Η Ελένη Κατωπόδη, τοπική σύμβουλος Λευκάδας, έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο νομικό καθεστώς της χερσαίας ζώνης λιμένα, ξεκαθαρίζοντας ότι πρόκειται για «ιδιάζοντα χώρο» με συνταγματικά προστατευμένη κοινή χρήση και κυριότητα Δημοσίου. Υπογράμμισε πως το Λιμενικό Ταμείο είναι διαχειριστής και όχι ιδιοκτήτης, ενώ κάθε παραχώρηση αποτελεί άδεια ιδιαίτερης χρήσης και όχι κλασική εμπορική μίσθωση.
Όπως σημείωσε, ο παραχωρησιούχος γνωρίζει ότι ανά πάσα στιγμή, για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή έργων που εξυπηρετούν την κοινή χρήση, μπορεί να κληθεί να εγκαταλείψει τον χώρο χωρίς αποζημίωση, ακόμη και αν έχει επενδύσει σημαντικά ποσά. Επισήμανε, μάλιστα, ασάφειες και ελλείψεις στη διακήρυξη του 2020, από τα παλαιά τοπογραφικά έως την απουσία σαφούς προσδιορισμού του «περιβάλλοντος χώρου», ζητώντας ρητά ακύρωση του διαγωνισμού «από την αρχή ως το τέλος».
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος συνέδεσε την υπόθεση με το ευρύτερο αγροτικό πρόβλημα και τα χρέη των συνεταιρισμών, επισημαίνοντας ότι η «πώληση» του ΤΑΟΛ ξεκίνησε από οικονομική ασφυξία. Ζήτησε να τεθεί, με πολιτικούς όρους, το θέμα της διαγραφής χρεών συνεταιρισμών σε πανελλαδικό επίπεδο. Παράλληλα, ανέδειξε τις εκκρεμότητες στη Μαρίνα Λευκάδας, με αυθαίρετα και διαφυγόντα έσοδα, για να καταδείξει ότι ο Δήμος έχει ήδη ανοιχτά μέτωπα σε ζητήματα διαχείρισης δημόσιου χώρου.
Για την απόφαση του ΣτΕ τόνισε ότι δεν μπορεί να «διαβάζεται αλά καρτ» από την εταιρεία, αφού το δικαστήριο θέτει ως δεδομένη την ανάγκη περιβαλλοντικής αδειοδότησης και όχι παράκαμψη της.
Στη συνέχεια, ο Πέτρος Ζαβιτσάνος υπενθύμισε ότι το Δημοτικό Συμβούλιο την προηγούμενη ημέρα αποφάσισε ομόφωνα να προστατέψει τον δημόσιο χαρακτήρα της έκτασης του ΤΑΟΛ, ακριβώς δίπλα στο τουριστικό περίπτερο. «Χθες είπατε ότι δεν πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί για να διαφυλαχθεί η κοινόχρηστη χρήση. Σήμερα πώς μπορεί να θεωρηθεί λογικό το διπλανό κομμάτι να δοθεί σε ιδιώτη;» ήταν το κεντρικό πολιτικό ερώτημα που έθεσε, καλώντας τον δήμαρχο και τους συμβούλους να πάρουν καθαρή θέση και να κλείσουν οριστικά το «παραμύθι», όπως το χαρακτήρισε.
Η Ευτυχία Καραβασίλη, απ’ το Εργατικό Κέντρο, κατέθεσε τη σταθερή αντίθεσή του στην ιδιωτικοποίηση της περιοχής, μιλώντας για ανάγκη δημόσιας αξιοποίησης με κρατική χρηματοδότηση και προς όφελος του λευκαδίτικου λαού. Η ίδια επεσήμανε ότι η σημερινή εικόνα της εγκατάλειψης δεν μπορεί να γίνει άλλοθι για παράδοση στον ιδιώτη, και ζήτησε από τον δήμαρχο «καθαρή, ντόμπρα» απάντηση: αν ο χρόνος που ζητείται θα αξιοποιηθεί για να μπλοκάρει συνολικά τη διαδικασία ή για να αναζητηθεί συμβιβασμός με την εταιρεία.
Ιδιαίτερα τεχνική ήταν η παρέμβαση του Γιώργου Θερμού, ο οποίος στάθηκε στη Ζώνη Α αρχαιολογικής προστασίας όπου βρίσκεται το ακίνητο, υποστηρίζοντας ότι χωρίς το παλαιό κτίσμα δεν θα επιτρεπόταν σήμερα καμία δόμηση. Τόνισε ότι η λειτουργία του έχει σταματήσει εδώ και δεκαετίες, άρα κάθε έγκριση που δόθηκε ως «λειτουργούσα επιχείρηση» πάσχει, ενώ αναφέρθηκε σε αντιφάσεις εγκρίσεων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και στην εμπλοκή νομικών που εμφανίζονται σε δίκες άλλοτε απέναντι και άλλοτε στην ίδια πλευρά με την εταιρεία, θέτοντας ζήτημα θεσμικής συνέπειας.
Ο Θάνος Πεξαρής έφερε στο προσκήνιο το περιβαλλοντικό πλαίσιο, τις διατάξεις για περιοχές Natura και τις αποφάσεις του ΣτΕ που έχουν μπλοκάρει αντίστοιχες επενδύσεις σε άλλες περιοχές της χώρας. Πρότεινε η περιοχή να αποτελέσει ένα δημόσιο, ενιαίο πολιτιστικό και δημιουργικό πυρήνα, με μουσειακές λειτουργίες και ελεύθερους χώρους τέχνης, ώστε η Λευκάδα «να ξαναβρεί το όραμά της» μετά τις ιστορικές Γιορτές Λόγου και Τέχνης.
Ιδιαίτερα φορτισμένη ήταν η ομιλία της Βιολέτας Σάντα, που μίλησε για το Κάστρο ως «ψυχή της Λευκάδας» και όχι ως «business plan». Προειδοποίησε ότι η περιοχή, από τα οικόπεδα που αγοράστηκαν έως το ΤΑΟΛ και το τουριστικό περίπτερο, κινδυνεύει να γίνει ένας χώρος de facto απαγορευτικός για τους ντόπιους, ακόμη κι αν δεν υπάρξει τυπική απαγόρευση πρόσβασης. Έφερε μάλιστα ως παράδειγμα το Μποσκέτο και πώς η κατεδάφισή του χαράχτηκε συλλογικά στη μνήμη ως «το γκρέμισε η χούντα», υποστηρίζοντας ότι αντίστοιχα, εάν χαθεί το Κάστρο, η κατακραυγή θα συνοδεύει για χρόνια την πολιτική απόφαση που το επέτρεψε.
Σε πιο πολιτικό τόνο, ο Σπύρος Καράμπαλης ζήτησε από τον δήμαρχο να ενημερώσει αναλυτικά για τη συνάντηση με την εταιρεία, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν μπορεί να γνωρίζει η εταιρεία τα πορίσματα των μελετών και να μη τα γνωρίζει ο λευκαδίτικος λαός». Τον κάλεσε να βάλει «το δίκαιο πάνω από το τυπικά νόμιμο», ακόμη κι αν αυτό σημαίνει σύγκρουση με κυβερνητικές επιλογές.
Τέλος, ο Επαμεινώνδας Μωραΐτης, εκ μέρους του νομαρχιακού τμήματος της ΑΔΕΔΥ, ζήτησε από το Δημοτικό Συμβούλιο να «σταθεί στο ύψος των περιστάσεων» και να πάρει σαφή απόφαση για διακοπή κάθε διαδικασίας παραχώρησης ή πώλησης. Όπως είπε, ο χώρος πρέπει να υπηρετεί αναψυχή, αθλητισμό, πολιτισμό και την ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα της περιοχής, με ελεύθερη πρόσβαση για όλους.
Κοινός παρονομαστής όλων των παρεμβάσεων ήταν ένα καθαρό μήνυμα προς τη δημοτική αρχή: η περιοχή δίπλα στο Κάστρο να παραμείνει δημόσια, ανοιχτή και υπό ουσιαστικό κοινωνικό έλεγχο.