ψυγεία πάγου.Ψυγείο πάγου πήραμε κι εμείς, όμως προνομιούχοι ήτανε πάντες οι λοιποί στην οικογένεια - και στη γειτονιά- εκτός από μένα, διότι η μαμά το είχε εντάξει αποκλειστικά στη δική μου ευθύνη, εγώ ν’ αγοράζω τον πάγο, εγώ ν΄αδειάζω κάθε τρεις και λίγο τα νερά, εγώ να το καθαρίζω μέσα κι έξω.
Η μεταφορά του πάγου ήταν μαρτύριο. Πήγαινα στο εργοστάσιο του Ζησιμόπουλου λίγο πριν το μεσημέρι, πριν σφίξουν οι ζέστες, να προλάβει να παγώσει το νερό. Κρατούσα σχοινί διπλό και μια πετσέτα κουζίνας. «Μισή κολόνα πάγο». Τον έκοβε με ένα πριόνι κι έδενε το κομμάτι μου με το σχοινί μου. Εγώ πλήρωνα, έπιανα το σχοινί με την πετσέτα για να μην κοπεί το χέρι μου από το βάρος κι έφευγα. Αλλά ο πάγος ήταν τόσο βαρύς κι εγώ μικρό κορίτσι του Δημοτικού. Αγκομαχούσα κι έκανα στάσεις. Μια στάση στο πεζοδρόμιο μπροστά στο Καρβελέϊκο. Άλλη στάση μπροστά στο Σταραμέϊκο. Τελευταία μπροστά στης Λαζαράταινας. Μετά στροφή για το σπίτι μας. Εκεί απέναντι, δίπλα στην πόρτα της Πηγής, καθότανε συνήθως μερικές γειτόνισσες.
-Μάγδα, Μάγδα, θα μας κατεβάσεις λίγο κρύο νερό;
-Να κρυώσει πρώτα και θα σας κατεβάσω.
Αυτός ο πάγος κρατoύσε μέχρι νωρίς το βράδυ, μετά έλιωνε και γέμιζε το ψυγείο νερά. Δεν εξυπηρετούσε για το βράδυ, είχε λιώσει μέχρι να τελειώσει το γιορτάσι. Πήγαινα πάλι κι αγόραζα μισή κολόνα πάγο (δε χωρούσε στο ψυγείο μεγαλύτερο κομμάτι). Εν πάση περιπτώσει, το νερό για τους επισκέπτες μας, κρύο ή απλώς δροσερό, μπορούσαμε να το εξασφαλίσουμε.
Ας γυρίσουμε στα γλυκά. Αφού δεν υπήρχανε ψυγεία, οι νοικοκυρές περιόριζαν τις επιλογές τους. Το χειμώνα έφτιαχναν κανένα γιαουρτίνι, που είναι χαρακτηριστικό γλυκό του Αιτωλικού, το καλοκαίρι όμως σερβίριζαν γλυκό του κουταλιού, αμυγδαλωτά ή μπακλαβάδες. Και βέβαια κουραμπιέ σαν δεύτερο γλυκό, τυλιγμένο σε λαδόκολλα, να τον πάρουν μαζί τους οι επισκέπτες φεύγοντας. Αυτό το ωραίο έθιμο έχει μείνει στη μνήμη μου ζωηρά κι ανεξίτηλα και συνδέεται με πολλές παραμέτρους των παδικών μου χρόνων. Ήταν ευτυχισμένη προσμονή για όλα εμάς τα παιδιά. Εξηγούμαι:
Σε κάθε γιορτή, αμέσως μετά την εκκλησία κι από νωρίς το απόγευμα, άρχιζαν οι επισκέψεις. Αυτές καθορίζονταν από ένα σταθερό τυπικό «έρχομαι εγώ και χαιρετώ στη δική σου τη γιορτή κι εσύ ανταποδίδεις στη δική μου». Το να μην ανταποδώσεις την επίσκεψη ήταν αιτία παρεξήγησης και διακοπής σχέσεων. Εκτός αν υπήρχε πένθος ή άλλος πολύ σοβαρός λόγος. Ξέραμε λοιπόν την κάθε φορά πού χρωστούσε επίσκεψη η μαμά, σε πόσα σπίτια θα πήγαινε και, το πιο ενδιαφέρον, πόσους κουραμπιέδες θα έφερνε σπίτι. Στις μεγάλες γιορτές, Αγίου Κων/νου, Αγιαννιoύ, Αη-Γιωργιού κ.ά. πανηγυρίζαμε προκαταβολικά. «Έχει να πάει σε οκτώ γιορτάσια, θα φέρει οκτώ κουραμπιέδες» κι άλλα ευχάριστα. Μερικές φορές, όταν γέμιζε η τσάντα της, γύριζε σπίτι βιαστικά, άδειαζε τους κουραμπιέδες σ’ένα συρτάρι, το κλείδωνε για να μην τσακωθούμε εμείς στη μοιρασιά και ξανάφευγε. Όταν επέστρεφε σπίτι οριστικά, θα γινόταν δίκαια η κατανομή της συγκομιδής. Στις επισκέψεις πήγαινε πάντοτε με συντροφιά, την Πηγή Παπαδάτου, τη Νίκα Ταμπάκη, τη θεία Σωτηρία και βεβαίως την πεφιλημένη, αχώριστη φίλη της, Μανθούλα Γαλάνη. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να τη συνοδέψει, ήταν δεσμευμένος στο μαγαζί.
Προπαραμονή λοιπόν της Παναγιάς φτιάχναμε κι εμείς τους κουραμπιέδες. Εκατοντάδες κομμάτια, πόσες δόσεις της συνταγής, δε θυμάμαι. Θυμάμαι που ακουμπούσε η μαμά τη μεγάλη σκάφη των γλυκών πάνω σε ένα κασόνι, στην κουζίνα, έριχνε μέσα μια τεράστια ποσότητα βούτυρο πρόβειο από το μαγαζί μας, λίγο ζάχαρη άχνη κι ελάχιστο αλάτι και μας καλούσε σε βοήθεια, εμένα και την αδερφή μου τη Νίτσα να χτυπήσουμε. (Να θυμίσουμε πως δεν υπήρχαν μίξερ εκείνα τα χρόνια). «Η επιτυχία του κουραμπιέ βρίσκεται στο χτύπημα του βούτυρου», μας έλεγε. «Ο κουραμπιές θέλει πολύ χτύπημα στο βούτυρο και λίγο ζύμωμα, γιατί με το πολύ ζύμωμα σκληραίνει. Λοιπόν, χτυπάμε». Και χτυπούσαμε και χτυπούσαμε εναλλάξ. Και ξεχεριαζόμαστε εναλλάξ.
Κάποια φορά προσπάθησα να την ξεγελάσω.
- Να, μαμά, άσπρισε πολύ το βούτυρο.
Και τ΄αδέρφια μου, πρόθυμοι ψευδομάρτυρες.
- Κάτασπρο έγινε, κάτασπρο.
Αλλά τη μάνα μου δεν την παγίδευαν τέτοια μικροκολπάκια.
Σε κάποια φάση της διαδικασίας έριχνε στο μείγμα ούζο και κροκάδια. Μετά, το αλεύρι και καβουρδισμένο αμύγδαλο. Ζύμωνε εκείνη. Κι όλοι μαζί πλάθαμε τα γλυκά σε μεγάλα, τεράστια καλούπια. Αυτά τα καλούπια τα κληροδότησε σε μένα κι εγώ στην κόρη μου. Που τα θεωρεί οικογενειακό κειμήλιο: «Τα καλούπια της γιαγιάς».
Όταν γύριζαν οι λαμαρίνες από το φούρνο, φυσικά τυλίγαμε τους κουραμπιέδες με άχνη. Τους βάζαμε μέσα σε δίσκους και ταψιά να κρυώσουν. Μοσχοβολούσαν και δημιουργούσαν μια πολύ ευχάριστη και γιορτινή ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι. Την άλλη μέρα, τους τυλίγαμε σε λαδόκολλα. Δουλεύαμε όλοι μας, πολλή ώρα, συνεργείο σωστό. Εδώ να σημειώσουμε ότι κανένα από μας τα παιδιά δε ζητούσε να φάει κουραμπιέ. Νηστεύαμε συνειδητά, με πίστη. Και η πίστη δίνει δύναμη.
Παραμονή της Παναγιάς ακόμα, η μάνα μου ζύμωνε τά πρόσφορα της γιορτής, δύο τον αριθμό, τα τύλιγε σε μια μεγάλη, υφαντή πετσέτα με δαντέλα ολόγυρα και τα έστελνε στην εκκλησία με τις κόρες της, το ένα πρόσφορο την παραμονή, στον Εσπερινό και το άλλο ανήμερα, μαζί με ένα μπουκαλάκι κόκκινο γλυκό κρασί -το νάμα- κι ένα χαρτί με τα ονόματα «υπέρ υγείας», για να σηκώσει ο παπάς το ύψωμα. Κι αξίζει νομίζω να πούμε ότι την πετσέτα αυτή την είχε υφάνει μόνη της, όταν ύφαινε στον αργαλειό και τα άλλα προικιά της, κιλίμια, ταπέτα και κουβέρτες και πως «η πετσέτα για το ύψωμα» ήταν κομμάτι απαραίτητο ανάμεσα στα προικιά της κάθε υποψήφιας νύφης. Και δεν επιτρεπόταν να τυλίξεις τίποτε άλλο εκτός από πρόσφορα μέσα σ’αυτή.
(συνεχίζεται...)
Αύγουστος, της Παναγιάς