Ίσως η πιο σύγχρονη άποψη για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε πρώιμη ηλικία συνοψίζεται στη φράση «Ποτέ δεν είναι υπερβολικά νωρίς για να αρχίσει η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας». Σίγουρα ένα παιδί μπορεί να αρχίσει την ξένη γλώσσα από την ηλικία των 8 ετών αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι μπορεί και σε μικρότερη ηλικία, με μηδενικό φόβο ότι θα τα μπερδέψει. Απαραίτητη προϋπόθεση βεβαίως αποτελεί ο εκπαιδευτικός να έχει την κατάλληλη εξειδίκευση.
Η τάση για μείωση του ορίου ηλικίας στη διδασκαλία ξένων γλωσσών δεν είναι φαινόμενο μόνο πανευρωπαϊκό αλλά παγκόσμιο. Ειδικά σε ότι αφορά την Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί την εκμάθηση τουλάχιστον δυο ξένων γλωσσών εκτός της μητρικής ήδη εδώ και δεκαετίες. Αυτό μπορεί να μοιάζει πολιτική επιλογή όμως έχει βαθιά επιστημονικό υπόβαθρο. Η κρίσιμη περίοδος για την εκμάθηση ξένης γλώσσας εστιάζεται στην ηλικία των 4-5 ετών, όχι γιατί μετά από την ηλικία αυτή χάνεται η ικανότητα απόκτησης μιας γλώσσας, αλλά γιατί οι ολοένα και περισσότερο πολύπλοκες γνωστικές ικανότητες του παιδιού, όσο μεγαλώνει, μπορούν να την εμποδίσουν. Έτσι, η γνωστική ανωριμότητα των παιδιών ουσιαστικά αποτελεί πλεονέκτημα, έναντι της ωριμότητας των ενηλίκων ή των μεγαλύτερων παιδιών που καλούνται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του ότι αναλύουν τα πάντα απευθείας.
Τα παιδιά που εκτίθενται στη ξένη γλώσσα πριν από την ηλικία των 7 ετών μπορούν να αγγίξουν επίπεδα γλωσσομάθειας όμοια με φυσικών ομιλητών στη γλώσσα αυτή. Καθώς τα μικρά παιδιά δεν αποθαρρύνονται από τα λάθη τους, σε αντίθεση με τα μεγαλύτερα και τους ενήλικες, παρουσιάζουν μεγαλύτερη δεκτικότητα απορρόφησης της ξένης γλώσσας. Όταν ένα παιδί εκτίθεται από μικρή ηλικία σε μία ή περισσότερες γλώσσες, αφομοιώνει σταδιακά και ασυναίσθητα τα στοιχεία της, σε φωνολογικό, λεξιλογικό, γραμματικό και συντακτικό επίπεδο. Συνεπώς η πεποίθηση ότι τα παιδιά πρέπει πρώτα να κατακτήσουν καλά τη μητρική τους γλώσσα πριν ξεκινήσουν την εκμάθηση μιας ξένης είναι εντελώς αντιεπιστημονική. Αντίθετα, αποδεικνύεται πως δεν έχουν τίποτα να χάσουν, ενώ έχουν πολλά να κερδίσουν.
Σημαντικός, σε κάθε περίπτωση, είναι ο ρόλος των γονέων και σχετίζεται με την στάση τους απέναντι στην ξενόγλωσση εκπαίδευση του παιδιού τους. Στον βαθμό που οι γονείς κατανοήσουν τα οφέλη που προκύπτουν από την πρώιμη εκμάθηση ξένων γλωσσών για την κοινωνική, γνωστική και ψυχολογική εξέλιξη του παιδιού τους και δεχτούν τη ξένη γλώσσα ως χρήσιμη και επιθυμητή, συμβάλλουν στην δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για μια επιτυχημένη προσπάθεια. Πρώτος στόχος για το παιδί είναι να αναπτύξει ενδιαφέρον για την εκμάθηση της γλώσσας και να βρει κίνητρα γι’ αυτό. Με την θετική τους στάση προς το στόχο, και την ενθάρρυνση της προσπάθειας του παιδιού οι γονείς μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην πρόοδο του.
Από την μεριά του ο εκπαιδευτικός, πέραν της επιστημονικής κατάρτισης που πρέπει να διαθέτει, οφείλει ο ίδιος να νιώθει σίγουρος για τα πλεονεκτήματα της διδασκαλίας σε προσχολικό επίπεδο, να ενημερώνει τους γονείς που πιθανόν αμφιταλαντεύονται για αυτά και να ενθαρρύνει την συνεργασία γονέα-φροντιστηρίου χτίζοντας σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης μέσω της της τακτικής επικοινωνίας. Όσο πιο στενά συνεργάζονται, το κέντρο ξένων γλωσσών και οι γονείς, τόσο μεγαλύτερα τα οφέλη για το παιδί.
Στα Κέντρα Ξένων Γλωσσών Καζαντζή εφαρμόζουμε αποκλειστικά για την περιοχή Μεσολογγίου το βραβευμένο πρόγραμμα εκμάθησης αγγλικών για παιδιά 6 και 7 χρονών μέσα από την Τέχνη English Through Art χωρίς βιβλία και χωρίς μελέτη για το σπίτι. Το μάθημα γίνεται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους από καταρτισμένους και εξειδικευμένους καθηγητές. Η εμπειρία που τα παιδιά αποκτούν στην ξένη γλώσσα είναι μοναδική και τα ακολουθεί για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Η πρώτη επαφή είναι τόσο σημαντική .
Εύη Καζαντζή
καθηγήτρια αγγλικής και γαλλικής γλώσσας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Msc Εφαρμοσμένης γλωσσολογίας στη διδακτική των ξένων γλωσσών, Université d’Avignon, France
Εκπαιδευτικά υπεύθυνη των ΚΞΓ ΚΑΖΑΝΤΖΗ