Ο ήρωας υπήρξε νόθος γιος της καλογριάς Ζωής Ντιμισκή – όθεν και το ποίημα του Παλαμά «Της Καλογριάς ο Γιος.» Πατέρας του, θεωρείται πιθανότερο, ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραϊσκος.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού. Η μητέρα του πέθανε όταν ο ήρωας ήταν 7 χρονών. Τον συμμάζεψαν κάτι συγγενείς της. Το παιδί αναγκάστηκε να ζει μόνο του, χωρίς το χάδι της μάνας, χωρίς την υποστήριξη του πατέρα, μέσα σε μεγάλη κοινωνική και ψυχολογική πίεση, μέσα στην περιφρόνηση της άξεστης εκείνο τον καιρό ελληνικής επαρχίας .Για το λόγο αυτό ανέπτυξε μηχανισμούς άμυνας που τους εκδήλωνε με πολύ μεγάλη επιθετικότητα: Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος.
Από την παιδική του ηλικία έγινε κλέφτης. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις. Εκεί έμαθε κάποια γράμματα. Και κόλλησε φυματίωση, αρρώστια που τον συνόδεψε σ’ όλη του τη ζωή. Ακολούθησε τον Αλή στην εκστρατεία του κατά του Οσμάν Πασβάνογλου, στο Βιδίνιο της Βουλγαρίας. Αιχμαλωτίσθηκε. Κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Αργότερα, επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά. Κάποια στιγμή λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη.
Έτος 1821
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια. Επίσης, το 1821 ο Καραϊσκάκης κατόρθωσε να γίνει αρματολός των Αγράφων, κάτι που από μικρός φιλοδοξούσε. Σ’ αυτό τον βοήθησε πολύ και ο Γιαννάκης Ράγκος.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάσθηκε να φύγει από το Αγρίνιο διερχόμενο από τα Άγραφα. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες τη διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση και ανάγκασε τους εχθρούς, μετά από πεισματώδη μάχη, να γυρίσουν πίσω στο Αγρίνιο.
Αποχαιρετώντας το Μάρκο Μπότσαρη:
Το καλοκαίρι του 1823 ο Καραϊσκάκης βρίσκεται στο μοναστήρι της Παναγιάς στον Προυσό , άρρωστος βαριά από υποτροπή της φυματίωσης που, όπως είπαμε, τον ταλαιπωρούσε όλα του τα χρόνια. Εκεί, στα ψηλά βουνά της Ρούμελης, προσπαθεί να αναρρώσει, στο «κελί της Παναγιάς».
Οι καλόγηροι τον περιποιούνται.
Από κει, στις 9 Αυγούστου τα χαράματα, πέρασε ο γενναίος, ο θρυλικός σουλιώτης οπλαρχηγός Μάρκος Μπότσαρης με τους άνδρες του. Πήγαινε να χτυπήσει στην αφετηρία του, στο στρατόπεδό του, στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου, τον Ομέρ Βρυώνη που ετοιμαζόταν να κατέβει για να επιτεθεί στο Μεσολόγγι.
-Έ, ορέ καπετάν Γιώργη Καραϊσκάκη! Και τον ενημέρωσε πού πήγαινε.
-Στο Καλό να πας, Μάρκο! Καλά Ξετελέματα!
Την άλλη μέρα τα χαράματα η κουστωδία περνάει ξανά από το μοναστήρι. Το Μάρκο κουβαλάει νεκρό στον ώμο του ο ξάδερφός του Κώστας Μπότσαρης. Ο Καραϊσκάκης βγήκε, γονάτισε και προσκύνησε το νεκρό σώμα.
-Άμποτε να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο, αδερφέ Μάρκο!
Ναι, από τέτοιο θάνατο ήθελε να φύγει απ’ τη ζωή ο ήρωάς μας. Με το σπαθί στα χέρια κι από σφαίρες της Τουρκιάς. Αυτό ποθούσε η ψυχή του.
Η δίκη του Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό:
Το θλιβερό γεγονός συνέβη στο Αιτωλικό τον Απρίλιο του 1824 .Ο Καραϊσκάκης παραπέμφηκε σε δίκη, σε στρατιωτικό δικαστήριο, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Το κατηγορητήριο έλεγε πως ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σε επαφή με τον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό. Τον παρέπεμψε ο διοικητής της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Η δίκη άρχισε την 1η Απριλίου στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Αιτωλικό. Ο Καραϊσκάκης προσήλθε ένοπλος.
Σύνθεση του Δικαστηρίου: Πορφύριος, δεσπότης Άρτης, Νικολός Στουρνάρας, Γαλάνης Μεγαπάνος, Τάτσης Μαγγίνας.
Στρατοδίκες: Γ.Τσόγκας, Δήμος Σκαλτσάς, Α.Βλαχόπουλος -στρατηγοί.
Γρηγόρης Λιακατάς, Αναγνώστης Καραγιάννης – χιλίαρχοι.
Πρακτικογράφος: Ο Νικόλαος Κασομούλης.
Την πρώτη μέρα η δίκη διακόπηκε ανάμεσα σε θόρυβο και αντεγκλήσεις. Οι δικαστές τον κατηγορούσαν πως ο ίδιος αφηγούταν ότι είχε επαφές με Τούρκους αξιωματούχους, πασάδες κλπ. Ο ίδιος το παραδέχθηκε και δικαιολογήθηκε. Χαρακτηριστικό απόσπασμα!
Καραϊσκάκης: Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δε γλιτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Μεγαπάνος (δικαστής): Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα γιατί να τα λέγεις έτζι;
Καραϊσκάκης: Το έχω χούι, Κυρ Πάνο.
Μεγαπάνος: Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα κυρ Πάνο μου, κι εσύ είσαι 80 χρονών και …
Τα υπόλοιπα δε γράφονται. Δεν μπορώ να τα αναφέρω. Πάντως η δίκη διακόπηκε, όπως προανέφερα, ανάμεσα σε δυνατά γέλια και αντεγκλήσεις. Συνεχίσθηκε τη δεύτερη μέρα στο σπίτι του Σωτήρη Γιώτη, χωρίς την παρουσία του Καραϊσκάκη.
Απόφαση του Δικαστηρίου: (εκδόθηκε στις 3 Απριλίου 1824). Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αναφέρεται «ως επίβουλος της πατρίδος και προδότης.» Ειδοποιείστε άπαντες ότι ο Κ. εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. Πάντες οι Έλληνες να τον στοχασθούν ως εχθρόν, ενόσω να μετανοήση και ζητήση συγχώρεσιν.
Ακόμα, του έδωσαν διορία να εγκαταλείψει το Αιτωλικό μέσα σε 48 ώρες. Την απόφαση υπογράφουν ο Μαυροκορδάτος και οι περισσότεροι οπλαρχηγοί της περιοχής.
Έφυγε από το Αιτωλικό πάνω σ’ ένα ξυλοκρέβατο (να θυμηθούμε την αρρώστια του) και 80 άντρες. Επεχείρησε, χωρίς επιτυχία, να παραμείνει οπλαρχηγός στα Άγραφα και στη συνέχεια πήγε στο Καρπενήσι με όσους άνδρες στρατολόγησε στο δρόμο. Εκεί τον δέχθηκαν σαν συμπολεμιστή τους.
Στις 27 Μαΐου 1824 ζήτησε εγγράφως συγγνώμη από το Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε.
Για τη δίκη του Καραϊσκάκη έχουν γραφεί πολλά και αντιφατικά. Εδώ θα παραθέσω ένα απόσπασμα από τον εθνικό μας ιστορικό, τον Κων/νο Παπαρρηγόπουλο: «Ότε ο Καραϊσκάκης... εστερήθη του βαθμού του... υπό πολεμικού δικαστηρίου, όπερ συνεκρότησεν επί τούτω ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήρχισε να εννοή ότι δεν δύναται να κάμνει ό,τι θέλει ατιμωρητεί. Έκτοτε, τω όντι ήρχισε να λαμβάνη συνείδησίν τινα πειθαρχίας».
Σημειωτέον: Το καλοκαίρι του ίδιου έτους (1824), ο Καραϊσκάκης πήγε στην Κυβέρνηση, στο Ναύπλιο, και πήρε ξανά όλα τα αξιώματά του. Την επόμενη φορά βρίσκουμε τον Καραϊσκάκη στην 2η πολιορκία του Μεσολογγίου, στην πρώτη φάση. (15 Απριλίου – 12 Δεκεμβρίου 1825). Στις 24 Ιουνίου 1825 οι πολιορκούμενοι, σε συνδυασμένη επίθεση με τον Καραϊσκάκη αποδεκάτισαν τις δυνάμεις των πολιορκητών.
Την ίδια περίπου εποχή (καλοκαίρι 1826), μετά τους εμφυλίους πολέμους στους οποίους ο ήρωάς μας πρωταγωνίσθησε αρνητικά, εξαιρετικά αρνητικά, χρονολογείται και ο περίφημος διάλογος του Υδραίου πατριώτη Μπουντούρη με τον Καραϊσκάκη, διάλογο που αναφέρει ο Διον. Κόκκινος στο έργο του «Η Ελληνική Επανάστασις»:
-Δεν έχεις παίξει σωστά το ρόλο σου στην πατρίδα, καπετάν Γιώργη.
-Το ξέρω. Εγώ, όποτε θέλω γίνομαι άγγελος κι όποτε θέλω διάβολος. Από τώρα, έχω σκοπό να γίνω άγγελος.
Έχουμε αναφέρει κι άλλη φορά τη ρήση του Διονύσιου Σολωμού: Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό.»
Ο ιστορικός και ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, στο βιβλίο του «Ο Γέρος του Μοριά» γράφει κάτι χαρακτηριστικό: «Ο Κολοκοτρώνης δημιούργησε την Επανάσταση. Ο Καραϊσκάκης δημιουργήθηκε μέσα απ’ αυτήν.»
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού