Είναι εορτή μεγάλη, εορτή λαμπρή. Συνεορτάζουν όλα τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια της χώρας, γιατί η ημέρα αυτή είναι εορτή της παιδείας. Εορτή των γραμμάτων και των επιστημών, εορτή όλων όσοι διψούν για μόρφωση και φωτισμό και θεωρούν ότι η παιδεία δεν είναι μόνο η πρώτη αξία της ζωής, αλλά και η βεβαιότερη και αναγκαιότερη επένδυση της Εθνικής Πολιτικής και το μεγαλύτερο και ισχυρότερο Εθνικό μας κεφάλαιο.
Ημέρες ξεχωριστές αφιερωμένες σ’ ένα σημαντικό γεγονός, σε μία αξία, σε μία ιδέα υψηλού συμβολισμού, που πρέπει να τιμηθεί, έχουν όλοι οι λαοί, όπως π.χ. ημέρα στην Ειρήνη, στην Πρωτομαγιά, στην Εθνική αντίσταση και τόσες άλλες, επαξίως ή μη τιμώμενες. Τέτοια όμως ημέρα ξεχωριστή, αφιερωμένη στα γράμματα, στην παιδεία, την πνευματική καλλιέργεια και τον φωτισμό του ανθρώπου, μόνο η Ελλάδα και ο Ελληνικός λαός καθιέρωσε και δείχνει την πνευματική δίψα και την ευγένεια της ψυχής του. Αυτή είναι η μοναδικότητα και η ιδιαιτερότητα της εορτής των τριών μεγάλων Ιεραρχών της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου και Ιωάννου Χρυσοστόμου, ανδρών όχι μόνον Αγίων, αλλά και σοφών, όχι μόνον Χριστιανών, αλλά και Ελλήνων, όχι μόνον Θεολόγων, αλλά και φιλολόγων, κοσμολόγων, κοινωνιολόγων και ποιητών, όχι μόνον θεωρητικών, αλλά και πρακτικών, οι οποίοι δια της Ελληνικής σοφίας, ανεδείχθησαν τέλειες προσωπικότητες και αληθείς πνευματικοί μας οδηγοί.
Είναι αλήθεια ότι ως Έθνος και ως λαός έχουμε να επιδείξουμε πολλά εκλεκτά πρόσωπα υψηλού πνευματικού επιπέδου, μεγάλους και ξακουστούς, πλατωνικούς πυθαγόρειους, στωϊκούς, επικούρειους, ατομικούς φιλοσόφους, αλλά ως σύμβολα της παιδείας δεν επέλεξε αυτούς, αλλά τους τρεις Ιεράρχες που τιμούμε την 30η Ιανουαρίου. Υπάρχει προς τούτο αιτιολογία. Διότι οι τρεις Ιεράρχες δεν είχαν μόνο μεγάλη και βαθειά σοφία και παιδεία, όπως εκείνοι, αλλά συνδύαζαν γνώση και αγάπη, επιστήμη και θρησκεία, σοφία και αρετή. Ήταν δηλαδή η σοφία τους συνυφασμένη με την αγάπη για τον άνθρωπο, σύμφωνα με την διακήρυξη του Αποστόλου των Εθνών «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί. Και εάν ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, αγάπην δε μη έχων, ουδέν ειμί».
Η σοφία τους, δηλονότι, δεν ήταν μόνο εγκεφαλική, νοησιαρχική και αποξενωμένη από τον μέσο άνθρωπο, όπως ήταν των μεγάλων φιλοσόφων μας, αλλά έθεσαν την σοφία τους και τον εαυτό τους στην υπηρεσία του πάσχοντος ανθρώπου.
Οι δύο εξ αυτών, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος, ήλθαν στην Αθήνα από την πατρίδα τους, την Καππαδοκία και σπούδασαν στην ονομαστή Ακαδημία του Πλάτωνος, στην οποία φοιτούσαν τα μεγάλα μυαλά της εποχής. Σπούδασαν δε όχι μόνο σε μια σχολή και όχι μόνο μία επιστήμη, αλλά όλες τις επιστήμες της εποχής τους Μαθηματικά, φυσική, ιατρική, Νομική, Ρητορική, φιλοσοφία, κλπ.
Όταν γύρισαν στην πατρίδα τους, ενώ μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τις μοναδικές τους γνώσεις και να πλουτίσουν, όπως έκαναν οι σοφισταί της εποχής εκείνης, αλλά και πολλοί σοφοί της σημερινής εποχής, όχι μόνο δε εμπορεύτηκαν τις γνώσεις τους, αλλά τις έθεσαν ανιδιοτελώς και χωρίς κανένα αντάλλαγμα, υλικό ή κοινωνικό, στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου.
Ο Βασίλειος ίδρυσε την περίφημη «Βασιλειάδα», πολυκλινική, όπου εύρισκαν περίθαλψη, νοσηλεία, φροντίδα και ανθρωπιά μεγάλος αριθμός πασχόντων ανθρώπων δωρεάν. Η «Βασιλειάδα» ήταν Νοσοκομείο, Πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, σχολείο, εργαστήριο διδασκαλίας τεχνών, όπως θα λέγαμε σήμερα ήταν Κράτος Πρόνοιας που ζητά σήμερα η κοινωνία και ο Βασίλειος ως ιατρός, μόνος, το είχε κάνει πράξη για όλη την κοινωνία με δωρεάν προσφορά υγείας, παιδείας, ανθρωπιάς, παραμυθίας και όλα αυτά, να τονισθεί ιδιαίτερα, δωρεάν και ανιδιοτελώς, με κίνητρο μόνο να υπηρετήσει τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, των πασχόντων ανθρώπων.
Την εποχή εκείνη υπήρχε μια σοβαρή ασθένεια, η λέπρα, που προσέβαλε το δέρμα, τα νεύρα και τους μυς. Οι πάσχοντες από λέπρα δεν μπορούσαν να κινήσουν τα μέλη του σώματος, τα άκρα παρέλυαν, το δέρμα γέμιζε έλκη και πληγές που πυορροούσαν, το πρόσωπο γινόταν αποκρουστικό. Η αρρώστια ήταν μεταδοτική και δεν τολμούσε να πλησιάσει κανείς τους δύστυχους λεπρούς. Τους είχαν απομονωμένους έξω απ’ τις κατοικημένες περιοχές και από μακριά τους πέταγαν ένα κομμάτι ψωμί και τους άφηναν στο έλεος του Θεού να πεθάνουν στη σήψη τους. Να θυμηθούμε και τη δική μας Σπιναλόγκα που υπήρχε μέχρι το 1950 κοντά στην Κρήτη, όπου η πολιτεία απομόνωνε τους λεπρούς εκείνης της εποχής για να μην έρχονται σε επαφή με κανέναν και μεταδώσουν την νόσο.
Ο Βασίλειος δεν είχε Σπιναλόγκα. Είχε ειδικό τμήμα στη Βασιλειάδα για την περίθαλψη των λεπρών και των ανιάτων πασχόντων. Οι γιατροί και οι συγγενείς απέφευγαν να τους πλησιάσουν. Ο Βασίλειος όταν έσβηναν τα φώτα το βράδυ, με το φανάρι στο ένα χέρι και μια λεκάνη στο άλλο έμπαινε στο λεπροκομείο, πλησίαζε τους λεπρούς, ακουμπούσε τη λεκάνη, καθάριζε τα έλκη τους και τους έκανε φαρμακευτική επάλειψη. Μετά τους έδινε τροφή, τους τόνωνε το ηθικό, τους μιλούσε σαν φίλος, σαν πατέρας, σαν αδελφός. Με αυτό το μεγαλείο ψυχής ασκούσε την ιατρική ο Μ. Βασίλειος.
Όπως προανέφερα, ο Βασίλειος είχε σπουδάσει Φυσική, Αστρονομία και Κοσμολογία. Οι επιστήμες αυτές, εκείνη την εποχή, έδιναν περισσότερο μυθικές, παρά επιστημονικές ερμηνείες και εξηγήσεις για την δημιουργία του κόσμου και τη ζωή.
Γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου (Πλάτων, Αριστοτέλης, Αρίσταρχος, κλπ.), είχαν απορρίψει τους κοσμογονικούς μύθους και αναζητούσαν λογικές απαντήσεις για τη δημιουργία του κόσμου.
Ο Βασίλειος προχωρεί ακόμη πιο πέρα. Απορρίπτει τους μύθους, ασπάζεται τη λογική, συνιστά στους νέους να μελετούν τους αρχαίους σοφούς (όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων), επισημαίνει όμως ότι για τη λύση των μεγάλων προβλημάτων, όπως το κοσμολογικό, η λογική μόνη της δεν αρκεί. Διότι είναι πεπερασμένη κι εμείς της ζητούμε να εξηγήσει το άπειρο. Πράγμα το οποίο, κατά την ίδια τη λογική, δεν ευσταθεί. Καταφεύγει λοιπόν, ο Βασίλειος στη Γραφή. Και ερμηνεύει την Εξαήμερη δημιουργία της γραφής, όχι κατά γράμμα, αλλά κατά πνεύμα.
Το σπουδαίο αυτό έργο του Μεγάλου Βασιλείου για την εξαήμερη Δημιουργία σώζεται μέχρι σήμερα και δεν αποκλίνει συγκριτικά με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα για τη δημιουργία του κόσμου.
Θα άξιζε να αφιερώσω αποκλειστικά το παρόν άρθρο μου στην «Εξαήμερο» του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά δεν το επιτρέπει ο χώρος και ο χρόνος για την ανάπτυξη του εξόχου ενδιαφέροντος και ειδικού αυτού θέματος.
Έρχομαι τώρα στον δεύτερο Ιεράρχη τον Γρηγόριο. Λόγω του περιορισμένου χώρου της Εφημερίδος, θα παρουσιάσω μία πλευρά της προσωπικότητος, την ποιητική, η οποία είναι άγνωστη στους πολλούς. Ο Γρηγόριος ήταν ποιητής εφάμιλλος των αρχαίων ποιητών μας.
Ήταν τόσο μεγάλος και τόσο σπουδαίος ποιητής που μεγάλοι υμνογράφοι μελοποίησαν στίχους του, οι οποίοι ακούγονται μέχρι σήμερα στις μεγάλες εορτές. Το «Χριστός γεννάται δοξάσατε», που ακούμε τα Χριστούγεννα, το «Αναστάσεως ημέρα» που ακούμε το Πάσχα – ευχόμενοι με την ευλογία του να το ακούσουμε φέτος ελεύθεροι από την πανδημία – και πολλοί άλλοι ωραίοι ύμνοι, βασίστηκαν στην ποίηση του Γρηγορίου. Όπως παραπάνω έκανα σύγκριση του Βασιλείου με τους σύγχρονους κοσμολόγους, μπορούμε να συγκρίνουμε τον Γρηγόριο με τους σύγχρονους μηδενιστές της ζωής, τους σύγχρονους υπαρξιστές, όπως ο δικός μας Καζαντζάκης, οι οποίοι επιπόλαια και ανιστόρητα υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος έρχεται από το μηδέν και καταλήγει στο μηδέν, δηλαδή από την ανυπαρξία που ήμασταν πριν γεννηθούμε, καταλήγουμε στην ανυπαρξία που μας περιμένει όταν πεθάνουμε.
Από το ένα μηδέν στο άλλο μηδέν, από τη μία ανυπαρξία στην άλλη.
Ο Γρηγόριος όμως που πριν από αυτούς είχε μελετήσει με τη σοφία του το υπαρξιακό πρόβλημα, δίδει την απάντηση στους μηδενιστές της ζωής ότι ο άνθρωπος μπορεί να διασωθεί απ’ τον οντολογικό μηδενισμό με την δύναμη της Πίστεως. Εδώ βρίσκεται η διαφορά του Γρηγορίου απ’ τους σύγχρονους υπαρξιστές. Εδώ είναι το μεγαλείο της σκέψης του και της ποίησής του.
Τρίτος φωστήρας των Γραμμάτων είναι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Κατήγετο απ’ την Αντιόχεια της Συρίας, πόλη μεγάλη και ακμάζουσα στη μεγάλη σχολή – εφάμιλλη της Αθηναϊκής – της οποίας και σπούδασε με διευθυντή και δάσκαλο τον περίφημο Λιβάνιο, ο οποίος δεν είχε ασπασθεί τον Χριστιανισμό, θαύμαζε όμως το ήθος των Χριστιανών.
Όταν ρωτούσαν τον Λιβάνιο ποιόν θεωρεί άριστο μαθητή, άξιο να τον διαδεχθεί στη Σχολή, απαντούσε: Τον Ιωάννη, αν δεν ήταν Χριστιανός.
Όταν τον ρωτούσαν για τη μητέρα του την Ανθούσα, που έμεινε χήρα, νεοτάτη και ωραιοτάτη, αλλά δεν ξαναπαντρεύτηκε, για να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στην ανατροφή του παιδιού της, του Χρυσοστόμου, ο Λιβάνιος έλεγε:
Βαβαί! Οίαι γυναίκες παρά Χριστιανοίς εισί!
Δηλαδή: αλλοίμονο! Τι γυναίκες έχει ο Χριστιανισμός που δεν έχουμε εμείς. Γυναίκες υψηλού ηθικού αναστήματος και ανωτέρας ποιότητος σαν την Ανθούσα.
Ότι και να γράψει κανείς για την προσωπικότητα του Χρυσοστόμου θα είναι λίγο.
Δεν θεωρώ δε τον εαυτό μου πνευματικά επαρκή για μία τέτοια παρουσίαση.
Θα παρουσιάσω εν συντομία, μία πλευρά της προσωπικότητός του, την κοινωνική του πλευρά. Ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε επισημάνει πρώτος ο Χρυσόστομος το οξύτατο και τότε κοινωνικό πρόβλημα της άνισης κατανομής του πλούτου και τα δεινά που φέρνει αυτή για τους ανθρώπους, για την κοινωνία.
Ήταν Πατριάρχης με όλη την σημασία της λέξεως. Πατέρας με υψηλή αίσθηση του χρέους να ανταποκριθεί σ’ όλες τις ανάγκες του ποιμνίου του, υλικές και πνευματικές.
Δεν άντεχε να βλέπει ο ένας να πεινά και να ζητάει ψωμί, ο άλλος να είναι ξυπόλητος ή γυμνός και να ζητά να ντυθεί, ο άλλος να είναι χρεωμένος και να ζητά να ξεχρεωθεί, ο τρίτος να είναι άρρωστος και να ζητά να θεραπευτεί, ο άλλος να είναι απελπισμένος που πρέπει να παρηγορηθεί και η άρχουσα τάξη να αδιαφορεί για τα προβλήματα αυτά επιβίωσης του ποιμνίου του.
Και όταν διαπιστώνει και το βλέπει ολοκάθαρα ότι πολλά από τα δεινά αυτά οφείλονται στην άνιση κατανομή του πλούτου, στη διαφθορά και αρπακτικότητα των κρατούντων, αρχίζει τον αγώνα για την εξυγίανση της εκκλησίας και της κοινωνίας.
Όχι μόνο δεν εντάχτηκε στο διεφθαρμένο κατεστημένο, όπως έπραξαν πολλοί πριν και μετά από αυτόν, αλλά πολέμησε το κατεστημένο, διακινδυνεύοντας το αξίωμά του, την υγεία του, τη ζωή του. Συγκρούσθηκε θανάσιμα με το τριπλό κατεστημένο της εποχής του.
Το πολιτικό, που εκπροσωπούσε η αυτοκράτειρα Ευδοξία.
Το οικονομικό, που εκπροσωπούσε η πλουτοκρατία.
Και το εκκλησιαστικό που εκπροσωπούσε το συμβιβασμένο Ιερατείο.
Και οι τρεις αυτοί παράγοντες συνασπίσθηκαν εναντίον του, όταν ο Χρυσόστομος διακήρυσσε αναλύοντας το κοινωνικό πρόβλημα της άνισης κατανομής του πλούτου, που είχε οδηγήσει το ποίμνιό του στην φτώχεια και την εξαθλίωση καταγγέλλοντας συγχρόνως την συσσώρευση του πλούτου στις τσέπες των ολίγων των κρατούντων.
Φρύαξαν οι εκπρόσωποι και των τριών ανωτέρω κατεστημένων, ζητούν την κεφαλήν του Ιωάννου επί πίνακι, τον διώκουν στα πέρατα του Άξενου όχι Εύξεινου Πόντου, όπου ο σεπτός Πατριάρχης αφήνει την τελευταία του πνοή.
Το μεγαλείο δε της ψυχής του δείχνουν τα λόγια που λέει καθώς πεθαίνει.
Ενώ φεύγει απ’ τη ζωή μαρτυρικά και πρόωρα δεν παραπονείται κατά ουδενός, παρά λέει:
«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Έτσι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος έπεσε στον βωμό του καθήκοντος και θυσίασε τη ζωή του για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Με την άδικη και εγκληματική καταδίκη του από την παρά την Δρυν Σύνοδο το 403, την καθαίρεσή του και τον θάνατό του στην εξορία, εσκοτίσθη ο λαμπερός Πρωτοχριστιανισμός, ετελείωσε η λαμπρή πρωτοχριστιανική περίοδος. Ετελείωσε ο Χρυσός αιώνας της Χριστιανοσύνης και τον διεδέχθη η στυγνότης και το χαμήλωμα.
Μπορείτε να προμηθευτείτε την εφημερίδα στα περίπτερα του νομού